31 Οκτωβρίου 2021

Ο Ιερός Χρυσόστομος για τον έλεγχο της συνειδήσεως


Για ποιον λόγο ο Θεός έβαλε μέσα στη διάνοιά μας τη συνείδηση, δηλαδή έναν κριτή που αγρυπνά και προσέχει ακατάπαυστα; Διότι δεν υπάρχει, δεν υπάρχει κανένας δικαστής τόσο άγρυπνος μεταξύ των ανθρώπων, όπως είναι η συνείδησή μας. Καθόσον οι κοσμικοί δικαστές και από χρήματα διαφθείρονται, και από τις κολακείες εξαπατούνται, και πολλά άλλα υπάρχουν που δεν τους αφήνουν να εκφέρουν σωστή κρίση· το δικαστήριο όμως της συνειδήσεως δεν γνωρίζει να υποχωρεί σε τίποτε από αυτά· αλλά και αν δώσεις χρήματα, και αν κολακέψεις, και αν απειλήσεις, και αν οτιδήποτε άλλο κάνεις , θα βγάλει δίκαιη την απόφαση εναντίον των αμαρτωλών λογισμών· και αυτός που έκανε την αμαρτία καταδικάζει ο ίδιος τον εαυτό του, και ας μην τον κατηγορεί κανείς άλλος. Και δεν το κάνει μια ή δύο φορές, αλλά πολλές φορές και σε όλη τη ζωή κάνει το ίδιο· και αν περάσει πολύς χρόνος, ποτέ δεν θα ξεχάσει αυτά που έχουν γίνει, αλλά και όταν γίνεται η αμαρτία και πριν γίνει και αφού γίνει, στέκεται απέναντί μας σαν σφοδρός κατήγορος και μάλιστα μετά τη διάπραξη της αμαρτίας· εφόσον όταν κάνουμε την αμαρτία μεθυσμένοι από την ηδονή, δεν την αισθανόμαστε τόσο· όταν όμως γίνει η αμαρτία και ολοκληρωθεί, τότε μάλιστα, όταν σβήσει όλη η ηδονή, υπεισέρχεται το πικρό κεντρί της μετάνοιας, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις γυναίκες που έχουν ωδίνες τοκετού· διότι στην περίπτωση εκείνων πριν από τον τοκετό είναι πολύς και αφόρητος ο πόνος και ωδίνες δριμύτατες τις τρυπούν με ανυπόφορους πόνους· αλλά μετά τον τοκετό νιώθουν ανακούφιση, επειδή μαζί με το βρέφος βγήκε έξω και ο πόνος. Όμως εδώ δεν συμβαίνει το ίδιο, αλλά όσο μας περιζώνουν οι ωδίνες και συλλαμβάνουμε τις διεφθαρμένες επιθυμίες, ευφραινόμαστε και χαιρόμαστε· όταν όμως γεννήσουμε το πονηρό παιδί, την αμαρτία, τότε πονούμε, επειδή βλέπουμε το αίσχος που γεννήσαμε, τότε βασανιζόμαστε από την οδύνη πιο φοβερά και από τις γυναίκες που πρόκειται να γεννήσουν. Γι' αυτό, σας παρακαλώ, μη δέχεστε την αμαρτωλή επιθυμία και από την αρχή ακόμη· αλλά και εάν την δεχτούμε να καταπνίξουμε μέσα μας τα σπέρματά της. Εάν όμως η αδιαφορία μας έφτασε και μέχρις εδώ και ολοκληρώθηκε στην πράξη η αμαρτία, να την εξολοθρεύσουμε πάλι με την εξομολόγηση και τα δάκρυα, κατηγορώντας τον εαυτό μας· διότι τίποτε δεν είναι τόσο ολέθριο για την αμαρτία, όσο η κατηγορία και η κατάκριση μαζί με τη μετάνοια και τα δάκρυα. Καταδίκασες την αμαρτία σου; Απέβαλες το φορτίο. Και ποιος τα λέγει αυτά; Ο ίδιος ο Θεός που δικάζει: «Λέγε σὺ τὰς ἀνομίας σου πρῶτος, ἵνα δικαιωθῇς(:Λέγε εσύ πρώτος τις ανομίες σου, αναγνωρίζοντας εν μετανοία αυτές, για να λάβεις δικαίωση και συγχώρηση)»[Ησ.43,26]. Για ποιο λόγο, πες μου, ντρέπεσαι και κοκκινίζεις για τις αμαρτίες σου; Μήπως τις λες σε άνθρωπο, για να σε περιγελάσει; Μήπως τις ομολογείς στον σύνδουλό σου, για να σε διαπομπεύσει; Στον Κύριο, στον προστάτη σου, στον φιλάνθρωπο, στον γιατρό δείχνεις το τραύμα. Μήπως δηλαδή, και αν εσύ δεν το πεις, Εκείνος δεν το γνωρίζει, Αυτός που ασφαλώς και πριν να το κάνεις το γνώριζε; Για ποιο λόγο λοιπόν δεν το λες; Μήπως εξαιτίας της δικής σου κατακρίσεως γίνεται βαρύτερο το αμάρτημα; Ημερότερο γίνεται και ελαφρύτερο. Και γι' αυτό θέλει εσύ να το ομολογήσεις, όχι για να σε τιμωρήσει, αλλά για να σε συγχωρήσει· όχι για να μάθει Αυτός την αμαρτία(πώς δηλαδή να τη μάθει, αφού τη γνωρίζει;), αλλά για να μάθεις εσύ πόσο χρέος σου συγχωρεί. Και θέλει να μάθεις το μέγεθος της χάριτος, για να ζεις ευχαριστώντας, για να είσαι οκνηρότερος προς την αμαρτία και προθυμότερος προς την αρετή. Εάν δεν ομολογήσεις το μέγεθος του χρέους, δεν αναγνωρίζεις το μέγεθος της χάριτος. «Δεν σε αναγκάζω», λέγει, «να έρθεις στο μέσο του θεάτρου και να βρεθείς ανάμεσα σε πολλούς μάρτυρες· σε Εμένα μόνο, κατ’ ιδίαν πες το αμάρτημα, για να σου θεραπεύσω την πληγή και να σε απαλλάξω από τον πόνο». Γι' αυτό έβαλε μέσα μας τη συνείδηση πιο φιλόστοργη και από πατέρα· διότι ο πατέρας, εάν μία φορά ή δύο ή και τρεις ή και δέκα μαλώσει το παιδί και το δει να παραμένει αδιόρθωτο, το εγκαταλείπει και το αποκηρύσσει, το διώχνει από το σπίτι του και το αποκόπτει από την οικογένειά του· η συνείδηση όμως δεν κάνει το ίδιο· αλλά και αν μια φορά και αν δύο, και αν τρεις, και αν μύριες φορές το είπε, και παρακούσεις, πάλι θα το πει, και δεν σταματά μέχρι τελευταίας αναπνοής· αλλά και στο σπίτι, και στη γειτονιά και στο τραπέζι και στην αγορά, και στους δρόμους, και πολλές φορές και στα όνειρα μας παρουσιάζει τα είδωλα και τις παραστάσεις των αμαρτιών μας. Και πρόσεχε τη σοφία του Θεού. Ούτε διαρκή έκανε την κατηγορία της συνειδήσεως (διότι δεν θα αντέχαμε το βάρος, εάν μας κατηγορούσε διαρκώς) ούτε τόσο ασθενή, ώστε να σταματά μετά την πρώτη και τη δεύτερη συμβουλή· διότι, εάν συνέβαινε να μας κεντά κάθε ημέρα και ώρα, θα είχαμε πνιγεί από τη λύπη· και εάν σταματούσε τον έλεγχο μετά την πρώτη και δεύτερη υπόμνηση, δεν θα αποκομίζαμε και πολλή ωφέλεια. Γι'αυτό όρισε βέβαια να είναι διαρκής η επιτίμηση, όχι όμως και συνεχής· διαρκής, για να μην πέσουμε στην αδιαφορία, αλλά να αγρυπνούμε πάντα από την υπενθύμιση όσο θα ζούμε· όχι όμως συνεχής, ούτε αδιάκοπη, για να μην απογοητευόμαστε, αλλά να πάρουμε κάποια άνεση και παρηγορία και να αναπνεύσουμε· διότι, όπως ακριβώς το να μην πονούμε καθόλου για τις αμαρτίες μας είναι ολέθριο και μας γεννά μέσα μας την χειρότερη αναισθησία, έτσι και το να πονούμε διαρκώς και πέρα από το μέτρο είναι επιβλαβές. Πράγματι η υπερβολική θλίψη είχε τη δύναμη να βγάλει τον άνθρωπο, πολλές φορές, από τα λογικά του, να καταπνίξει την ψυχή και να την καταστήσει άχρηστη για όλα τα καλά. Γι' αυτό και όρισε, ώστε ο έλεγχος της συνειδήσεως να γίνεται με διαλείμματα, επειδή είναι υπερβολικά απότομη, και συνηθίζει να κεντά τον αμαρτωλό σφοδρότερα από κάθε κεντρί· διότι, όχι μόνο όταν αμαρτάνουμε εμείς, αλλά και όταν άλλοι πέσουν στις ίδιες αμαρτίες με εμάς, επαναστατεί βίαια και με μεγάλη δύναμη μας καταγγέλλει. Διότι και ο πόρνος και ο μοιχός και ο κλέφτης, όχι μόνο όταν αυτός κατηγορείται, αλλά και όταν ακούει να κατηγορούνται άλλοι, που τόλμησαν τα ίδια, νομίζει ότι ο ίδιος μαστιγώνεται, επειδή κατά τις επιπλήξεις των άλλων θυμάται τη δική του αμαρτία, και ενώ άλλος κατηγορείται, πληγώνεται αυτός που δεν κατηγορείται καθόλου, όταν έχει τολμήσει να κάνει τα ίδια με εκείνον·όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση των κατορθωμάτων, εάν άλλοι εγκωμιάζονται και στεφανώνονται, αυτοί που έχουν κατορθώσει τα ίδια με εκείνους χαίρονται και αγάλλονται, σαν να επαινούνται αυτοί μάλλον παρά εκείνοι. Τι λοιπόν θα υπήρχε αθλιότερο από τον αμαρτωλό, όταν, ενώ οι άλλοι κατηγορούνται, αυτός κρύβεται; Και τι θα ήταν πιο μακάριο από τον ενάρετο, όταν, ενώ οι άλλοι επαινούνται, αυτός χαίρεται και προβαίνει σε εκδηλώσεις ενθουσιασμού, διότι κατά τους επαίνους των άλλων αυτός θυμάται τα δικά του κατορθώματα; Αυτά είναι τα έργα της σοφίας του Θεού, αυτά είναι οι αποδείξεις της υψίστης πρόνοιάς Του. Ο έλεγχος της συνειδήσεως, δηλαδή, είναι σαν κάποια άγκυρα ιερή, που δεν μας αφήνει να καταποντιστούμε στο βυθό της αμαρτίας. Και όχι μόνο κατά τον καιρό που αμαρτάνουμε, αλλά και μετά από την πάροδο πολλών περιόδων ετών γνωρίζει πολλές φορές να μας υπενθυμίζει τις παλιές μας αμαρτίες. Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, όταν κάνουμε κάποιο κακό, ας μην περιμένουμε συμφορές και περιστάσεις, ούτε κινδύνους και δεσμά, αλλά κάθε ώρα και ημέρα να ανανεώνουμε μέσα μας αυτό το δικαστήριο και να προσπαθούμε με κάθε τρόπο να απολογηθούμε στον Θεό, και ούτε οι ίδιοι να αμφισβητούμε την ανάσταση και την κρίση, ούτε τους άλλους όταν τα λένε να τους ανεχόμαστε, αλλά με κάθε τρόπο να τους αποστομώνουμε με όσα έχουμε πει· διότι εάν δεν επρόκειτο να μας ζητηθούν ευθύνες για τις αμαρτίες μας, δεν θα έβαζε μέσα μας ο Θεός ένα τέτοιου είδους δικαστήριο. Αλλά και αυτό είναι απόδειξη της φιλανθρωπίας Του. Επειδή δηλαδή τότε πρόκειται να μας ζητηθεί λόγος για τις αμαρτίες μας, έβαλε μέσα μας αυτόν τον αδιάβλητο δικαστή, ώστε αυτός να μας δικάζει εδώ για τα αμαρτήματά μας και, κάνοντάς μας πιο σώφρονες, να μας απαλλάξει από τη μέλλουσα εκεί κρίση· πράγμα βέβαια που και ο απόστολος Παύλος λέγει: «Εἰ γὰρ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα(:διότι εάν ανακρίναμε τον εαυτό μας και τον εξετάζαμε με φόβο Θεού πριν προσέλθουμε στη Θεία Κοινωνία, δεν θα καταδικαζόμασταν από τον Θεό με τέτοιες τιμωρίες)»[Α΄Κορ.11,31]. Για να μην τιμωρούμαστε λοιπόν τότε, για να μην είμαστε υπόλογοι για κάτι, καθένας ας εισέλθει στη συνείδησή του, και αφού ξεδιπλώσει τη ζωή του και πλησιάσει με προσοχή όλα τα λάθη που έχει διαπράξει, ας κατηγορήσει την ψυχή του που έκανε αυτά, ας καταδικάσει τους λογισμούς του, ας νιώσει θλίψη, ας στενοχωρήσει τη διάνοιά του, ας τιμωρήσει τον εαυτό του με την παραδοχή των αμαρτιών του, με την ειλικρινή μετάνοια, με δάκρυα, με εξομολόγηση, με νηστεία, με ελεημοσύνη, με εγκράτεια και αγάπη, για να μπορέσουμε με κάθε τρόπο, αφού αποβάλουμε εδώ όλα τα αμαρτήματα, με μεγάλη παρρησία να φύγουμε για εκεί, την οποία εύχομαι όλοι μας να επιτύχουμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα, και συγχρόνως και στο Άγιο Πνεύμα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

30 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ[:Β΄Κορ.11,31-33 και 12,1-9] ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ


«Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ (: Θα σας πω πράγματα που ίσως σας φανούν απίστευτα. Αλλά ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι ευλογημένος στους αιώνες, γνωρίζει ότι δεν λέω ψέματα. Στη Δαμασκό ο διοικητής που είχε διορισθεί από τον βασιλιά Αρέτα, φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών, επειδή ήθελε να με συλλάβει. Κι από κάποιο παράθυρο με κατέβασαν κάτω μέσα σε δικτυωτό καλάθι, μέσα από κάποιο άνοιγμα του τείχους της πόλεως, και ξέφυγα από τα χέρια του)»[Β΄Κορ. 11,31-33]. Γιατί άραγε εδώ δίνει διαβεβαίωση και πιστοποιεί ενώ σε κανένα από τα προηγούμενα δεν το έκανε αυτό; Διότι ίσως αυτό ήταν παλαιότερο και περισσότερο άγνωστο· ενώ εκείνα ήταν γνωστά και σε αυτούς, δηλαδή η μέριμνα των εκκλησιών και όλα τα άλλα. Κοίταξε λοιπόν πόσο μεγάλος ήταν ο πόλεμος, αφού γι΄αυτόν και μόνο φρουρούσε την πόλη. Και όταν λέω πόλεμο, εννοώ τον ζήλο του Παύλου· διότι εάν δεν κινείτο ισχυρός ο πόλεμος εναντίον του, δεν θα προκαλούσε τόση μανία στον εθνάρχη. Αυτά είναι γνωρίσματα ψυχής αποστολικής, το να πάσχει τόσα και να μην κλονίζεται καθόλου, αλλά να υπομένει με γενναιότητα τα όσα πέφτουν επάνω του, και να μην υποχωρεί στους κινδύνους, ούτε να λιποτακτεί. Πρόσεξε λοιπόν εδώ πώς ανέχτηκε να διαφύγει τον κλοιό, αφού τον κατέβασαν από παράθυρο μέσα σε δίχτυ· διότι αν και επιθυμούσε να αποδημήσει από αυτή τη ζωή, αγαπούσε όμως και τη σωτηρία των ανθρώπων. Για τον λόγο αυτόν πολλές φορές και τέτοια σοφιζόταν, συντηρώντας τον εαυτό του για το κήρυγμα· και δεν απόφευγε να χρησιμοποιήσει ούτε κοινά ανθρώπινα τεχνάσματα, όταν το απαιτούσε η περίσταση· τόσο προσεκτικός και άγρυπνος ήταν· διότι όπου μεν ήταν αδύνατο να διαφύγει τα κακά, χρειαζόταν μόνο η επέμβαση της θείας χάριτος· όπου όμως ο πειρασμός ήταν ανάλογος των δυνάμεών του, επινοεί πολλά και ο ίδιος, αλλά αποδίδοντας και εδώ το παν στον Θεό. Και όπως ακριβώς εάν κάποιος σπινθήρας από πυρ το οποίο δεν σβήνει, αφού πέσει στο πέλαγος και αφού επέλθουν σε αυτό πολλά κύματα θα βυθιζόταν και πάλι θα ανερχόταν λαμπερός, έτσι λοιπόν και ο μακάριος Παύλος, άλλοτε μεν θαπτόταν καθώς κινδύνευε, άλλο δε διαφεύγοντάς του, λαμπρότερος ανερχόταν, νικώντας την κακοπάθεια. Αυτή λοιπόν είναι η λαμπρή νίκη, αυτό είναι το τρόπαιο της Εκκλησίας, έτσι κτυπάται ο διάβολος, όταν εμείς πάσχουμε στις δοκιμασίες· διότι όταν εμείς πάσχουμε, κυριεύεται, και πάσχει κακώς όταν θέλει να μας κάνει κακό. Αυτό συνέβαινε και στον Παύλο· και όσο περισσότερο ο διάβολος κατέφερε εναντίον του Παύλου κινδύνους, τόσο περισσότερο ηττάτο· διότι δεν κατασκεύαζε μόνο ένα είδος πειρασμών, αλλά ποικίλους και διαφόρους. Δηλαδή άλλοι περιείχαν κόπο, άλλοι στενοχώρια, άλλοι φόβο, άλλοι οδύνη, άλλοι φροντίδα, άλλοι εντροπή, άλλοι πάλι όλα μαζί· αλλά ο Παύλος νικούσε σε όλους. Και όπως ένας στρατιώτης έχει ολόκληρη την οικουμένη αντίπαλο σε πόλεμο, και ενώ περιστρέφεται μέσα στα τάγματα των εχθρών δεν παθαίνει τίποτε κακό, έτσι και ο Παύλος μόνος μέσα στους βαρβάρους, στους ειδωλολάτρες, ενώ εμφανιζόταν σε όλη τη γη και σε όλη τη θάλασσα, έμενε αδάμαστος. Και όπως ο σπινθήρας όταν πέφτει επάνω σε καλάμι και χόρτο ξηρό μεταθέτει στη δική του φύση τα καιόμενα, έτσι και αυτός επερχόμενος σε όλα, τα πάντα μετέθετε στην αλήθεια, επερχόμενος ως χείμαρρος σε όλα και ανατρέποντας τα εμπόδια. Και σαν αθλητής αυτός, ο οποίος παλεύει, τρέχει, πυγμαχεί ή στρατιώτης μαχόμενος στο τείχος ή πεζός ή στη θάλασσα, έτσι μεταχειριζόταν κάθε είδος μάχης, και άναβε πυρ, και σε όλους απρόσιτος ήταν, με ένα σώμα καταλαμβάνοντας την οικουμένη, με μία γλώσσα μετατρέποντας τους πάντες. Ούτε οι πολλές σάλπιγγες οι οποίες έπεφταν με ορμή επάνω στα τείχη της Ιεριχούς και κατακρήμνιζαν αυτά είχαν τόση δύναμη, όσο η φωνή του Παύλου όταν ηχούσε και κατέρριπτε τα διαβολικά οχυρώματα και μετέθετε τους εχθρούς της πίστεως προς αυτόν. Και όταν συγκέντρωσε πλήθος αιχμαλώτων, αφού όπλισε αυτούς τους ίδιους τους έκανε δικό του στρατό πάλι, και μέσω αυτών νικούσε. Είναι αξιοθαύμαστος ο Δαβίδ ο οποίος κατέβαλε τον Γολιάθ με ένα λίθο μόνο· αλλά εάν εξετάσεις τα κατορθώματα του Παύλου, εκείνο είναι έργο παιδός και όση είναι η απόσταση μεταξύ ποιμένος και στρατηγού, τόση διαφορά θα βρεις· διότι αυτός κατέβαλε τον Γολιάθ όχι ρίπτοντας λίθο, αλλά μόνο ομιλώντας κατέλυε όλη την παράταξη του διαβόλου, ως λέων βρυχώμενος και εκβάλλοντας φλόγα από τη γλώσσα, τόσο ακαταμάχητος ήταν για όλους και παντού μετακινείτο συνεχώς· έτρεξε σε αυτούς, ήλθε σε εκείνους, μετατέθηκε προς αυτούς, μετακινήθηκε προς άλλους, επερχόμενος γρηγορότερα από άνεμο, και σαν μια οικία ή ένα πλοίο κυβερνώντας την οικουμένη ολόκληρη, ανασύροντας τους βυθιζόμενους, στηρίζοντας τους ζαλιζόμενους, παρακινώντας τους ναύτες, καθισμένος επάνω στα σχοινιά, με το να κωπηλατεί, με το να μαζεύει τον ιστό, με το να βλέπει προς τον ουρανό, με το να είναι αυτός τα πάντα, και ναύτης, και κυβερνήτης, και πρωρεύς, και ιστίο και πλοίο, και με το να πάσχει τα πάντα, για να καταλύσει τις συμφορές των άλλων. Και πρόσεξε. Υπέστη ναυάγιο, για να καταπαύσει το ναυάγιο της οικουμένης· έμεινε στον βυθό ένα ημερονύκτιο για να ανασύρει από τον βυθό της πλάνης· υπέμεινε κόπο, για να αναπαύσει τους κοπιώντες· υπέφερε πληγές, για να γιατρέψει όσους πληγώθηκαν από τον διάβολο· έζησε στις φυλακές, για να εκβάλει στο φως όσους κάθονταν στις φυλακές και στο σκοτάδι· κινδύνεψε πολλές φορές να θανατωθεί, για να απαλλάξει από φοβερούς θανάτους· πέντε φορές, σαράντα παρά μία μαστιγώσεις έλαβε, για να ελευθερώσει από τον διάβολο αυτούς που το έκαναν αυτό· ραβδίστηκε για να οδηγήσει υπό τη ράβδο και τη βακτηρία του Χριστού· λιθοβολήθηκε, για να απαλλάξει από την αναισθησία των λίθων· στην ερημιά διατέλεσε, για να εκβάλει από την ερημιά· σε οδοιπορίες για να στηρίξει όσους πλανώνταν και να ανοίξει την οδό η οποία οδηγεί στον ουρανό· στις πόλεις κινδύνεψε, για να δείξει την άνω πόλη· σε πείνα και δίψα, για να απαλλάξει από τη φοβερότερη πείνα· σε γυμνότητα, για να ενδύσει τους ασχημονούντας με τη στολή του Χριστού· στην εξουσία του όχλου, για να απαγάγει τους ευρισκομένους στην εξουσία των δαιμόνων· πυρώθηκε, για να σβήσει τα πεπυρωμένα βέλη του διαβόλου· δέχτηκε να τον κατεβάσουν από το τείχος δια παραθύρου, ώστε από κάτω να στείλει επάνω όσους είχαν ριφθεί χαμηλά. Να πούμε λοιπόν ακόμη, αν και δεν γνωρίζουμε, όσα έπαθε ο Παύλος; Να θυμηθούμε τα αναγκαία τα οποία στερήθηκε; Ακόμη να δούμε αυτόν και γυναίκα και πόλη και ελευθερία και αυτή τη ζωή χιλιάδες φορές να καταφρονεί; Ο μάρτυρας αποθνήσκει μία φορά· εκείνος όμως ο μακάριος με ένα σώμα και μία ψυχή τόσους κινδύνους υπέμεινε, όσοι είναι αρκετοί για να ταράζουν και αδαμάντινη ψυχή· και όσα έπαθαν όλοι οι άγιοι σε τόσα σώματα, τόσα υπέφερε αυτός σε ένα σώμα, αφού εισήλθε στην οικουμένη σαν σε στάδιο και απεκδύθηκε τα πάντα, έτσι στεκόταν με γενναιότητα. Και βεβαίως γνώριζε τους δαίμονες οι οποίοι τον χτυπούσαν. Για τον λόγο αυτόν και αναδείχτηκε λαμπρός ευθύς εξαρχής και διέμεινε ο ίδιος από την αφετηρία μέχρι τέλους· μάλλον δε έκανε και εντονότερο τον διωγμό, όσο πλησίαζε στο βραβείο. Και το πολύ θαυμαστό, ότι ενώ έπασχε και κατόρθωνε τόσα, γνώριζε να ταπεινώνεται πολύ· διότι ακόμη και όταν αναγκάστηκε να διηγηθεί τα κατορθώματά του, σύντομα τα προσπέρασε όλα· αν και θα γέμιζε χιλιάδες βιβλίων, εάν ήθελε να εξαντλήσει το καθένα, εάν έλεγε τις εκκλησίες για τις οποίες μεριμνούσε, εάν διηγείτο για τις φυλακίσεις και τα κατορθώματα κατά τη διάρκειά τους, ή τις άλλες, τις καθημερινές περιπέτειες, τους πολέμους. Αλλά δεν θέλησε. Αυτά λοιπόν και εμείς αφού γνωρίσαμε, ας μάθουμε να ταπεινωνόμαστε και ποτέ να μην καυχιόμαστε για τον πλούτο, ούτε για τα άλλα βιοτικά, αλλά για τις ύβρεις τις οποίες δεχόμαστε για τον Χριστό, και γι’ αυτές μόνο όταν παραστεί ανάγκη. Εάν δεν μας αναγκάζει τίποτε σοβαρό, ούτε αυτές ας μη μνημονεύουμε, για να μην υπερηφανευόμαστε, αλλά ας ενθυμούμαστε μόνο τις αμαρτίες μας· διότι έτσι θα απαλλαγούμε από αυτές εύκολα και θα εξιλεωθούμε στον Θεό και θα επιτύχουμε τη μέλλουσα ζωή, την οποία είθε να επιτύχουμε όλοι, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα ανήκει δόξα, δύναμη, τιμή τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. ………………………………………………………………………………………………………………………………………………………. ΟΜΙΛΙΑ ΚΖ΄ «Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου(:Να σας μιλήσω λοιπόν και για άλλους διωγμούς μου, δεν με συμφέρει να καυχιέμαι. Σταματώ λοιπόν γι' αυτό να μιλώ για τους διωγμούς και τους άλλους κόπους μου. Θα αναφερθώ όμως σε οπτασίες και αποκαλύψεις που μου χάρισε ο Κύριος)»[Β΄Κορ.12,1]. Τι σημαίνει αυτό; Αυτός ο οποίος είπε τόσα, λέγει τώρα «το να καυχιέμαι λοιπόν δεν με συμφέρει», σαν να μην έχει πει τίποτε; Εννοεί όχι σαν να μην έχει πει τίποτε, αλλά επειδή πρόκειται να μεταβεί σε άλλο είδος καυχήσεως, το οποίο δεν έχει μεν τόση αμοιβή, αλλά φαίνεται στους πολλούς ότι τον αναδεικνύει λαμπρότερο, όχι σε εκείνους οι οποίοι εξετάζουν με ακρίβεια, λέγει «το να καυχώμαι λοιπόν δεν είναι συμφέρον μου». Τα μεγάλα δηλαδή καυχήματα είναι αυτά τα οποία απαρίθμησε, οι δοκιμασίες, αλλά έχει και άλλα να πει, τα αναφερόμενα στις αποκαλύψεις, στα απόρρητα μυστήρια. Και γιατί λέγει «δεν είναι συμφέρον μου;». «Για να μην επαρθώ για αφροσύνη», λέγει· Τι λες; Αν δηλαδή δεν τα πεις, δεν τα γνωρίζεις; Αλλά δεν επαιρόμαστε εξίσου όταν τα γνωρίζουμε οι ίδιοι και όταν τα φανερώνουμε και σε άλλους· διότι δεν επαιρόμαστε συνήθως από αυτά τα ίδια τα κατορθώματά μας, αλλά από το να τα γνωρίζουν και να μαρτυρούν γι' αυτά οι πολλοί. Για τον λόγο αυτόν, λοιπόν, λέει, «δεν είναι συμφέρον μου» και «για να μη δημιουργήσω μεγαλύτερη ιδέα για εμένα σε όσους ακούνε». Εκείνοι λοιπόν οι ψευδαπόστολοι έλεγαν για τον εαυτό τους και πράγματα που δεν έγιναν, ενώ αυτός και αυτά που έγιναν αποκρύπτει, και αυτό παρ’ ό,τι υπάρχει τόσο μεγάλη ανάγκη για να τα πει· και λέει: «δεν είναι συμφέρον μου», διδάσκοντας σε όλους να το αποφεύγουν αυτό με μεγάλη επιμέλεια· διότι κανένα κέρδος δεν έχει αυτό το πράγμα, αλλά και βλάβη προξενεί, εάν δεν υπάρχει μεγάλη ανάγκη που να ωφελεί από το ότι οδηγεί σε αυτό. Αφού μίλησε λοιπόν για τους κινδύνους, τους πειρασμούς, τις επιβουλές, τις θλίψεις, τα ναυάγια, έρχεται σε άλλη αιτία καυχήσεως, λέγοντας: «οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ(:γνωρίζω έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε στενή σχέση και επικοινωνία με τον Χριστό. Ο άνθρωπος αυτός πριν από δεκατέσσερα χρόνια αρπάχθηκε και ανυψώθηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό, όπου διαμένουν οι αγγελικές δυνάμεις. Δεν γνωρίζω όμως εάν ήταν με το σώμα του την ώρα εκείνη ή ήταν σε έκσταση, έξω από το σώμα του. Ο Θεός ξέρει)»[Β΄Κορ.12,2]. Μεγάλη είναι μεν αυτή η αποκάλυψη. Όμως δεν έγινε αυτή μόνη, αλλά και πολλές άλλες· αυτός όμως εκθέτει μία από τις πολλές· διότι για το ότι ήσαν πολλές, άκουσε τι λέει: «και για να μην υπερηφανεύομαι για τις πολλές αποκαλύψεις». Και όμως, θα πει κανείς, εάν ήθελε να κρύψει αυτές, έπρεπε να μην τις υπαινιχτεί καθόλου, ούτε να πει τίποτε τέτοιο· εάν πάλι ήθελε να τις πει, έπρεπε να τις πει σαφώς. Γιατί λοιπόν ούτε σαφώς μίλησε γι’ αυτές, ούτε σιώπησε; Για να δεις και εδώ ότι χωρίς να θέλει το κάνει αυτό. Για τον λόγο αυτόν και έγραψε για τον χρόνο των δεκατεσσάρων ετών· διότι δεν μνημονεύει τυχαία αυτό, αλλά δείχνοντας ότι αυτός ο οποίος έκρυψε αυτό επί τόσο χρόνο, δεν θα το έλεγε τώρα, εάν δεν ήταν μεγάλη ανάγκη. Αλλά θα σιωπούσε εάν δεν έβλεπε τους αδελφούς να καυχώνται. Και εάν από την αρχή ήταν τέτοιος ο Παύλος, ώστε να αξιωθεί τέτοιας αποκαλύψεως, όταν ακόμη δεν είχε τέτοια κατορθώματα, σκέψου πόσο μέγας έγινε μετά από σαράντα έτη. Κοίταξε πώς και σε αυτό ακόμη ταπεινώνεται με το να πει για τα μεν, για τα δε να ομολογήσει ότι αγνοεί· διότι για το ότι μεν αρπάχτηκε είπε: αλλά είτε με το σώμα είτε εκτός του σώματος, καθόλου, λέει, ότι δεν γνωρίζει. Και όμως ήταν αρκετό αφού είπε για την αρπαγή να σιωπήσει· τώρα όμως ταπεινούμενος προσθέτει και αυτό. Τι λοιπόν; Ή μήπως αρπάχτηκε το σώμα; Αλλά δεν είναι δυνατό να πει κανείς· διότι εάν δεν γνώριζε ο Παύλος ο οποίος και αρπάχτηκε, και έτυχε τόσων και τέτοιων απορρήτων πολύ περισσότερο εμείς. Για το ότι λοιπόν ήταν στον παράδεισο το γνώριζε και ότι ήταν στον τρίτο ουρανό δεν το αγνοούσε· αλλά τον τρόπο δεν γνώριζε με σαφήνεια. Πρόσεχε όμως και αλλού την ταπείνωσή του. Για την πόλη δηλαδή των Δαμασκηνών δίνει διαβεβαίωση, εδώ όμως καθόλου· διότι δεν ήθελε να το αποδείξει αυτό, αλλά μόνο να το πει με υπαινιγμό. Για τον λόγο αυτόν και προσθέτει λέγοντας: «ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι (:για έναν τέτοιο άνθρωπο θα καυχηθώ)»· όχι για να πει ότι κάποιος άλλος αρπάχτηκε, αλλά όσο επιτρεπόταν και ήταν δυνατόν και να πει, και να αποφύγει να πει φανερώς για τον εαυτό του, έτσι συνθέτει τον λόγο· διότι ποια λογική συνέπεια υπήρχε, ενώ μιλούσε για τον εαυτό του, να παρουσιάσει άλλον; Γιατί λοιπόν εξέθεσε αυτό έτσι; Δεν ήταν το ίδιο να πει «αρπάχτηκα» και «γνωρίζω κάποιον ο οποίος αρπάχτηκε»· επίσης το να πει «καυχώμαι για τον εαυτό μου» και «γι΄αυτόν τον άνθρωπο θα καυχηθώ». Εάν πάλι πει κανείς: «και πώς είναι δυνατόν να αρπαγεί χωρίς σώμα;». Διότι αυτό είναι περισσότερο αδύνατο από εκείνο, εάν εξετάζεις αυτά με σκέψεις αμφιβολίας και όχι με πίστη. Γιατί όμως αρπάχτηκε; Για να μη νομίζει αυτός, όπως πιστεύω, ότι έχει κάτι λιγότερο από τους άλλους αποστόλους· διότι επειδή εκείνοι έζησαν μαζί με τον Χριστό, ενώ αυτός καθόλου, για τον λόγο αυτόν άρπαξε και αυτόν σε δόξα. «Εἰς τὸν παράδεισον»· διότι ήταν μεγάλη η φήμη αυτού του τόπου και παντού εξυμνείτο. Για τον λόγο αυτόν έλεγε και ο Χριστός: «ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ (:αληθινά σε βεβαιώνω ότι σήμερα, απ’ τη στιγμή που θα πεθάνουμε, θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο)»[Λουκά 23,43]. «Για έναν τέτοιον άνθρωπο θα καυχηθώ». Γιατί; Εάν δηλαδή άλλος αρπάχτηκε, εσύ γιατί καυχάσαι; Από αυτό είναι φανερό ότι για τον εαυτό του έλεγε αυτά. Εάν πάλι πρόσθεσε «ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι(:για τον εαυτό μου όμως δεν θα καυχηθώ)», τίποτε άλλο δεν εννοεί, παρά ότι «εάν δεν είναι ανάγκη, τίποτε τέτοιο δεν θα πω τυχαία και αβασάνιστα»· ή για να καλύψει πάλι αυτό που είπε, όσο ήταν δυνατό. Για το ότι επίσης όλος ο λόγος για τον εαυτό του έγινε, μαρτυρούν και τα επόμενα· διότι πρόσθεσε λέγοντας: «ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ(:μόνο για τις ασθένειές μου αυτές, θα καυχηθώ, κι όχι για τις επιτυχίες και τη δράση μου· διότι εάν θελήσω και γι’ αυτό να καυχηθώ, δεν θα είμαι άμυαλος και ανόητος, επειδή θα πω την αλήθεια)» [Β΄Κορ.12,6]. Πώς λοιπόν προηγουμένως έλεγες: «Ὄφελον ἀνείχεσθέ μου μικρὸν τῇ ἀφροσύνῃ(:μακάρι να δείχνατε ανοχή σε κάποια μικρή ανοησία που θα κάνω με το να σας διηγηθώ τα όσα ο Κύριος κατόρθωσε μέσα από εμένα)»[Β΄Κορ.11,1] και «ὃ λαλῶ οὐ λαλῶ κατὰ Κύριον, ἀλλ᾿ ὡς ἐν ἀφροσύνῃ(:εκείνο που θα πω επαινώντας τον εαυτό μου, δεν θα το πω ως δούλος ταπεινός του Κυρίου, αλλά θα το πω σαν να έγινα άμυαλος και ανόητος)»[Β΄Κορ.11,17], ενώ εδώ: «αλλά και εάν θελήσω να καυχηθώ, δεν θα είμαι ανόητος, διότι θα πω την αλήθεια»[Β΄Κορ.12,6]; Όχι για την καύχηση, αλλά για το ψεύδεσθαι· διότι εάν το να καυχάσαι προέρχεται από αφροσύνη, πόσο μάλλον το να ψεύδεσαι; Ως προς αυτό λοιπόν λέει «δεν θα είμαι ανόητος». Για τον λόγο αυτόν και πρόσθεσε: «φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ (:δυσκολεύομαι όμως να καυχηθώ, για να μη μου λογαριάσει κανείς τίποτε περισσότερο από εκείνο που βλέπει ή ακούει από εμένα)». Αυτή είναι η αναντίρρητη αιτία· διότι και θεούς νόμισαν αυτούς για το μέγεθος των θαυμάτων· διότι όπως στα φυσικά στοιχεία δημιούργησε ο Θεός και από τα δύο είδη, και ασθενή και λαμπρά, και αυτό αφενός μεν για να δείξει τη δύναμή Του, αφετέρου δε, για να εμποδίσει την πλάνη των ανθρώπων, έτσι λοιπόν και εδώ και θαυμαστοί ήσαν και ασθενείς οι απόστολοι, ώστε με αυτά τα έργα να διδάσκονται οι άπιστοι· διότι εάν με το να εμφανίζουν τους εαυτούς τους θαυμαστούς μόνο, χωρίς να δείχνουν κανένα σημείο αδυναμίας, εξαπατούσαν δια του λόγου τους πολλούς, ώστε να μην υποπτευθούν τίποτε περισσότερο για την αλήθεια περί αυτών, όχι μόνο δεν θα επιτελούσαν το έργο τους, αλλά και το αντίθετο θα επιτύγχαναν· διότι η αποποίηση όσων δεν ανήκαν σε αυτούς, που γινόταν δια των λόγων, φάνηκε ότι γινόταν μάλλον από ταπεινοφροσύνη, και έκανε ώστε περισσότερο να θαυμαστούν αυτοί. Για τον λόγο αυτόν και έμπρακτα αποδεικνυόταν η αδυναμία τους. Αυτό θα δει κανείς και στους ανθρώπους που έζησαν την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης· διότι και ο Ηλίας ήταν θαυμαστός, αλλά νικήθηκε κάποτε από τη δειλία· και ο Μωυσής ήταν μέγας, αλλά και αυτός από το ίδιο πάθος λιποτάκτησε. Και αυτά τα πάθαιναν, επειδή απομακρυνόταν ο Θεός και επέτρεπε να φανερωθεί η ασθένεια της ανθρώπινης φύσεως· διότι εάν όταν τους εξήγαγε από τη δουλεία έλεγαν «πού είναι ο Μωυσής;», τι δεν θα έλεγαν εάν τους εισήγαγε; Για τον λόγο αυτόν και ο Παύλος λέει: «Φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ(:δυσκολεύομαι όμως να καυχηθώ, για να μη μου λογαριάσει κανείς τίποτε περισσότερο από εκείνο που βλέπει ή ακούει από εμένα)»[Β΄Κορ.12,6]. Δεν λέγει «μήπως πει», αλλά «για να μη με θεωρήσει μεγαλύτερο από αυτήν την αξία». Ώστε και από εδώ είναι φανερό, ότι γι΄αυτόν γινόταν ο λόγος. Για τον λόγο αυτόν και στην αρχή έλεγε: «Το να καυχώμαι λοιπόν δεν είναι συμφέρον μου»· δεν θα το έλεγε αυτό, εάν επρόκειτο να πει για άλλον όσα είπε. Διότι για ποιο λόγο δεν συμφέρει να καυχάται για άλλον; Όμως ο ίδιος ήταν εκείνος ο οποίος αξιώθηκε αυτά· για τον λόγο αυτόν και προσθέτει λέγοντας: «Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι(:και εξαιτίας των πολλών και μεγάλων αποκαλύψεων, επέτρεψε ο Θεός και μου δόθηκε αγκαθωτό ξύλο στο σώμα, αρρώστια αθεράπευτη, άγγελος του σατανά, για να με χτυπά στο πρόσωπο και να με ταλαιπωρεί για να μην υπερηφανεύομαι)»[Β΄Κορ.12,7]. Τι λες; Αυτός ο οποίος θεωρούσε ως τίποτε την επίγεια βασιλεία και τη γέεννα για τον πόθο του Χριστού, είναι δυνατόν να λογάριαζε σαν κάτι αξιόλογο την τιμή των πολλών, ώστε να κινδυνεύει να υπερηφανευτεί, και να έχει ανάγκη διαρκώς από χαλινό; Διότι δεν είπε, «ἵνα με κολαφίσῃ(:για να με ραπίσει)», αλλά, «ἵνα με κολαφίζῃ(:για να με ραπίζει)». Και ποιος θα μπορούσε να το πει αυτό; Τι σημαίνουν λοιπόν τα λόγια του αυτά; Όταν ανακαλύψουμε ποιο είναι το αγκάθι και ποιος ο «ἄγγελος σατᾶν», τότε θα πούμε και αυτό. Ορισμένοι βέβαια είπαν ότι επήλθε σε αυτόν κεφαλαλγία από τον διάβολο· αλλά μη γένοιτο. Διότι δεν ήταν δυνατόν να παραδοθεί στα χέρια του διαβόλου το σώμα του Παύλου, όταν βεβαίως ο ίδιος ο διάβολος σε ένα πρόσταγμα και μόνο υπάκουε στον Παύλο, και έθετε στον διάβολο νόμους και όρους, όταν παρέδωσε εκείνον που πόρνευε σε καταστροφή της σαρκός· και δεν τόλμησε αυτός να υπερβεί αυτούς τους όρους[βλ.Α΄Κορ.5,1-5: «Ὄλως ἀκούεται ἐν ὑμῖν πορνεία, καὶ τοιαύτη πορνεία, ἥτις οὐδὲ ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὀνομάζεται, ὥστε γυναῖκά τινα τοῦ πατρὸς ἔχειν. καὶ ὑμεῖς πεφυσιωμένοι ἐστέ, καὶ οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας! ἐγὼ μὲν γὰρ ὡς ἀπὼν τῷ σώματι, παρὼν δὲ τῷ πνεύματι, ἤδη κέκρικα ὡς παρὼν τὸν οὕτω τοῦτο κατεργασάμενον,ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συναχθέντων ὑμῶν καὶ τοῦ ἐμοῦ πνεύματος σὺν τῇ δυνάμει τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ(:Είναι σε όλους γνωστό και διαδεδομένο ότι επικρατεί ανάμεσά σας μια περίπτωση πορνείας και μάλιστα τέτοιου είδους πορνεία που ούτε μεταξύ των ειδωλολατρών δεν αναφέρεται, ώστε κάποιος από εσάς να έχει τη γυναίκα του πατέρα του, τη μητριά του δηλαδή. Και εσείς, αντί να ντρέπεστε γι' αυτό, εξακολουθείτε να είστε φαντασμένοι και φουσκωμένοι για τη σοφία σας, και δεν κηρύξατε μάλλον πένθος επίσημο και γενικό, για να εκδιώξει ο Θεός από την εκκλησιαστική σας κοινότητα εκείνον που έκανε την πράξη αυτή! Η ευθύνη πέφτει ολόκληρη επάνω σας. Διότι εγώ, καθώς απουσιάζω βέβαια σωματικά, είμαι όμως παρών στην Κόρινθο με τον νου και την καρδιά μου, έχω πλέον κρίνει και καταδικάσει σαν να ήμουν παρών τον αναίσχυντο αυτόν που έκανε τη μισητή αυτή πράξη. Και τώρα, αφού συναχθούμε στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, εσείς και εγώ παρών ανάμεσά σας πνευματικά μαζί με τη δύναμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ας παραδώσουμε τον άνθρωπο αυτόν στον σατανά, αποκόπτοντάς τον από την Εκκλησία, για να τιμωρηθεί και να κολαστεί σκληρά το σώμα του και να συνετιστεί με την παιδαγωγία αυτή, ώστε να σωθεί έτσι η ψυχή του την ημέρα της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου Ιησού)». Τι σημαίνουν λοιπόν τα λόγια του αυτά; «Σατάν» στη γλώσσα των Εβραίων λέγεται ο αντικείμενος, ο αντίπαλος· και στο τρίτο βιβλίο των «Βασιλειῶν» έτσι ονόμασε η Γραφή τους αντιπάλους, και όταν διηγείται για τον Σολομώντα, λέγει: «οὐχ ἦν Σατάν ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ(:Δεν υπήρχε κάποιος αντίπαλος κατά τους χρόνους αυτού)»[Γ΄Βασ. 5,4], δηλαδή αντίπαλος, ο οποίος να διεξάγει πόλεμο ή να ενοχλεί[πρβ. και Γ΄Βασ.11,14]. Αυτό λοιπόν το οποίο εννοεί ο Παύλος είναι το εξής: «δεν επέτρεψε ο Θεός να προχωρήσει το κήρυγμα, για να ταπεινώνει το δικό μας φρόνημα, αλλά επέτρεψε στους εχθρούς να επιτίθενται σε εμάς»· διότι αυτό μεν ήταν ικανό να ταπεινώσει το φρόνημα, εκείνο όμως, δηλαδή το νόσημα της κεφαλαλγίας, όχι. «Ἂγγελον σατανᾶ» λοιπόν λέγει τον Αλέξανδρο τον χαλκουργό, όσους βρίσκονταν γύρω από τον Υμέναιο και τον Φιλητό, όλους όσοι αντέκειντο στο κήρυγμα και φιλονικούσαν μαζί του και τον πολεμούσαν, όσους τον ενέκλεισαν σε φυλακή, όσους τον έδειραν, όσους τον έδιωξαν· επειδή έκαναν τα θελήματα του Σατανά. Όπως ακριβώς λοιπόν ονομάζει υιούς του διαβόλου τους Ιουδαίους, επειδή επιθυμούσαν όσα ο διάβολος ήθελε, έτσι και «άγγελο του Σατανά» ονομάζει όποιον αντιτίθεται στο κήρυγμα. Αυτό λοιπόν σημαίνει η φράση: «Μου δόθηκε ένα αγκάθι, άγγελος του Σατανά, για να με ραπίζει», όχι ότι ο Θεός τούς οπλίζει αυτούς τους αντικείμενους, μη γένοιτο, ούτε κολάζει, ούτε τιμωρεί τους δικούς Του εργάτες, αλλά επιτρέπει και αφήνει μέχρι ενός σημείου. «Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ(:για τον πειρασμό αυτόν τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να μου τον απομακρύνει)»[Β΄Κορ. 12,8]· δηλαδή πολλές φορές. Και αυτό είναι σημείο μεγάλης ταπεινοφροσύνης, το να μην κρύψει ότι δεν υπέφερε τις επιβουλές, ότι απόκαμνε και προσευχόταν για να απαλλαγεί. «Καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται(:Αλλά ο Κύριος μού είπε: ‘’Σου είναι αρκετή η χάρη που σου δίνω· διότι η δύναμή μου αναδεικνύεται τέλεια, όταν ο άνθρωπος είναι ασθενής και με την ενίσχυσή μου κατορθώνει μεγάλα και θαυμαστά’’)». Δηλαδή: «σου είναι αρκετό ότι ανασταίνεις νεκρούς, ότι θεραπεύεις τυφλούς, ότι καθαρίζεις λεπρούς, ότι στα άλλα θαυματουργείς· μη ζητείς και το να μην κινδυνεύεις και να μην έχεις ανάγκη και το να κηρύττεις χωρίς δυσχέρειες. Αλλά πονάς και στενοχωριέσαι μήπως νομιστεί ότι αυτό οφείλεται σε δική μου αδυναμία, το ότι δηλαδή είναι πολλοί αυτοί που σε επιβουλεύονται και σε δέρνουν και σε διώκουν και σε μαστιγώνουν; Αυτό ακριβώς λοιπόν αποδεικνύει την δύναμή μου». «Διότι η δύναμή Του», λέγει ο Κύριος, «φανερώνεται τέλεια εκεί όπου υπάρχει αδυναμία»· «όταν, ενώ διώκεστε, επικρατείτε στους διώκτες, όταν ενώ σας κατατρέχουν, νικάτε αυτούς που σας κατατρέχουν, όταν ενώ είστε φυλακισμένοι, τρέπετε σε φυγή αυτούς που σας φυλάκισαν. Μη ζητείς λοιπόν τα περιττά». Βλέπεις πως άλλη αιτία εκθέτει ο Παύλος και άλλη ο Θεός; Δηλαδή αυτός μεν λέγει: «για να μην υπερηφανεύομαι, μου δόθηκε αγκάθι», ενώ ο Θεός λέγει ότι είπε ότι επιτρέπει αυτό για να δείξει τη δύναμή Του. «Όχι μόνο περιττό πράγμα, ζητείς λοιπόν, αλλά πράγμα το οποίο επιπλέον θα φανεί ότι επισκιάζει τη δύναμή μου». Διότι το «σου είναι αρκετή η χάρη μου», αυτό δηλώνει, ότι δεν χρειάζεται να προστεθεί τίποτε άλλο, αλλά ότι το παν έχει ολοκληρωθεί. Ώστε και από εδώ είναι φανερό ότι δεν εννοεί κάποια κεφαλαλγία· διότι βεβαίως δεν κήρυτταν ενώ ήσαν άρρωστοι· διότι δεν μπορούσαν να κηρύττουν, ενώ ασθενούσαν. Αλλά εννοεί ότι ενώ κατατρέχονταν και ενώ καταδιώκονταν(οι Απόστολοι), επικρατούσαν σε όλους. «Επειδή λοιπόν αυτά άκουσα από τον Θεό», λέγει: «ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ(:Με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση λοιπόν θα καυχιέμαι περισσότερο στις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού)». Διότι για να μην καταπέσουν, επειδή εκείνοι οι ψευδαπόστολοι καυχώνταν για τα αντίθετα, και ενώ αυτοί βρίσκονταν σε διωγμούς, δείχνει ότι για τον λόγο αυτόν λαμπρότερος γίνεται και έτσι περισσότερο διαλάμπει η δύναμη του Θεού, και είναι άξια καυχήσεως όσα γίνονται. Για τον λόγο αυτόν λέγει: «Πολύ ευχαρίστως λοιπόν θα καυχηθώ». «Όλα αυτά τα οποία απαρίθμησα ή και αυτό που είπα τώρα, ότι μου δόθηκε αγκάθι, δεν τα είπα επειδή λυπούμαι, αλλά επειδή είμαι υπερήφανος γι΄ αυτά και για να ελκύσω περισσότερη δύναμη από τον Θεό». Για τον λόγο αυτόν και προσθέτει: «για να κατασκηνώσει σε εμένα η δύναμη του Χριστού». Εδώ και κάτι άλλο υπαινίσσεται, ότι όσο εντονότεροι γίνονταν οι πειρασμοί, τόσο και τα δώρα της χάριτος αυξάνονταν και επέμεναν. «Διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι(:Γι'αυτό ευφραίνομαι στις ασθένειες, στους χλευασμούς, στις ανάγκες, στους διωγμούς, στις στενοχώριες, όταν τα υποφέρω όλα αυτά για τη δόξα του Χριστού· διότι όταν με τις θλίψεις και τις περιπέτειες φαίνομαι εξαιρετικά ασθενής, τότε είμαι δυνατός· διότι τότε μου δίνει ο Θεός περισσότερη χάρη)»[Β΄Κορ. 12,10]. Για ποιες ασθένειες λοιπόν «εὐδοκεῖς»; Πες μου. «Εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ(:ευφραίνομαι στις ασθένειες, στους χλευασμούς, στις ανάγκες, στους διωγμούς, στις στενοχώριες, όταν τα υποφέρω όλα αυτά για τη δόξα του Χριστού)». Είδες πώς αποκάλυψε τώρα αυτό σαφέστατα; Διότι λέγοντας το είδος της ασθένειας, δεν είπε πυρετούς ή κάποιον τέτοιο παροξυσμό ή άλλη νόσο σωματική, αλλά ύβρεις, διωγμούς, ταλαιπωρίες. Είδες ψυχή ευγνώμονα; Επιθυμεί να απαλλαγεί από τις δυστυχίες· όταν όμως άκουσε από τον Θεό, ότι δεν πρέπει να γίνει αυτό, όχι μόνο δεν λυπήθηκε διότι δεν εισακούστηκε στην προσευχή, αλλά και ευχαριστήθηκε. Για τον λόγο αυτόν έλεγε «εὐδοκῶ(:είμαι ευχαριστημένος, ευφραίνομαι)», «χαίρομαι, επιθυμώ να υβρίζομαι, να διώκομαι, να ταλαιπωρούμαι για τον Χριστό». Αυτά επίσης τα έλεγε και για να καταστέλλει εκείνους τους ψευδαπόστολους, και για να ενισχύει τα φρονήματα των πιστών, για να μην ντρέπονται για τα παθήματα του Παύλου· διότι είναι αρκετή η διδασκαλία για να τους κάνει λαμπρότερους από όλους. Έπειτα εκθέτει και άλλη αιτία: «ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι(:Διότι όταν με τις θλίψεις και τις περιπέτειες φαίνομαι εξαιρετικά ασθενής, τότε είμαι δυνατός. Διότι τότε μου δίνει ο Θεός περισσότερη χάρη)»[Β΄Κορ.12,10]. «Τι απορείς, αφού η δύναμη του Θεού τότε φαίνεται; Και εγώ τότε είμαι δυνατός». Διότι τότε περισσότερο επερχόταν η χάρη· «ὅτι καθὼς περισσσεύει τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς, οὕτω διὰ Χριστοῦ περισσεύει καὶ ἡ παράκλησις ἡμῶν(:Τον δοξάζουμε λοιπόν και Τον ευχαριστούμε, διότι όπως πάρα πολλά είναι τα παθήματα και οι θλίψεις που πάσχουμε σαν τον Χριστό και για τη δόξα Του, έτσι υπεράφθονη είναι και η παρηγοριά που δεχόμαστε διαμέσου του Χριστού)». [Β΄Κορ.1,5]. Όπου υπάρχει δοκιμασία, εκεί υπάρχει και παρηγορία· όπου παρηγορία εκεί και χάρις. Όταν λοιπόν ρίχτηκε μέσα στη φυλακή, τότε έκανε εκείνα τα θαύματα· όταν ναυάγησε και παρασύρθηκε στη βάρβαρη χώρα, τόσο περισσότερο δοξάστηκε. Όταν εισήλθε στο δικαστήριο δεμένος, τότε νίκησε και τον δικαστή. Έτσι γινόταν και στην Παλαιά Διαθήκη· στις δοκιμασίες ανθούσαν και αναδεικνύονταν περισσότερο οι δίκαιοι. Έτσι οι τρεις παίδες, έτσι ο Δανιήλ και ο Μωυσής και ο Ιωσήφ· όλοι από τους πειρασμούς αναδείχτηκαν λαμπρότεροι και αξιώθηκαν μεγάλων βραβείων· διότι τότε καθαίρεται η ψυχή, όταν θλίβεται για τον Θεό· τότε λαμβάνει μεγαλύτερη βοήθεια, επειδή έχει ανάγκη περισσότερης συμμαχίας και είναι άξια περισσότερης χάριτος. Και πριν από την τελική ανταπόδοση που φυλάσσεται γι΄αυτόν από τον Θεό, καρπώνεται μεγάλα αγαθά καθώς γίνεται πεπαιδευμένη· διότι και την υπερηφάνεια αφαιρεί και την ραθυμία εξολοθρεύει τελείως η θλίψη, και εγκαρδιώνει για την υπομονή· ξεσκεπάζει την ευτέλεια των ανθρωπίνων πραγμάτων και εισάγει στην ψυχή πολλή γνώση και παίδευση· διότι στη θλίψη υποχωρούν όλα τα πάθη, φθόνος, ζήλος, επιθυμία, κυριαρχία, έρως χρημάτων και σωμάτων, αλαζονεία, υπερηφάνεια, θυμός, όλο το υπόλοιπο πλήθος αυτών των νοσημάτων. ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

28 Οκτωβρίου 2021

Η διεθνής κοινή γνώμη για την εθνική μας επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940.


Η σημερινή ημέρα, αγαπητοί μου αδελφοί, της 28ης Οκτωβρίου, είναι για μας τους Έλληνες ημέρα εθνικής χαράς και ευγνωμοσύνης προς την Υπεραγία Θεοτόκο. Ημέρα χαράς, διότι με την βοήθεια και σκέπη της Υπερμάχου Στραγητού, της κυρίας Θεοτόκου, η μικρή Ελλάδα νίκησε το τότε πανίσχυρο κράτος της φασιστικής Ιταλίας. Για τον λόγο αυτό η Εκκλησία της Ελλάδος μετέθεσε την εορτή της Αγίας Σκέπης από την 1η Οκτωβρίου που ήταν πριν, στην 28η Οκτωβρίου. Οι Έλληνες φαντάροι μας, καθώς πολεμούσαν στο μέτωπο, πάνω στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου, έβλεπαν την Παναγία μας, (όπως οι ίδιοι μαρτυρούν και ομολογούν), να τους σκεπάζει, να τους εμψυχώνει και να τους προστατεύει από τον εχθρό. Δεν χωράει αμφιβολία, ότι η ένδοξη νίκη των Ελλήνων το 40 αποτελεί ένα θαύμα της Παναγίας. Στα κρίσιμα εκείνα χρόνια του πολέμου οι Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, εμπιστεύθηκαν τον αγώνα τους στα χέρια της. Δεν είχαν στη διάθεσή τους τα σύγχρονα πολεμικά όπλα, που διέθεταν οι Ιταλοί. Είχαν όμως ως ισχυρό εφόδιο μέσα στην καρδιά τους τη θερμή πίστη προς τον Χριστό και την Παναγία. Καθημερινά γέμιζαν οι ναοί της Ελλάδος και έψαλλαν οι πιστοί την Παράκληση της Παναγίας και ζητούσαν να υπερασπιστεί το δίκαιό τους. Χάρη στη Σκέπη της Παναγίας μας οι στρατιώτες έπαιρναν θάρρος, περιφρονούσαν τη λογική των αριθμών και αντιστέκονταν στις σιδερόφρακτες στρατιές του άξονα με τέτοιο ηρωισμό, που όλοι οι λαοί τους θαύμαζαν. Οι ίδιοι οι φαντάροι που πολέμησαν στο μέτωπο μαρτυρούν και ομολογούν τις θαυμαστές επεμβάσεις της Παναγίας. Από κάποιον διάλογο ενός συντάκτου του περιοδικού «ΖΩΗ» της εποχής εκείνης, που δημοσιεύτηκε την 1η Φεβρουαρίου 1941, με τραυματίες πολέμου στο θάλαμο ενός Νοσοκομείου, μαθαίνουμε τα εξής: Ένας τραυματίας φαντάρος δήλωσε: «Εκεί πάνω, κύριε, έχουμε γίνει άλλοι άνθρωποι. Να το ξέρετε. Να το λέτε παντού. Είμαστε τα παιδιά της Παναγίας. Η Μεγαλόχαρη είναι μάνα και προστάτιδά μας». Ένας άλλος νεαρός τραυματίας είπε: «Εγώ δεν ήμουν θρήσκος. Δεν πίστευα σε θαύματα. Η γριά μάνα μου θυμιάτιζε τα βραδάκια το εικόνισμα της Παναγίας κι εγώ μέσα μου την κορόϊδευα. Αλλά τώρα, αν μου τα πει άλλος αυτά, θα τον θεωρήσω εχθρό μου. Σας μιλάω ίσια. Αυτά που είδα εκεί πάνω στην Αλβανία, δεν είναι ένα θαύμα, είναι χίλια θαύματα. Κάθε ύψωμα που παίρνουμε, είναι ένα θαύμα. Κάθε μάχη, κάθε εξόρμηση δική μας, ένα θαύμα. Κάθε μέρα πολέμου που περνά, ένα μεγάλο θαύμα. Ο Θεός είναι μαζί μας…». Οι ελληνίδες μητέρες της εποχής εκείνης, αληθινές μπουμπουλίνες, με ηρωϊκό φρόνημα και καύχηση μιλούσαν για τους συζύγους και τα παιδιά τους, που πήγαν στο μέτωπο να πολεμήσουν. Έλεγε μια από αυτές: «Έχασα τον σύζυγό μου. Ευλογητός ο Θεός. Ο μεγαλύτερος γιος μου σκοτώθηκε με το όπλο στο χέρι. Ευλογητός ο Θεός! Ο δεύτερος γιος μου, δεκατετραετής την ηλικία, μάχεται μαζί με τους Έλληνες και πιθανώς να βρει ένδοξο θάνατο. Ευλογητός ο Θεός! Υπό την σκιά του Σταυρού θα χυθεί επίσης το αίμα μου. Ευλογητός ο Θεός! Αλλά θα νικήσουμε, ή θα παύσουμε να ζούμε. Θα έχουμε όμως την παρηγοριά, ότι δεν αφήσαμε πίσω μας δούλους Έλληνες. Στην τότε εφημερίδα «Πρωΐα», δημοσιεύτηκε μια επιστολή, μάνας χήρας από τα Μέγαρα, που μόλις είχε λάβει τον πολεμικό σταυρό ανδρείας του σκοτωμένου γιού της. Έγραφε η νέα Μπουμπουλίνα: «Ο Δημητρός μου, ο μοναχογιός μου, προστάτης των τριών κοριτσιών μου, έπεσε υπέρ Πίστεως και Πατρίδος. Χαλάλι της πατρίδος ο Δημητρός μου. Ας ήταν να πέθαινα κι εγώ πολεμώντας μαζί του. Ζήτω η Ελλάς». Μεγάλοι ηγέτες της εποχής εκείνης επεσήμαναν, αναγνώρισαν και διεκήρυξαν τον σπάνιο ηρωϊσμό των στρατιωτών μας στην εποποιία του 40: Ο αιμοσταγής δικτάτορας Αδόλφος Χίτλερ εδήλωσε: «Χάριν της ιστορικής αλήθειας πρέπει να επιβεβαιώσω, ότι μόνον οι Έλληνες, απ’ όλους τους αντιπάλους, που μας αντιμετώπισαν πολέμησαν με το μεγαλύτερο θάρρος και περισσότερο αψήφησαν τον θάνατο». Ο τότε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Ουΐστον Τσώρτσιλ ομολόγησε: «Η λέξη ηρωϊσμός φοβάμαι ότι δεν αποδίδει στο ελάχιστο τις πράξεις αυτοθυσίας των Ελλήνων, οι οποίες ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για την νικηφόρα έκβαση της κοινής προσπάθειας των εθνών κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου για την ανθρώπινη ελευθερία και την αξιοπρέπεια. Εάν δεν ήταν η ανδρεία των Ελλήνων και το θάρρος τους, η έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα ήταν ακαθόριστη. Μέχρι τώρα συνηθίζαμε να λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες. Τώρα θα λέμε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες». Ο τότε σοβιετικός ηγέτης Ιωσήφ Στάλιν πρόσθεσε: «Όταν νικήσουμε θα μπούμε στην Βουλγαρία ως τιμωροί, στην Γιουγκοσλαβία ως ελευθερωτές και στην Ελλάδα ως προσκυνητές…». Ο τότε Ρώσος στρατηγός Ζούκοφ ομολόγησε: «Εάν οι Ρώσοι κατόρθωσαν να προβάλλουν αντίσταση στην είσοδο της Μόσχας, για να σταματήσουν και να αποτρέψουν τον γερμανικό χείμαρρο, το οφείλουν στους Έλληνες, οι οποίοι καθυστέρησαν τις γερμανικές μεραρχίες την ώρα που θα μπορούσαν να μας κάνουν να γονατίσουμε». Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός της Μόσχας μετέδιδε: «Πολεμήσατε άοπλοι εναντίον πανόπλων και νικήσατε. Μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Δεν ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς, διότι είστε Έλληνες. Κερδίσαμε χρόνο για να αμυνθούμε. Ως Ρώσοι και ως άνθρωποι σας ευγνωμονούμε». Ο Γάλλος στρατηγός και πολιτικός Σαρλ Ντε Γκώλ διεκήρυξε: «Είμαι ανίκανος να δώσω το κατάλληλο εύρος της ευγνωμοσύνης που αισθάνομαι για την ηρωϊκή αντίσταση του λαού και των ηγετών της Ελλάδος». Το αμερικανικό Κογκρέσο στις 3 Απριλίου του 1941 διεκήρυσσε: «Η γενναία θυσία του λαού, αυτού του μικρού σχετικά κράτους, για το δικαίωμα να ζούμε χωρίς επεμβάσεις από δικτατορικά καθεστώτα, προκαλεί τον σεβασμό και τον θαυμασμό όλων των εθνών, που αγαπούν την ελευθερία». Αλλά και σήμερα, αδελφοί μου, πρέπει να προστρέξουμε στη Σκέπη της Παναγίας μας, με προσευχές και δάκρυα, για να σωθεί η αγαπημένη μας πατρίδα. Οι σημερινοί επίδοξοι κατακτητές μας, οι σκοτεινές δυνάμεις της Νέας Τάξεως Πραγμάτων, που προωθούν τα διεθνή Σιωνιστικά κέντρα της Νέας Εποχής, που κρατούν στα χέρια τους το διεθνές κεφάλαιο, δεν ήλθαν με όπλα, με άρματα και με αεροπλάνα, για να μας υποδουλώσουν και να πάρουν τη γη μας. Σήμερα οι εισβολείς χρησιμοποιούν άλλα μέσα, για να κατακτήσουν τα εδάφη μας. Χρησιμοποιούν τον οικονομικό αποκλεισμό, δημιουργούν υπέρογκα χρέη, προσπαθούν να διαλύσουν την παιδεία μας, να ξηλώσουν το ιερό θεσμό της οικογενείας, να γκρεμίσουν τα ιερά και τα όσια, τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις μας. Παράλληλα έχουν εξαπολύσει, φανερά πλέον και απροκάλυπτα, έναν ανελέητο διωγμό εναντίον της Εκκλησίας. Προσπαθούν με κάθε τρόπο, να αντιστρατευτούν στο έργο της, να προβάλλουν ποικίλα εμπόδια, να περιθωριοποιήσουν τον πνευματικό και κοινωνικό της ρόλο. Με μία σωρεία αντιχριστιανικών και αντεθνικών νόμων, επιδιώκουν να αποχριστιανοποιήσουν το λαό μας και να αλλοιώσουν την εθνική μας ιστορία, προβάλλοντας στα κανάλια νέο τρόπο ζωής χωρίς Χριστό και Ελλάδα. Ωστόσο για το κατάντημα αυτό, στο οποίο φθάσαμε, έχουμε και εμείς μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Οι ρίζες του κακού βρίσκονται στην απομάκρυνσή μας από τον Θεό και την Εκκλησία. Στο ότι περιφρονήσαμε τις αιώνιες αρχές και αξίες της ελληνορθόδοξης παράδοσής μας, που συγκροτούν και συνέχουν όλο το οικοδόμημα του εθνικού και κοινωνικού μας βίου, ενώ παράλληλα ανυψώσαμε ως υπέρτατες αξίες στη ζωή μας το χρήμα και τις ηδονές. Όμως, παρά την τραγικότητα της καταστάσεως, δεν πρέπει να απελπιστούμε. Καιρός να ανανήψουμε έστω και τώρα, την ενδεκάτη ώρα, χωρίς αναβολή. Ο λόγος του αποστόλου Παύλου «ώρα ημάς ήδη εξ’ ύπνου εγερθήναι» (Ρωμ.13,11) είναι ιδιαίτερα επίκαιρος στην παρούσα περίσταση. Καιρός να μετανοήσουμε. Να ομολογήσουμε με συντριβή την αποστασία μας και να κάνουμε στροφή 180 μοιρών. Καιρός να επιστρέψουμε όπως ο άσωτος υιός της παραβολής στον Κύριο, να επιστρέψουμε στη ζωή της Εκκλησίας, και ως πρόσωπα και ως Έθνος. Με εκτενείς δεήσεις και προσευχές, με αγρυπνίες και λιτανείες. Να παραδεχθούμε τα λάθη μας και να αρχίσουμε την διόρθωση. Να αναλάβουμε ο καθένας τις ευθύνες του. Να επαναξιολογήσουμε και να εγκολπωθούμε τον πνευματικό και εθνικό μας πλούτο, την πνευματική μας κληρονομιά. Να εμπνευσθούμε από την ένδοξη εθνική μας ιστορία, από τα ηρωϊκά κατορθώματα των προγόνων μας. Να κλείσουμε τα αυτιά μας στην στοχευμένη εθνομηδενιστική ιδεολογία της Νέας Εποχής, που προβάλλεται από τα ΜΜΕ. Και τέλος καλούμαστε, να παρακαλέσουμε εκτενώς τον Κύριο, να αναδείξει ικανούς ηγέτες, πολιτικούς και εκκλησιαστικούς με πίστη και αγάπη προς την Εκκλησία, με νουν Χριστού, ανθρώπους της αρετής, αληθινούς πατριώτες. Μόνον τότε μπορούμε να ελπίζουμε σε ανάκαμψη και ανάσταση της Πατρίδος μας. Μόνον έτσι θα μπορέσει και πάλι να μεγαλουργήσει και να γράψει νέες σελίδες δόξης.

27 Οκτωβρίου 2021

Της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου +28 Οκτωβρίου


Η Παναγία είναι η Σκέπη του κόσμου! Στενός ο σύνδεσμος Πατρίδος και θρησκείας Η Σκέπη των χριστιανών!!! Η Παναγία, ἀγαπητοί μου, τῆς ὁποίας τὴν Σκέπη ἑορτάζουμε, εἶνε πρόσωπο ἱ­ερό. Ἀλλ᾿ ὅπως ὁ Υἱός της ἔγινε «σημεῖον ἀντιλεγό­μενον» (Λουκ. 2,34), ἔτσι καὶ ἐκείνη ποὺ τὸν φιλο­ξένησε στοὺς ἁγίους κόλπους της ὡς ἄνθρωπο. Μετὰ τὸν Χριστὸ ἡ Παναγία εἶνε σημεῖον ἀντιλεγόμενον. Ἄλλοι τὴν ὑβρίζουν καπηλικώτατα, τὴ βλα­­σφημοῦν, τὴν περιφρονοῦν, ἄλλοι ὅμως τὴν ἀ­γαποῦν, τὴ σέβονται, τὴν τιμοῦν, τὴν ὑψώ­νουν ὣς τὰ οὐράνια. Οἱ πα­πικοὶ ἔφθασαν ἀκόμη καὶ στὴν αἵρεσι τῆς «Μαριολατρίας», δηλα­δὴ νὰ τὴ λατρεύσουν ὡς θεά, ὅπως ἔκαναν γιὰ ἄλλες γυναῖκες οἱ ἀρ­χαῖοι πρόγονοί μας. Ἡ Ὀρ­θόδοξος Ἐκ­κλησία ἀπέχει καὶ ἀπ’ τοὺς προτεστάντες ποὺ τὴ θεωροῦν ὡς ἁ­πλῆ γυναῖ­­κα, καὶ ἀπ’ τοὺς φράγκους ποὺ τὴν ἔχουν σχε­δὸν θεοποιήσει μὲ τελετὲς καὶ ἀγάλ­ματα. Οἱ ὀρθόδοξοι ἀκολουθοῦμε τὴ μέση καὶ βασιλι­κὴ ὁδό· τὴν τιμοῦμε ὑπεράνω ὅ­λων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀλλ’ ὄχι ὡς Θεόν. Ἀπὸ κα­ταβολῆς μέχρι συντελείας τοῦ κόσμου δὲ θὰ γεν­νηθῇ ἄλλο λογικὸ κτίσμα σὰν αὐτήν. Εἶνε ἡ «ἁ­γία ἁγίων μείζων» (Ἀκάθ. ὕμν. Ψ), ὑπερ­ά­νω τῶν ἁγί­ων ἀνδρῶν παλαιᾶς καὶ καινῆς δια­θήκης, ὑπερ­άνω πατριαρχῶν καὶ προφητῶν, ὑ­περάνω τοῦ τι­μίου Προδρόμου, ὑπεράνω πατέ­ρων καὶ μαρτύρων καὶ ὁσίων, ὑπεράνω ―προ­χω­ροῦμε― καὶ ἀγ­­γέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Ναί, ἀλ­λὰ Θεὸς δὲν εἶνε. Θεὸς ἕνας εἶνε, ὁ Κύρι­ος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χρι­στός. Ὅπως στὸν οὐρανὸ ―λέ­νε οἱ πατέρες― ὑ­­π­άρχει ἕνας ἥλιος, μία σελήνη καὶ πολλὰ ἄστρα, ἔτσι στὸν πνευματικὸ οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας ἥλι­­ος πνευματικὸς ἄδυτος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, σελήνη – πανσέληνος ἡ Παναγία, καὶ ἑκατομμύρια ἄστρα οἱ ἅγιοι. «Οὐρανὸς πολύ­φωτος ἡ ἐκκλησία ἀνεδείχθη…» (κοντ. 13ης Σεπτ.) Τιμοῦμε λοιπὸν τὴν Παναγία μας. Καὶ λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας σχέσεώς της μὲ τὸν Κύριο ἡ­μῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὴν ἔχουμε μεσίτρια. Ἐ­κείνη προσεύχεται διαρκῶς στὸ Χριστὸ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Καὶ ἀφοῦ κατὰ τὴ Γραφὴ «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. 5, 16), πολὺ περισσότερο «ἰσχύει δέησις μη­τρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου» (Μ. Ἀπόδ.). Ἡ Παναγία εἶνε ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεοτόκος, ἀλλὰ καὶ ἡ μητέρα ὅλων τῶν Χριστι­ανῶν, «ἡ γλυκειά μας μάνα». Γι’ αὐτὸ καθένας, ὅποιος κι ἂν εἶνε καὶ σὲ ὅποια περίστασι κι ἂν βρεθῇ, ἐκείνην φωνάζει. Ἡ Παναγία εἶνε ζωντανή. Ζῇ καὶ βασιλεύει, καὶ κάνει θαύματα, εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων. Μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν παρρησία της, ἑλκύει τὸ ἔ­λεος τοῦ Θεοῦ. Τὰ θαύματά της εἶνε πολλά. Ἕνα βιβλίο, ποὺ γνώρισε μεγάλη κυκλοφο­­ρία στὴν τουρκοκρατία, εἶνε ἡ «Ἁ­μαρτωλῶν Σω­τηρία». Ἦ­ταν τρόπον τινὰ τὸ ἀ­ναγνωστικὸ τῶν ὑ­ποδούλων καὶ ἡ μελέτη του γέννησε ἥρωες. Ὑποδεικνύει στοὺς ἁμαρτωλοὺς πῶς νὰ ζήσουν γιὰ νὰ σωθοῦν. Ὑπῆρχε στὰ σπίτια τῶν Χριστια­νῶν. Τὸ διάβαζα κ’ ἐγὼ μικρὸς στὸ πατρικό μου κ᾽ ἔκλαιγα ἀπὸ συγκίνησι. Τὸ βιβλίο αὐτὸ σὲ εἰδικὸ μέρος ἐξ­ι­στορεῖ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ ἡ Παναγία. Ἐγὼ θὰ ὑπενθυμίσω στὴν ἀγάπη σας δύο θαύματα, ἕνα παλαιὸ καὶ ἕνα νεώτερο. * * * Ποιό εἶνε τὸ παλαιό; Συνέβη στὴν Κωνσταν­τινούπολι στὸ τέλος τοῦ 9ου αἰῶνος, ἐπὶ τῆς βα­σιλείας Λέοντος τοῦ Σοφοῦ. Ἀγαρηνοὶ πολιορ­κοῦσαν τὴ Βασιλεύουσα. Ὁ στρατὸς ἄ­γρυ­πνος φρουροῦσε τὰ τείχη. Καὶ ὁ λαὸς ὅ­λος ἔκανε ἀ­γρυπνία μὲ δάκρυα στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν. Εἶ­χαν περάσει πλέον τὰ μεσάνυ­χτα. Καὶ τότε ἔ­γινε τὸ θαῦμα. Εἶνε αὐτὸ τοῦ ὁ­ποίου τὴν ἐπέτειο ἑορτάζουμε σήμερα. Σὲ κάποια γωνιὰ τοῦ ναοῦ προσευχόταν μαζὶ μὲ ὅλους κ’ ἕ­νας ἀσκη­τής, ὁ ὅσι­ος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλός. Αἴ­φνης τί ἔγινε; Μὲ τὴν κε­ραία τῆς πίστεως, ποὺ εἶχε ἐ­κεῖνος, εἶδε ἕ­να ὅραμα θαυμάσιο. Ἀπὸ τὰ οὐ­ράνια μέσα σὲ φῶς κατέβαινε ἡ Παναγία μας συνοδευομένη ἀπὸ ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους. Ἦλθε στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, εἰσ­ῆλ­θε ἀπὸ τὴν κεντρικὴ εἴσ­οδο, στάθηκε μπροστὰ στὴν ὡραία πύλη, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ δεήθηκε ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. Ἔπειτα ἀ­φαίρεσε ἀ­πὸ τὴν ἁγία κεφα­λή της τὸ μαν­τήλι ποὺ φοροῦ­σε ―τότε ὅ­λες οἱ γυναῖκες φοροῦ­σαν μαν­τήλι―, ἅπλωσε αὐ­τὸ τὸ κάλυμμά της, τὸ μαφόριον ὅπως λε­γόταν, καὶ σκέπασε μ’ αὐτὸ τὸ λαό, μικροὺς καὶ μεγάλους, τὸ στρα­τὸ καὶ τοὺς ἄρχοντας, ὅλη τὴν Πόλι, καὶ τέλος ἀπεχώρησε ἐπιστρέφοντας πάλι στοὺς οὐρανούς. Τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἀνδρέ­ας, τὸ ἐπιβε­βαίωσε καὶ ὁ μαθητής του ἅγιος Ἐπιφάνιος ποὺ ἦταν δίπλα του. Ἡ εἴδησις μετεδόθη καὶ ἔδωσε δύναμι στοὺς ὑπερασπιστὰς τῆς πόλεως. Τὴν ἐπέτειο λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ θαύματος ἑ­ορτάζουμε σήμερα. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἁγία Σκέπη, μία ἀπὸ τὶς θεομητορικὲς ἑορτές. Ἴσως ὅμως κάποιος σκεφθῇ· ―Αὐτὰ συν­έ­βαιναν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»… Ἐγὼ λοιπὸν σᾶς λέω, ὅτι τὸ θαῦμα αὐτὸ ἡ Παναγία τὸ ἐπανέλα­βε καὶ στὶς ἡμέρες μας. Πότε; Στὶς 28 Ὀκτωβρί­ου 1940. Ὅσοι ἤμεθα αὐτόπται, αὐτήκοοι καὶ συντελεσταὶ τῶν γεγονότων ἐκείνων, ἔχου­με αἴσθησι τοῦ μεγαλείου. Τί ἔγινε τότε; Ἤχησαν οἱ σειρῆνες, σήμαναν οἱ καμπάνες, σάλπισαν οἱ σάλπιγγες. Τί ἦταν ἐκεῖνο! Μοναδικὸ φαινόμενο. Ἔφευγαν οἱ νέοι πρόθυμοι γιὰ τὸ μέτωπο, σὰ νὰ πήγαιναν σὲ γάμο. Ἔπαλλαν ἀπὸ ἐν­θουσιασμὸ γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια. Πορεύονταν ἐν καιρῷ νυκτός, μὲ τὰ πόδια, χωρὶς αὐ­το­κίνητα. Ἔσπευδαν νὰ δώσουν τὸ παρών. Ἂν τοὺς ἔψαχνες, εἶχαν ὅλοι σταυρουδάκι στὸ λαι­μὸ καὶ στὸ πορτοφόλι τὴν εἰ­κόνα τῆς ὑπεραγί­ας Θεοτόκου, ποὺ χάρισε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χρύ­σανθος μαζὶ μὲ τὴν εὐχή του. Καὶ πήγαιναν ἀ­πὸ κορυ­φὴ σὲ κορυφή. Καὶ πῆραν τὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου καὶ τὰ ἕνωσαν μὲ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Εἶπαν τὸ «ΟΧΙ» ἐκεῖ­νο, τὸ πανελλήνιο, ποὺ ἔ­μεινε στὴν ἱστορία, γιατὶ ἔχει τόση ἀξία ὅση καὶ τὸ«Μολὼν λαβέ» τοῦ Λεωνίδα. Ὅσοι ὑπηρέτησαν τότε ὡς στρατιωτικοὶ ἱερεῖς, θυμοῦν­ται ὅτι, ὅταν κατελήφθη ὁ Μοράβας, μπαίνον­τας στὴν Κορυτσά, οἱ στρατιῶτες μας ὅλοι, ὅ­πως ἦταν ἱδρωμένοι καὶ σκονισμένοι, πῆγαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ γονυπετεῖς αὐ­τοὶ καὶ ὁ λαὸς τῆς πόλεως ἔψαλαν ὅλοι μαζὶ μὲ μιὰ φωνὴ «Τῇ ὑ­περμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Κι ὅταν κα­τελάμβαναν μιὰ ψηλὴ κορυ­φὴ καὶ ὕ­ψωναν τὴν ἑλληνικὴ σημαία, πάλι «Τῇ ὑ­περμά­χῳ Στρα­τηγῷ…» ἔψαλλαν. Καὶ κάτι ἄλ­λο θαυμαστό, ποὺ ἔμαθα· ὑπάρχουν στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀσκηταί, ποὺ ἔγιναν μοναχοὶ ἀκριβῶς δι­ότι ὡς στρα­τιῶται καὶ ἀξιωματικοὶ εἶδαν τὸ θαῦ­μα τῆς Παναγίας, εἶδαν πάνω στὶς ψηλὲς κορυ­φὲς τὴν ἴδια τὴν Παναγία μας. Τὴν εἶδαν, ὅπως τὴν εἶ­δε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ ἀσκητὴς στὸ ναὸ τῶν Βλαχερῶν. Ὤ ἡμέρες δόξης τότε, ποὺ τὸ ἔθνος μας προκάλεσε τὸν παγκόσμιο θαυμασμό!… * * * Ἱερὸ πρόσωπο ἡ Παναγία μας. Καὶ πρέπει νὰ τιμᾶται. Τιμᾶται ὅμως; Ὤ, ἐδῶ μοῦ ἔρχεται νὰ κλάψω. Δὲν ἔχουμε κράτος χριστιανικό. Ἂν εἴχαμε, στὴν Ἑλλάδα δὲν θ’ ἀκουγόταν οὔτε μιὰ βλαστήμια τῆς Παναγίας. Τώρα, ἂν τολμήσῃς καὶ βρίσῃς τὴ γυναῖ­κα τοῦ προέδρου τῆς δημοκρατίας ἢ τὸν ἴδιο ἢ τὸν πρωθυπουργὸ ἢ τὸν ἀρχηγὸ κάποιου κόμματος, πᾷς δυὸ χρόνια φυλακή. Δὲν εἴμεθα ἀναρχικοὶ οὔτε συνιστοῦμε ἀπειθαρχία. Εἴμεθα νομοταγεῖς. Ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ μὴν πῶ, ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ πρόσωπα, ποὺ ἐξελέγησαν διὰ τῆς ψήφου τοῦ λαοῦ, εἶνε μὲν ἄξια τιμῆς, ἀλλὰ μπρο­στὰ στὸ Χριστὸ καὶ μπροστὰ στὴν Παναγία ―ἐὰν πιστεύουμε― εἶνε πελώρια μηδενικά. Ἐν τούτοις βλέπεις τὸ δικαστὴ καί, ὅταν ἀκούσῃ ὅτι κάποιος βλαστήμησε τὴν Παναγία, γελάει ἐπὶ τῆς ἕδρας του. Ἂν ἀκούσῃ, ὅτι κάποιος βλαστήμησε τὴν κυρία προέδρου δημοκρατίας, ἄ τότε πέφτει τιμωρία!…. Νά ἡ ἁμαρτία μας· παύσαμε νὰ λατρεύουμε τὸ Θεὸ καὶ Πατέρα καὶ νὰ τιμοῦμε τὴν Παναγία, καὶ κάναμε Θεὸ τὰ πρόσωπα τῶν ἐπιγείων ἀρχόντων. Βλαστημοῦν δυστυχῶς οἱ Ἕλληνες. Εἴμεθα τὸ πλέον βλάσφημο κράτος. Κ᾽ ἔπειτα ἀποροῦ­με γιατί γίνεται σεισμός. Κ᾽ ἐγὼ ἀπορῶ πῶς δὲν ἔπεσαν ἀκόμη καὶ τ’ ἀστέρια ἀπὸ τὸν οὐ­ρανὸ νὰ μᾶς κατακαύσουν. Ἀλλὰ ἵλεως γενοῦ, Κύριε. Ἂς ἀγωνισθοῦμε νὰ ἐκλείψῃ αὐτὸ τὸ κακό. Δὲν ἁμαρτάνει μόνο αὐτὸς ποὺ βλαστημάει· ἁμαρτάνεις κ᾽ ἐσὺ ποὺ τὸν ἀκοῦς ἀδιάφορος. Ὁ Πλάτων εἶπε ὅτι «τῆς Ἑλλάδος ὑβριζομένης οὐδείς πρέπει νὰ μένῃ ἀπαθής». Κ’ ἐμεῖς λέμε· τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἱερῶν προσώπων ὑβριζομένων, oφείλεις ―ἂν πιστεύῃς― νὰ διαμαρτυρηθῇς, ὅπως τοὐλάχιστον θὰ διεμαρτύρεσο ἐὰν κάποιος ἔλεγε τὴ μητέρα σου πόρνη. Τὸ εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· «Ἂν ὑβρίσῃς τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μου, σὲ συγχωρῶ· ἂν βλαστημήσῃς Χριστὸ καὶ Παναγιά, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ». Τελειώνω, ἀγαπητοί μου, μὲ μία θερμὴ προτροπή. Κανείς μὰ κανείς νὰ μὴν ἀνεχώμεθα νὰ βλαστημάῃ τὰ θεῖα στὸν τόπο μας. Ἂς δημιουρ­γηθοῦν ἀντιβλασφημικὲς ὁμάδες, ὥστε ὁ κάθε βλάσφημος νὰ φιμώνεται. Καὶ τότε πᾶν στόμα καὶ πᾶσα γλῶσσα θὰ ὑμνῇ τὴν Παναγία Παρθένο εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

26 Οκτωβρίου 2021

Η επίδραση της χριστιανικής πίστεως στους αγωνιστές για τη ελευθερία της Πατρίδας


Καθώς εορτάζουμε τα (200) χρόνια από την ηρωϊκή Επανάσταση των Ελλήνων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την ελευθερία μας από τον βαρύτατο τουρκικό ζυγό αλλά και καθώς πλησιάζουμε στον ετήσιο εορτασμό του έπους του ’40, σκεφτήκαμε να αφιερώσουμε το σημερινό μας άρθρο στην τεράστια επίδραση της Ορθόδοξης χριστιανικής μας πίστεως στην καλλιέργεια αλλά και στη διατήρηση του υψηλού ηρωικού φρονήματος των Ελλήνων αγωνιστών. Το φρόνημα αυτό, ως γνωστό, επηρέαζε συνεχώς την ένταση, τον ενθουσιασμό και την έκβαση του υπέρ της ελευθερίας αγώνα, γενικά, αλλά και κάθε μάχης ή σύρραξης με τον εχθρό, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επικρατήσει να λέγεται στο εξής, όχι πως «οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες», αλλά «πως οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες». Η ορθόδοξη χριστιανική Εκκλησία, κατά βάση, εύχεται και ενισχύει, με κάθε πνευματικό της μέσο, την επικράτηση τόσο της εσωτερικής ειρήνης όσο και της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, ζητώντας στις προσευχές της από τον Θεό να προστατεύει τον λαό Του από επιθετικούς πολέμους (επέλευσιν βαρβάρων και επιδρομάς εθνών) αλλά και από εμφύλιους πολέμους. Αναγκάζεται, όμως, να ανέχεται, να στηρίζει και να ευλογεί, «κατ’ οικονομίαν», ως «έλαττον κακό», τους απελευθερωτικούς και αμυντικούς πολέμους, στους οποίους ο λαός της συμμετέχει, αναγκαστικά, καταδυναστευόμενος ή προκαλούμενος, προκειμένου να ανακτήσει ή να υπερασπίσει την ελευθερία της Πατρίδας. Έτσι, ο ιερός κλήρος συμμετέχει πάντοτε στους αμυντικούς πολέμους και βρίσκεται στο πλευρό των αγωνιστών. Μάλιστα, ο Μ. Αθανάσιος αναφέρει για τις απώλειες (φόνους) αντιπάλων κατά τις πολεμικές συρράξεις: «Φονεύειν ουκ έξεστιν, αλλ’ εν πολέμοις αναιρείν τους αντιπάλους και έννομον και επαίνου άξιον. Ώστε το αυτό κατά τι μεν και κατά καιρόν ουκ έξεστι, κατά τι δε και ευκαίρως αφίεται και συγκεχώρηται». Το «έννομον και επαίνου άξιον», βέβαια, δεν εκφράζει τη χριστιανική πίστη, αλλά την Πολιτεία, στις ανάγκες της οποίας, ο λαός του Θεού -που είναι ο ίδιος λαός με τον λαό της Πολιτείας- είναι παρών για να υπερασπίσει τα ιερά και τα όσια του γένους. Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται και ο 13ος Κανόνας του Μ. Βασιλείου, ο οποίος τονίζει πως οι φόνοι που γίνονται στους πολέμους δεν καταλογίζονται ως φόνοι. Ταυτόχρονα, όμως, επειδή η χριστιανική πίστη δεν δικαιώνει ούτε τον πόλεμο αλλά, προπαντός, ούτε τον φόνο, σε όσους φονεύουν στον πόλεμο επιβάλλει τριετή αποχή από την θεία Κοινωνία. Οι αμυντικοί ή απελευθερωτικοί πόλεμοι, ωστόσο, στην ιστορία της Ρωμιοσύνης ήταν πολλοί και πάντοτε είχαν, όχι μόνο πολιτικό αλλά και θρησκευτικό χαρακτήρα, αφού οι εχθροί της πολιτείας ήταν και εχθροί της χριστιανικής πίστεως. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι σχετικοί ύμνοι της Εκκλησίας εύχονται και αιτούνται νίκες των βασιλέων (κυβερνητών, εκπροσώπων του λαού) εναντίον των βαρβάρων εισβολέων και διαφύλαξη του πολιτεύματος, διά του Σταυρού του Χριστού: «Σώσον, Κύριε, τον Λαόν Σου κι ευλόγησον την κληρονομίαν Σου, νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος και το σον φυλάττων, δια του Σταυρού Σου, πολίτευμα». Τα όπλα, επομένως, ευλογούνται από την Εκκλησία για τη συμμετοχή των αμυνομένων υπέρ βωμών και εστιών, υπέρ της Ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της χώρας, από κάθε επίδοξο εχθρό, που επιδιώκει την υποδούλωσή της. Η ορθόδοξη Εκκλησία, ακόμη, ενώ εύχεται για την ειρήνη, ευλογεί, διαχρονικά, τους τίμιους και ένδοξους αμυντικούς και απελευθερωτικούς αγώνες και τις ηρωικές θυσίες των αγωνιστών, «για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδας την Ελευθερία», ευχόμενη, «εν ενί στώματι και μια καρδία», υπέρ της άνωθεν ειρήνης, της βοήθειας του ευσεβούς ημών Έθνους και της ευοδώσεως και ενισχύσεως του φιλοχρίστου ημών Στρατού. Ο ιερός Κλήρος, μαζί με την Παναγία, τον Άγιο Δημήτριο και όλους τους αγίους, οπλισμένος με τον θώρακα της πίστεως, βρισκόταν πάντοτε, αγέρωχος, από την περίοδο της Τουρκοκρατίας έως και τους αγώνες του ’40, σε όλες τις μάχες που διεξάγονταν σε όλη τη χώρα, δίπλα στους ηρωικούς αγωνιστές και ενέπνεαν, ενθάρρυναν, εμψύχωναν, ενίσχυαν και τόνωναν το φρόνημά τους. Αμέτρητα είναι τα θεία σημεία, τα θαύματα, οι οπτασίες και, γενικά, τα εξ’ Ουρανού μηνύματα που έβλεπαν και βίωναν οι αγωνιστές, αγωνιζόμενοι τον αγώνα του δικαίου, της ειρήνης και της ελευθερίας, που κάποιοι εχθροί ήθελαν και σκόπευαν να τους αφαιρέσουν. Χιλιάδες είναι οι διηγήσεις των μαχητών, για τα «μεγάλα κατορθώματα της πίστεως» και τις θαυματουργικές επεμβάσεις του Θεού, που μαρτυρούν ότι στις κρίσιμες στιγμές, άλλαζαν την έκβαση πολλών μαχών και έφερναν την επιτυχία, τη σωτηρία και τη νίκη -ανέλπιστα- στην ελληνική πλευρά. Ο Απ. Παύλος αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «οι άγιοι πάντες, διὰ πίστεως, κατηγωνίσαντο βασιλείας…, έφυγον στόματα μαχαίρας, εγενήθησαν ισχυροὶ εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων. Τοιγαρούν και ημείς, τοσούτον έχοντες περικείμενον ημίν νέφος μαρτύρων, όγκον αποθέμενοι πάντα και την ευπερίστατον αμαρτίαν, δι’ υπομονής τρέχωμεν τον προκείμενον ημίν αγώνα, αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγὸν και τελειωτὴν Ιησούν (Μετάφραση: Οι άγιοι Πάντες με την πίστη κατατρόπωσαν βασίλεια, διέφυγαν τη σφαγή, έγιναν, από αδύνατοι, ισχυροί στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή εχθρικά στρατεύματα… Έχοντας λοιπόν γύρω μας τόσο μεγάλη στρατιά Μαρτύρων, ας τινάξουμε από πάνω μας κάθε φορτίο και την αμαρτία, που εύκολα μας εμπλέκει κι ας τρέχουμε με υπομονή το αγώνισμα του δύσκολου δρόμου που έχουμε μπροστά μας. Ας έχουμε τα μάτια μας προσηλωμένα στον Ιησού, που μας έδωσε την πίστη, την οποία και τελειοποιεί) (Εβρ. ια’ 33-ιβ’ 2). Όλοι γνωρίζουμε ότι πολλούς από τους απελευθερωτικούς πολέμους και τα επαναστατικά κινήματα, για τη λύτρωση των Ελλήνων, από τη δουλεία των Οθωμανών αλλά και πολλές από τις αντιστασιακές επιχειρήσεις κατά των Γερμανών και των Ιταλών κατακτητών του 1940, είχαν την ευλογία και τη στήριξη Επισκόπων, Μονών και Κληρικών. Η Εκκλησία, επίσης, βοηθούσε τους αγωνιστές, διά της τονώσεως και ενισχύσεως της πίστεώς τους, να υπερβούν τον φόβο και την απειλή του θανάτου, που καραδοκούσε σε κάθε πολεμική σύρραξη. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που δεν φορούσαν τον Σταυρό και δεν ξεκινούσαν τις ατέλειωτες μάχες με μια εκ βαθέων προσευχή στον Χριστό, στην Παναγία και στους Αγίους, που τους πρόσφερε θάρρος, προστασία, υπομονή και ψυχική δύναμη. Έχουμε, επίσης, πολλούς στρατιωτικούς αγίους, όπως ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Δημήτριος, οι Άγιοι Θεόδωροι, Στρατηλάτης και ο Τήρων, ο Άγιος Μηνάς και άλλοι, οι οποίοι μας έδειξαν τον δρόμο, αφού οι ίδιοι αγωνίστηκαν και πετύχαιναν, με τη βοήθεια του Θεού, τις νίκες τους κατά των τυράννων και των εχθρών της πίστεως και της πατρίδας. Πολλοί αυτοκράτορες, επίσης, όπως ο Μέγας Κωνσταντίνος, ενθαρρύνθηκαν, στον αγώνα κατά των αντιπάλων, μέσα από θείες οπτασίες. Είναι γνωστό το όραμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου την παραμονή της κρίσιμης μάχης. Μέσα στο καταμεσήμερο είδε στον ουρανό έναν φωτεινό Σταυρό, περικυκλωμένο από αστέρια και με τη φράση: «Εν Τούτω Νίκα», δηλαδή, με αυτόν τον Σταυρό, να νικάς. Ωστόσο, η χριστιανική πίστη δεν θέλει τον Χριστιανό φιλοπόλεμο αλλά φιλειρηνιστή. Ο Απ. Παύλος αναφέρει: «Αν είναι δυνατόν, με όλους τους ανθρώπους να ειρηνεύετε, όσο εξαρτάται από σας» (Ρωμ. ιβ' 18). Όταν, όμως, δέχεται επίθεση η Πατρίδα και κινδυνεύει και η εξωτερική και η εσωτερική ελευθερία, ο Χριστιανός δεν μπορεί να επιλέγει την ομόνοια και την ειρήνη, αλλά τη δικαιοσύνη και την αλήθεια. Φωτεινό παράδειγμα έδωσε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος, ο οποίος, το 1940, που η Ελλάδα δέχτηκε την δόλια επίθεση της Ιταλίας, απέστειλε άμεσα στον ελληνικό λαό το Διάγγελμα της Ιεράς Συνόδου, που εξέφραζε και τόνιζε το χριστιανικό χρέος: «… Όλα τα τέκνα της Πατρίδος, ευπειθή εις τα κελεύσματα Αυτής και του Θεού, θα σπεύσουν, εν μια ψυχή και καρδία, να αγωνισθούν υπέρ βωμών και εστιών και της ελευθερίας και τιμής και θα συνεχίσουν, ούτω, την, απ’ αιώνων πολλών, αδιάκοπον σειράν των τιμίων και ενδόξων αγώνων και θα προτιμήσουν τον ωραίον θάνατον από την άσχημον ζωήν της δουλείας …»

25 Οκτωβρίου 2021

Η εθνική ταυτότητα στην Ελλάδα του 2040


Κωνσταντίνος Χολέβας, Πολιτικός Επιστήμων Άρχισε η συζήτηση για την Ελλάδα του 2040. Όπως ανακοίνωσε η κ. Γιάννα Αγγελοπούλου διεξάγεται ήδη η σχετική επιστημονική μελέτη στο πλαίσιο της Επιτροπής για τον εορτασμό του 1821. Πιστεύω ότι η συζήτηση για τις μελλοντικές εξελίξεις πρέπει να λάβει υπ’ όψιν της την επιβίωση της ελληνικής και ορθόδοξης ταυτότητάς μας επί Τουρκοκρατίας, αλλά και τις απόψεις σοβαρών διεθνολόγων οι οποίοι προβλέπουν την υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης. Με πυξίδα αλάνθαστη τα διδάγματα του 1821 ο Ελληνισμός πρέπει σήμερα να επιδείξει πνεύμα αντίστασης και όχι υποταγής απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα, η οποία εκφράζεται με τον Νέο Οθωμανισμό του Ερντογάν. Με δημοκρατική υπευθυνότητα και με σωστή -ὀχι αποδομητική -διδασκαλία της Ιστορίας μας. Ακούμε από πολλούς την ένσταση ότι τα έθνη και οι εθνικές ταυτότητες θα ισοπεδωθούν από την παγκοσμιοποίηση. Προσωπικά πιστεύω ότι μόνον ο Θεός ορίζει τις νομοτέλειες στη ζωή μας. Τα ανθρώπινα αλλάζουν εύκολα, έρχονται και παρέρχονται. Για την παγκοσμιοποίηση έχουμε την παραδοχή και από σοβαρούς μελετητές των διεθνών εξελίξεων ότι μπορεί να ανατραπεί ή να παραμείνει στάσιμη και να μην ισοπεδώσει τα έθνη και τα εθνικά κράτη. Το 1993 ο διάσημος Αμερικανός πολιτειολόγος Φράνσις Φουκουγιάμα με το βιβλίο του «Το τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος Άνθρωπος» προέβλεπε την επικράτηση της οικονομικής και πολιτιστικής παγκοσμιοποίησης και την διάδοση του αμερικανικού πολιτικού και οικονομικού προτύπου σε όλον τον κόσμο. Τώρα αναθεωρεί τις απόψεις του. Με το βιβλίο του «Ταυτότητα» ζητεί συγγνώμην και δέχεται ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι νομοτέλεια και ότι πέραν από την οικονομία υπάρχουν δυνάμεις που κινούν τα έθνη, όπως είναι η εθνική ταυτότητα, ο πολιτισμός, η θρησκεία, Το μήνυμα του νέου βιβλίου του είναι ότι τα έθνη θα συνεχίσουν να βασίζονται στη γλωσσική και θρησκευτική ταυτότητά τους. Και τονίζει ότι αυτό είναι καλό, αρκεί να σεβόμαστε τη Δημοκρατία και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, δηλαδή να μην συνδέεται η θρησκευτική πίστη με αυταρχισμό και φανατισμό. Είναι χαρακτηριστική η συνηγορία του Φουκουγιάμα, πρώην θεωρητικού της παγκοσμιοποίησης, υπέρ των εθνικών κρατών. Γράφει σχετικά στο βιβλίο του για τη Ταυτότητα: «Η ιδέα ότι τα κράτη είναι παρωχημένα και ότι θα πρέπει να αντικατασταθούν από διεθνείς φορείς πάσχει, διότι κανένας δεν κατάφερε να σκεφθεί μία καλή μέθοδο ώστε αυτοί οι διεθνείς φορείς να υπόκεινται σε δημοκρατική λογοδοσία. Η λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών εξαρτάται από κοινές νόρμες, από κοινές προοπτικές και εν τέλει από κοινή κουλτούρα, και όλα αυτά μπορεί να υπάρχουν στο επίπεδο ενός εθνικού κράτους, αλλά δεν υπάρχουν διεθνώς». Την ίδια πρόβλεψη για την υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης και για την επιβίωση των εθνικών κρατών και των εθνικών ταυτοτήτων κάνει και ο Έλληνας Καθηγητής της Γεωπολιτικής σε γαλλικά πανεπιστήμια Γεώργιος Πρεβελάκης, Γράφει σχετικά στο κείμενό του που δημοσιεύεται ως επίλογος στο βιβλίο “Σύνορα” του Αλέξανδρου Μαλλιά: «Η εθνική κλίμακα θα παραμείνει ως υποδομή του παγκοσμίου συστήματος. Από ορισμένες απόψεις θα ενισχυθεί…… Ταυτοχρόνως η «υπαρκτή» παγκοσμιοποίηση, χωρίς να εξαφανιστεί τελείως, θα υποχρεωθεί να υποχωρήσει. Ένα τόσο ευρύ διασυνδεδεμένο σύστημα δεν είναι βιώσιμο. Αυτό απέδειξαν διαδοχικά η οικονομική κρίση του 2008 και η υγειονομική του 2020». Άρθρο στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ, 23.10.2021

24 Οκτωβρίου 2021

Τεχνητή ψυχική μόλυνση της κοινωνίας


Ιρίνα Μεντβέντεβα, Διευθύντρια του Δημόσιου Ινστιτούτου Δημογραφικής Ασφάλειας της Ρωσίας Μετάφραση: Ευάγγελος Αργυρόπουλος «Ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία τα βαριά ψυχιατρικά συμπτώματα είναι συμπτώματα που ανήκουν στην πραγματική ψυχιατρική και παρουσιάζονται ως πρότυπα μόδας και συμπεριφοράς», λέει η Ιρίνα Μεντβέντεβα, Διευθύντρια του Δημόσιου Ινστιτούτου Δημογραφικής Ασφάλειας. «Οι υποταγές ψυχιατρικά οδηγούν σε παραβίαση της ηθικής, και η ηθική διαστρέβλωση συνεπάγεται απαραιτήτως ψυχική παραμόρφωση. " Σύμφωνα με την πεποίθηση της Μεντβέντεβα, η τεχνητή ψυχική μόλυνση εμφανίζεται, ιδίως στη νεότερη γενιά, ακόμη και τα παιδιά. Μερικές φορές ονομάζεται ′′ σεξουαλική διαφώτιση ", μερικές φορές προσφέρεται κάτι άλλο, ενώ κάθε είδους αθλιότητα που είναι δηλητηριώδης για την ηθική ενός ατόμου και για την ψυχική του υγεία εξυπηρετούνται με πολύ όμορφα ′′ ανθρωπιστικά κόλπα ". «Δώστε προσοχή» λέει η ψυχίατρος, «τώρα προπαγανδίζουν ενεργά βρώμικα μαλλιά zasal, σκισμένες κάλτσες, βρώμικα τζιν, παλτά παρδαλά ή πουκάμισα με μήκος που δεν ταιριάζουν ή κουμπωμένα σε λάθος κουμπιά. Στα ψυχιατρεία, γνωρίζουν ότι στην ιστορία της νόσου υπάρχει ένα τέτοιο γράφημα: η ευπρέπεια του ασθενούς. Εάν ο ασθενής δεν είναι ευπρεπής, αυτό είναι δείκτης μιας πολύ σοβαρής ψυχιατρικής διαταραχής. Όταν ένα άτομο φορά συνεχώς σκισμένες κάλτσες ή σκισμένα καλσόν, δεν λούζει τα μαλλιά του ή κουμπώνει λάθος το πουκάμισό του, είναι ένα ψυχιατρικό σύμπτωμα που δυστυχώς υπάρχει ως ένδειξη νεανικής μόδας σήμερα». ′′ Ή ας πάρουμε τους ήρωες πολλών πρωταγωνιστών στα θρίλερ - πρόκειται για υπερδύναμους ανθρώπους που λύνουν τα προβλήματα τους, τρυπώντας και καταστρέφοντας κάθε τι που ζει και δεν ζει στο διάβα τους. Αυτή η επίδραση στην ψυχιατρική λέγεται υποειδής σχιζοφρένεια, στην οποία η ανήλικη παθολογική σκληρότητα συνδυάζεται με το παθολογικό μούδιασμα της καρδιάς, δηλαδή, παθολογική αναισθησία ", σημείωσε η Μεντβέντεβα. «Μια άλλη πάθηση ενός ανθρώπου είναι ένας υπερβολικός ορθολογισμός, που επιβάλλεται σήμερα ως πραγματισμός. Είναι κι αυτό σημάδι σχιζοφρένειας. Ο ερευνητής συχνά πιστεύει ότι η σχιζοφρένεια είναι παράλογη. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο σχιζοφρενής είναι υπερβολικά λογικός, αλλά αναίσθητος. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για «λιγότερα συναισθήματα, περισσότερος πραγματισμός» - και σήμερα οι ιδεολόγοι προσκαλούν τους νέους στη νέα μόδα, αλλά αυτό είναι ένα πολύ βαρύ σύμπτωμα. Και ποια είναι η καταστροφή της ενδόμυχης ντροπής από άποψη ψυχιατρικής; «Σύμφωνα με την Ιρίνα Μεντβέντεβα, «δεν είναι απλώς μια επιβολή διαφόρων ειδών διαστροφών, όπως η ηδονοβλεψία (όταν η τηλεόραση δείχνει τι συμβαίνει στις κρεβατοκάμαρες των άλλων), αλλά και η εκλαΐκευση των σεξουαλικών αποκλίσεων. Η σεξοπαθολογία είναι μέρος της ψυχοπαθολογίας». "Το πιο σημαντικό όμως πράγμα για την καταστροφή της ενδόμυχης ντροπής είναι ότι, λέγοντας στους νέους για ασφαλές σεξ, ωθούνται να ικανοποιήσουν το σεξουαλικό ενδιαφέρον, μειώνοντας την αξία των σχέσεων οικογένειας-γάμου, που αποτελούν βασικό στοιχείο για την οικοδόμηση μιας φυσιολογικής ψυχικής υγείας. Αν αυτές οι αξίες απουσιάζουν, είναι αναπόφευκτες οι διάφορες παραβάσεις, αλλά και πολύ επώδυνες για την ψυχική υγεία. Αυτό οδηγεί, ειδικότερα, στην ψυχική υποβάθμιση όλης της κοινωνίας. "

23 Οκτωβρίου 2021

Μάταιε κόσμε! Ψεύτικε ντουνιά! Κανένα καλόν δεν έχεις επάνω σου! Τελείως ψεύδος.


Μάταιε κόσμε! Ψεύτικε ντουνιά! Κανένα καλόν δεν έχεις επάνω σου! Τελείως ψεύδος. Τελείως απάτη. Μας απατάς, μας γελάς, παίζεις μαζί μας... Ει τι εκάναμεν και το εστείλαμεν δια την άλλην ζωήν, εκείνο και μόνον παραμένει άθικτον. Κανείς δεν το παίρνει. Κανείς δεν δύναται να το αφαίρεση.

22 Οκτωβρίου 2021

Η παραβολή του πονηρού δούλου. Αποσπάσματα από την Ομιλία Του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως


«Ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, όστις ηθέλησε συνάραι λόγον μετά των δούλων αυτού». Αναλογίσου όσα έχεις πράξει σε όλη σου την ζωή· και όταν ακούσης ότι λογαριάζεται με τους δούλους του, να σκεφθείς ότι εννοεί και βασιλείς, και στρατηγούς, και επάρχους, και πλουσίους και πτωχούς, και δούλους και ελευθέρους: Αναλογίσου όλα τα αμαρτήματα που έχεις κάμει. Και αν μάλιστα εσύ λησμονήσεις όσα επλημέλησες, ο Θεός δε θα τα λησμονήσει ποτέ, αλλά θα τα στήση όλα ενώπιον των οφθαλμών μας, εάν δεν προλάβομε να τα εξαλείψομε τώρα με μετάνοια και εξομολόγηση και με το να μη μνησικακούμε ποτέ προς τους συνανθρώπους μας. Όχι επειδή ο ίδιος αγνοεί (πώς θα αγνοούσε αυτός που γνωρίζει τα πάντα πριν γίνουν;), αλλά για να πείσει εσέ τον δούλο του ότι δικαίως οφείλεις αυτό που οφείλεις. Ή καλλίτερα όχι μόνον για να μάθεις, αλλά και για να καθαριστείς τελείως· «Αρξαμένου δε αυτού συναίρειν, προσηνέχθη αυτω εις οφειλέτης μυρίων ταλάντων» [Η ανωτάτη νομισματική μονάς. Ένα τάλαντο στην Ελλάδα του 4ου π.Χ. αιώνος ισοδυναμούσε με 42,5 κιλά χρυσού]. Αραγε πόσα του είχε εμπιστευθεί, αφού κατέφαγε τόσα πολλά; Μεγάλος ο όγκος του χρέους. «Μη έχοντος δε αυτού αποδούναι». Οταν λέγει ότι δεν ημπορούσε να τα επιστρέψει, δεν εννοεί τίποτε άλλο παρά ότι ήταν στερημένος κατορθωμάτων και δεν είχε κανένα έργον αγαθόν, για να λογαριασθεί στην απαλλαγή των αμαρτημάτων του. Διότι λογαριάζονται, οπωσδήποτε τα κατορθώματα για την απαλλαγή των αμαρτημάτων μας, όπως και η πίστη, και οι θλίψεις μας λογαριάζονται για την εξάλειψη των αμαρτημάτων. Και εάν ο πειρασμός και η νόσος και η ασθένεια και ο αφανισμός του σώματος, τα οποία υπομένουμε ακουσίως, χωρίς να τα δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι, μας λογαριάζονται στην εξάλειψη της αμαρτίας, πολύ περισσότερο τα κατορθώματα, τα οποία πραγματοποιούμε εκουσίως και με την ιδική μας προσπάθεια. Αυτός όμως και στερημένος από κάθε αγαθόν ήταν, και αφόρητο φορτίο αμαρτημάτων είχε… «Πεσών ουν», λέγει, «παρά τους πόδας αυτού, παρεκάλει αυτόν λέγων· μακροθύμησον επ εμοί, και πάντα σοι αποδώσω». Ας ακούσομε όσοι ραθυμούμε στην προσευχή, πόση είναι η δύναμη των παρακλήσεων. Αυτός δεν επέδειξε νηστεία, ούτε ακτημοσύνη, ούτε τίποτε παρόμοιο, αλλά αν και ήταν έρημος και γυμνός από κάθε αρετή, επειδή μόνο παρεκάλεσε τον Κύριο, κατόρθωσε να το παρακινήσει σε ευσπλαχνία. Μην απελπιζόμεθα λοιπόν για τις αμαρτίες μας, ούτε να απογοητευόμεθα, αλλά ας προσερχώμεθα στο Θεό, ας γονατίζομε ενώπιόν του, ας παρακαλούμε, καθώς έκαμε και αυτός, αφού μέχρι το σημείο αυτό έδειξε τη καλή του διάθεση. Και το ότι δεν έχασε το θάρρος του, και το ότι δεν απελπίσθηκε, και το ότι ομολόγησε τις αμαρτίες του, και το ότι ζήτησε κάποια αναβολή και παράταση, όλα αυτά είναι καλά και φανερώνουν συντριβή διανοίας και ψυχή ταπεινωμένη. «Σπλαγχνισθείς ο Κύριος αυτού», λέγει, «απέλυσεν αυτόν, καί τό δάνειον αφήκεν αυτώ». Εκείνος εζήτησε αναβολήν, αυτός έδωσε συγχώρησι δηλαδή έλαβε περισσότερον από αυτό πού εζήτησε. Διότι ούτε να φανταστείς δεν ημπορείς τόσα πολλά, όσα εκείνος είναι έτοιμος να σου δώσει. Ας μη δειλιάζομε λοιπόν, ούτε να διστάζομε στις προσευχές. Επειδή, και αν ακόμη πέσομε σ’ αυτό το ίδιο το βάραθρο της κακίας, έχει τη δυνατότητα γρήγορα να μας ανασύρει από εκεί. Και έχει τόσο μεγάλες δυνατότητες η προσευχή, θα ειπεί κάποιος, ώστε να απαλλάξει από την ποινή και την τιμωρία αυτόν που με έργα και με μύριους τρόπους ήλθε σε σύγκρουση με τον Κύριο; Ναι, άνθρωπε, τόσο μεγάλες δυνατότητες έχει. Διότι δεν κατορθώνει αυτή μόνη της τα πάντα, αλλ’ έχει σύμμαχο και πολύ μεγάλο βοηθό την φιλανθρωπία του δεχομένου την προσευχή Θεού, η οποία και τα κατόρθωσε όλα στην περίπτωσιν αυτήν, και κατέστησε ισχυρά την προσευχή. Αυτό λοιπόν υπονοούσε όταν έλεγε «σπλαγχνισθείς ο Κύριος αυτού απέλυσεν αυτόν, και το δάνειον αφήκεν αυτώ», για να μάθεις ότι μαζί με την προσευχή και πριν από την προσευχή όλα τα έκαμνε η φιλανθρωπία του Κυρίου. «Εξελθών δε εκείνος εύρε ένα των συνδούλων αυτού, ος όφειλε αυτώ εκατόν δηνάρια· και κρατήσας αυτόν έπνιγε λέγων· απόδος μοι, ει τι οφείλεις». Βλέπεις πόσον μεγάλο αγαθόν είναι το να ενθυμείτε κανείς τις αμαρτίες του; Διότι και αυτός, εάν τις είχε διαρκώς στη μνήμη του, δεν θα γινόταν τόσον σκληρός και απάνθρωπος. Αυτό το πράγμα όμως εκείνος δεν το έκαμε, αλλά ξεχνώντας το μέγεθος των οφειλών του λησμόνησε και την ευεργεσία. Και αφού λησμόνησε την ευεργεσία, έγινε κακός με τον σύνδουλό του και με την κακία που έδειξε σ’ εκείνον έχασε όλα όσα κέρδισε από την φιλανθρωπία του Θεού … Βλέποντας όμως οι σύνδουλοί του, λέγει, αγανάκτησαν· και τον καταδικάζουν πριν από τον Κύριο. Όταν ο Κύριός του τα άκουσε αυτά τον κάλεσε και λογαριάζεται πάλι μαζί του. Και τί λέγει «Δούλε πονηρέ, πάσαν οφειλήν εκείνην αφήκα σοι». Ποίος θα ημπορούσε να δείξει μεγαλύτερη καλοσύνη από αυτήν του Κυρίου; Όταν του όφειλε τα μύρια τάλαντα, ούτε καν με λόγο τον ελύπησε, ούτε πονηρόν τον απεκάλεσε, αλλά μόνον διέταξε να πωληθή· και αυτό, για να τον απαλλάξει από τα χρέη. Όταν όμως έγινε κακός στον σύνδουλό του, τότε οργίζεται και θυμώνει· για να μάθεις ότι ευκολότερα συγχωρεί τα αμαρτήματα που έγιναν σ’ αυτόν παρά αυτά που έγιναν στους συνανθρώπους μας. Και δεν το κάνει μόνον εδώ αυτό αλλά και σε άλλη περίπτωση. «Εάν γαρ προσφέρεις το δώρο σου», λέγει, «επί το θυσιαστήριο, κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, ύπαγε, πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου» (Ματθ. ε΄ 23-24). Βλέπεις πως προτιμά παντού τα ιδικά μας από τα ιδικά του και δεν θεωρεί τίποτε ανώτερο από την ειρήνη και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο; και αλλού πάλιν· «ο απολύων την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχευθήναι» (Ματθ. ε΄ 32). Και με τον Παύλο νομοθέτησε έτσι· «ει τις ανήρ γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκει οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν» (Α΄ Κορ. ζ΄ 12). Εάν πορνεύσει, λέγει να την διώξεις, εάν όμως είναι άπιστος, μη την διώξεις· εάν δηλαδή αμαρτήσει σε σένα, χώρισέ την· εάν αμαρτήσει σε μένα, κράτησέ την. Έτσι και εδώ όταν αμάρτησε τόσον πολύ σ’ αυτόν, τον συνεχώρησε· όταν αμάρτησε στον σύνδουλό του με λιγότερα και μικρότερα αμαρτήματα από αυτά που αμάρτησε στον Κύριο του, δεν τον συγχώρησε, αλλά τον τιμώρησε αυστηρά. Και εδώ μεν τον απεκάλεσε πονηρό, ενώ εκεί ούτε καν με λόγια δεν τον λύπησε. Γι’ αυτό και εδώ προστίθεται και τούτο, ότι ωργίσθη και τον παρέδωσε στους βασανιστάς· ενώ όταν του ζητούσε να απολογηθεί για τα μύρια τάλαντα, τίποτε παρόμοιο δεν προσέθεσε, για να μάθεις ότι εκείνη μεν η απόφαση δεν ήταν αποτέλεσμα οργής, αλλά φροντίδας που απέβλεπε στην συγχώρησιν· αυτή λοιπόν, η προς τον σύνδουλό του αμαρτία ήταν που τον εξόργισε τόσον πολύ. Αραγε τί θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερο από την μνησικακία, αφού ανακαλεί και την ήδη αποφασισμένη φιλανθρωπία του Θεού, και αυτά που δεν κατόρθωσαν να του τα προξενήσουν τα αμαρτήματα, αυτά κατορθώνει να του τα προξενήσει η κατά του πλησίον οργή; Μολονότι έχει γραφή ότι «αμεταμέλητα τα χαρίσματα του Θεού» (Ρωμ. ια΄ 29). Πώς λοιπόν εδώ μετά την ανακοίνωση της δωρεάς, μετά την εκδήλωση της φιλανθρωπίας, ανεκλήθη πάλιν η απόφαση; Εξ’ αιτίας της μνησικακίας· ώστε δε θα έσφαλλε κάποιος αν ονόμαζε αυτή πιο φοβερά από κάθε αμαρτίαν· διότι όλες οι άλλες κατέστη δυνατόν να βρουν συγχώρηση, ενώ αυτή όχι μόνον δεν μπόρεσε να επιτύχει συγνώμη, αλλά και τις άλλες, που είχαν αφανισθεί ολοτελώς, τις ανανέωσε πάλι. Ώστε η μνησικακία είναι διπλό κακό, διότι και καμία απολογία δεν έχει ενώπιον του Θεού, και τα υπόλοιπα αμαρτήματα μας, και αν ακόμη συγχωρηθούν, πάλι τα ανακαλεί και τα στρέφει εναντίον μας· πράγμα το οποίον έκαμε και εδώ. Επειδή τίποτε, τίποτε δεν μισεί και αποστρέφεται ο Θεός, όσον άνθρωπο που είναι μνησίκακος και διατηρεί την οργή του. Αυτό μας το έδειξε εδώ ιδιαιτέρως, αλλά και στην προσευχή που μας παρέδωσε παρήγγειλε να λέγομε έτσι: «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Τίποτε λοιπόν ας μη φροντίζομε τόσον, όσον το να καθαρεύομε από την οργή, και το να συμφιλιωνόμεθα προς εκείνους που είναι δυσαρεστημένοι μαζί μας, γνωρίζοντας πως ούτε η κοινωνία των μυστηρίων, ούτε τίποτε άλλο από αυτά, θα ημπορέσει να μας βοηθήσει εκείνη την ημέρα. Όπως πάλιν εάν νικήσομε αυτήν την αμαρτία, έστω και αν έχομε μύρια πλημμελήματα, θα ημπορέσομε να επιτύχομε κάποια συγγνώμη. Για να έχομε λοιπόν και εδώ γαλήνια και ήρεμη ζωή και εκεί να επιτύχομε συγχώρηση και άφεση, ας προσπαθούμε και ας φροντίζομε να συμφιλιωνόμεθα με όσους εχθρούς έχουμε· διότι έτσι και τον Κύριο μας θα συμφιλιώσομε μαζί μας, και τα μέλλοντα αγαθά θα επιτύχομε, των οποίων είθε όλοι να αξιωθούμε «χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων». Αμήν