28 Φεβρουαρίου 2022

Συναντώντας μιὰ μὴ ὀρθόδοξη κοινωνία, Anthony Bloom -

  • ΧΡΩΜΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ▼
    • ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
  • ΧΡΩΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ▼





Ὑπάρχει ἕνα μεγάλο μέρος τῆς κοινωνίας ποὺ ζεῖ, δρᾶ, σκέφτεται, δημιουργεῖ σ’ ἕναν κόσμο ποὺ φαινομενικὰ δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ λέω φαινομενικά, ἐπειδὴ αύτὸ δὲν εἶναι τελείως ἀλήθεια. Οἱ ἀρχὲς πάνω στὶς ὁποῖες θεμελιώθηκαν ἀκόμα καὶ οἱ ἄθεες κοινωνίες, ἔχουν συχνὰ ρίζες Χριστιανικὲς. Ὁ Χριστιανισμὸς ἔφερε στὸν κόσμο μιὰ ἔννοια ποὺ δὲν ὑπῆρχε στὴν ἀρχαιότητα: τὴν ἀπόλυτη, ἐσχατολογικὴ ἀξία τοῦ προσώπου, τὴν ἀξία ποὺ ἔχει κάθε ὕπαρξη. Στὸ παρελθὸν ὑπῆρχαν κύριοι καὶ σκλάβοι, τώρα ὑπάρχουν ὑπάρξεις, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, παιδιά, μοναδικὲς ὑπάρξεις – καὶ ὁ καθένας μας, ἀκόμα κι ἄν δὲν τὸ γνωρίζουμε πάντα, ἔχει μιὰν ἀξία ἀπόλυτη στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, καὶ στὰ μάτια τῆς κοινωνίας. Κι ὅμως, κατὰ κάποιο τρόπο, ἡ ζωή μας δὲν ἔχει τίποτα κοινό μὲ τὸν Χριστιανισμό. Δὲν σᾶς προκαλῶ, δὲν κάνω κριτικὴ στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ νομίζω ὅτι ὑπάρχουν κάποια πράγματα ποὺ θὰ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπ’ὅψιν μας, νὰ σκεφτοῦμε σοβαρά καὶ νὰ δοῦμε ποὺ βρισκόμαστε. Μισθοφόροι καὶ προσκυνητές Ἡ πρώτη γενιὰ Χριστιανῶν, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ μαθητὲς κι ἐκεῖνοι ποὺ προσηλυτίσθηκαν ἀπ’ αὐτοὺς, ἦταν προσκυνητὲς. Δὲν ἦταν μιὰ τακτοποιημένη κοινωνία ἀνθρώπων · οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ἦταν ἄνθρωποι ποὺ μετακινοῦνταν ἀπὸ μέρος σὲ μέρος γιὰ νὰ μεταφέρουν τὴν ἀνείπωτη χαρὰ μιᾶς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ, ἐκεῖνοι ποὺ ἐγκαταστάθηκαν σ’ ἕνα μέρος δὲν ἀποτελοῦσαν μιὰ ἐσωστρεφῆ κοινωνία, μιὰ κοινωνία κλεισμένη στὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ μιὰ κοινωνία ἀνθρώπων ποὺ ἔψαχνε τὸ χαμένο πρόβατο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ χάσαμε. Ὅλες οἱ Ἐκκλησίες, μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο, εἶχαν ἱεραποστολὲς. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἐντυπωσιακὸ εἶναι ὅτι πολὺ συχνὰ οἱ ἱεραπόστολοι, πήγαιναν στὸν κόσμο μὲ μιὰν αἴσθηση ἐπιθετικῆς, προσβλητικῆς, ἀλλαζονικῆς ἀνωτερότητας. Πῆγαν στὸν κόσμο γιὰ νὰ προσφέρουν ὅ,τι εἶχαν, δίχως νὰ συνειδητοποιοῦν ὅτι δὲν εἶχαν τίποτα δικό τους, ὅτι αὐτὸ ποὺ μποροῦσαν μόνο νὰ κάνουν ἦταν ν’ ἀκολουθήσουν τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος βλέποντας τὸ τεράστιο μέγεθος, τὴν ἀπίστευτη δυσκολία τῆς ἀποστολῆς του, στράφηκε στὸν Θεὸ γιὰ νὰ τοῦ δώσει δύναμη καὶ ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: «Ἡ χάρις Μου ἐνδυναμώνεται μέσα ἀπὸ τὴν δική σου ἀδυναμία». Καὶ ἡ μικρὴ ὁμάδα πιστῶν, Χριστιανῶν, ποὺ πῆγε στὸν κόσμο ἀκολουθώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου: «Πηγαίνετε, καὶ διδᾶξτε τὸ Εὐαγγέλιο σὲ ὅλα τὰ ἔθνη»– ἤξερε ὅτι ἦταν ἀδύναμη, ἀνυπεράσπιστη, καὶ ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ βασιστεῖ πουθενὰ ἀλλοῦ παρὰ στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶπε ὅτι θὰ δοξαστεῖ μέσα ἀπὸ τὴν ἀδυναμία του, ἔτσι κάθε τι ποὺ θὰ γινόταν, θὰ ἦταν ἔργο θεϊκό. Αὐτὴ δὲν ἦταν πολὺ συχνὰ ἡ συμπεριφορὰ τῶν Χριστιανῶν ἱεραποστόλων: ἡ ἱεραποστολὴ στὸν Χριστιανισμὸ ἀποτελεῖ κίνηση ἀνθρώπων ποὺ ἀγάπησαν τόσο τὸν πλησίον μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὥστε βγῆκαν στὸν κόσμο ἕτοιμοι νὰ πεθάνουν γιὰ νὰ ζήσουν οἱ ἄλλοι, πῆγαν στὸν κόσμο μὲ τὶς ἀδυναμίες τους, καὶ γνωρίζοντας ὅτι ὅ,τι ἔκαναν ἦταν μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει ἕνα γεγονὸς στὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Στεφὰν τοῦ Πέρμ, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς νέους Ρώσους ἱεραποστόλους. Ἀνακάλυψε στὴν περιοχὴ τοῦ Πέρμ, εἰδωλολάτρες ποὺ μιλοῦσαν μιὰ γλώσσα διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν γλώσσα τῶν Σλάβων καὶ γι’αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ προσεγγίσουν τὸ Εὐαγγέλιο. Ἔμαθε τὴ γλώσσα τους καὶ πῆγε στὴν περιοχὴ τοῦ Πέρμ, ὅπου καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται ἀνάμεσα τους. Οἱ ντόπιοι ἤθελαν νὰ τὸν καταστρέψουν καὶ ἔστειλαν μιὰ ὁμάδα ὁπλισμένων ἀνθρώπων νὰ τὸν σκοτώσουν.Ἐπέστρεψαν καὶ τοὺς ρώτησαν: «Εἶναι νεκρός;». «Ὄχι», εἶπαν, «δὲν μπορέσαμε νὰ τὸν σκοτώσουμε· ὅταν τὸν συναντήσαμε, εἴδαμε σ’ αὐτὸν τόσην ἀγάπη ποὺ γονατίσαμε καὶ τὸν ἐκλιπαρήσαμε νὰ μᾶς εὐλογήσει». Αὐτὸ εἶναι ἱεραποστολή. Ἀντίθετα νὰ σᾶς θυμίσω ἕναν Δυτικὸ ἱεραπόστολο ποὺ στάλθηκε στὴν Ἰνδία κι ἔγραψε στὸν προϊστάμενο του στὴν Ἰσπανία: «Στεῖλτε μας ἱερεῖς, δὲν ἔχει σημασία πόσο ἀνίκανοι εἶναι· ἡ ὁποιαδήποτε βοήθεια θὰ εἶναι ὡφέλιμη γι’αὐτοὺς τοὺς πρωτόγονους». Δὲν εἶχε δεῖ τίποτα ἀπὸ τὸ βάθος, ἀπὸ τὸν πλοῦτο, ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ ποὺ ὑπῆρχε. Θὰ ἦταν κατάλληλος ὁ κάθε ἱερέας! Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ δὲν βρίσκουμε στὸ Εὐαγγέλιο. Αὐτὸ ποὺ ἔφεραν μερικοὶ ἱεραπόστολοι δὲν ἦταν τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ χαρὰ μιᾶς νέας ζωῆς, μιὰ συνάντηση μὲ τὸν ζωντανὸ Θεό. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀξιοσημείωτο, ἀκόμα μοναδικὸ στὸ κήρυγμα τῶν σύγχρονων ἱεραποστόλων, τῶν Ἀποστόλων, εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης λέει: « Μιλᾶμε γι ‘ αὐτὰ ποὺ εἶδαν τὰ μάτια μας, ποὺ ἄγγιξαν τὰ χέρια μας, ποὺ ἄκουσαν τ’ αὐτιά μας». Μιλοῦσαν γιὰ τὴν ἐμπειρία τους. Κάποιος μπορεῖ νὰ πεῖ : «Ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ, μποροῦσαν νὰ μιλήσουν γι’ αὐτὰ ποὺ εἶδαν», ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλήθεια, ἐπειδὴ χιλιάδες ἄνθρωποι συνάντησαν τὸν Χριστὸ στοὺς δρόμους τῆς Ἁγίας Γῆς, ἀλλὰ πολὺ λίγοι Τὸν εἶδαν. Τὰ μάτια τους ἦταν τυφλά. Εἶδαν μόνο μιὰ μορφή, ἄκουσαν παράξενα, προκλητικὰ γι’αὐτοὺς λόγια, ἀλλὰ δὲν ἄγγιξαν τὸν πυρήνα τῆς ψυχῆς τους γιὰ νὰ τοὺς μεταμορφώσουν σὲ νέες ὑπάρξεις. Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε θὰ τοὺς δώσει νὰ φάγουν τὸ σῶμα Του, ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν γύρω Του Τὸν ἄφησαν κι ἔφυγαν καὶ ἀφοῦ στράφηκε στοὺς μαθητὲς Του, τοὺς ρώτησε: «Θέλετε κι ἐσεῖς νὰ φύγετε;» καὶ ὁ Πέτρος Τοῦ εἶπε: «Ποῦ νὰ πᾶμε; Τὰ λόγια Σου εἶναι λόγια ζωῆς αἰωνίου». Καὶ ἄν μελετᾶτε τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ δεῖτε ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένα κείμενο, ὅπου ὁ Κύριος νὰ περιγράφει τὴν αἰώνια ζωή. Ὑποδεικνύει σὲ κάποια σημεῖα, μ’ἕναν λόγο ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς αἰωνιότητας, ἀλλὰ δὲν μᾶς δίνει τὸ εἶδος τῶν εἰκόνων ποὺ συναντᾶμε στὴν μυστικὴ λογοτεχνία. Αὐτὸ ποὺ σημαίνουν τὰ λόγια τοῦ Πέτρου εἶναι ὅτι ὅποτε μιλᾶτε, τὰ λόγια σας πρέπει νὰ βρίσκουν ἀνταπόκριση στὸ κέντρο τῆς ὕπαρξης σας, ὅπως δύο πέτρες ποὺ τρίβονται καὶ παράγουν σπίθα. Ὅταν τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξης μας ἐνεργοποιεῖται, τότε ἡ αἰώνια ζωὴ ποὺ εἶναι ἀδρανὴς μέσα μας, ξεδιπλώνεται, ἐκρήγνυται. Αὐτὸ ἔκαναν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ, ἐπειδὴ ἡ ἐμπειρία τους ἦταν βίωμα ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ συνάντηση τους μὲ τὸν Ζωντανὸ Θεὸ. Δὲν ἐννοῶ ὅτι συνάντησαν τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ, ἐννοῶ ὅτι γνώριζαν τὸν Θεὸ βιωματικὰ μέσω τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ τῶν φωτισμένων Ἀποστόλων. Ὅταν ὁ Παῦλος μιλοῦσε γιὰ τὸν Θεό, ἦταν μεταμορφωμένος ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη, καὶ ὑπάρχει ἕνα ἀρχαῖο χειρόγραφο ποὺ γράφει ὅτι ὅταν ὁ Παῦλος ξεκουραζόταν, ἦταν τόσο ἄσχημος ὅσο ὁ διάβολος, ἀλλὰ ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὸν Θεό, ἔλαμπε ὅπως ἕνας ἄγγελος τοῦ οὐρανοῦ. Μὴν φοβᾶστε Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι μετακινοῦνταν ἀπὸ μέρος σὲ μέρος, δὲν ἄλλαζαν ἁπλὰ τόπο κατοικίας, πήγαιναν ὡς φορεῖς μιᾶς νέας ζωῆς ποὺ μποροῦσαν νὰ μεταλαμπαδεύσουν στοὺς ἄλλους. Τὶ συμβαίνει μ’ ἐμᾶς; Μεταδίδουμε τὰ πάντα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ συναντᾶμε, ποὺ βρίσκοναι γύρω μας; Αύτὸ ποὺ συμβαίνει στὴν Χριστιανικὴ κοινότητα, μὲ τὴν ἀναγνώριση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὸν Μ.Κωνσταντῖνο καὶ τὴν μετέπειτα ἐξάπλωση του, εἶναι ὅτι ἡ Χριστιανικὴ κοινότητα ἀπέκτησε μιὰ σιγουριὰ καὶ ἀσφάλεια. Καὶ αὐτὰ τὰ δύο στοιχεῖα εἶναι ἄσχημα. Ἀσφάλεια σημαίνει ὅτι δὲν συνειδητοποιοῦμε πόσο ἐπικίνδυνα εἶναι τὰ μονοπάτια ποὺ βαδίζουμε, καθὼς μᾶς λέει μιὰ Ἐπιστολή. Δὲν καταλαβαίνουμε ὅτι δὲν ἐπιβιβαζόμαστε ἁπλὰ σ’ ἕνα πλοῖο ποὺ θὰ μᾶς μεταφέρει ἀπὸ τὸν ὡκεανὸ τῆς ζωῆς στὴν αἰωνιότητα. Κάθε βῆμα εἶναι μιὰ πρόκληση, εἶναι ἕνας κίνδυνος, ἕνα ρίσκο. Κάθε στιγμή, τὸ κακὸ εἶναι μπροστὰ μας καὶ ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας. Καὶ πολὺ συχνὰ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε κακό. Ὁ Ἑρμᾶς, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα, λέει σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς του: «Θυμῆσου, ποτὲ νὰ μὴν φοβᾶσαι τὴ δύναμη τοῦ κακοῦ περισσότερο ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ ἔχεις στὴ δύναμη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ». Ἔτσι οἰ Ἀπόστολοι μποροῦσαν νὰ εἶναι φορεῖς αὐτοῦ τοῦ στοιχεῖου, ἐπειδὴ στὴν εἰλωλολατρικὴ κοινωνία ὅπου ζοῦσαν, οἱ ἄνθρωποι ἦταν τρομοκρατημένοι ἀπὸ τὸ κακό, ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, ἀπὸ τὸν Σατανᾶ. Καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἦρθαν καὶ εἶπαν: «Μὴ φοβᾶσθε· ὁ Χριστὸς νίκησε, ὁ διάβολος νικήθηκε. Ἄν εἶστε μαζί Του, θὰ εἶστε ἀνίκητοι». Αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἀκοῦμε συχνὰ σήμερα. Μαρτύριο καὶ Ἀσφάλεια Σήμερα οἱ ἄνθρωποι δένονται μεταξὺ τους καὶ δὲν ἀνοίγονται πρὸς τὰ ἔξω. Φοβοῦνται νὰ ζήσουν τὴ ζωὴ στὴν πληρότητα της, νὰ πᾶνε πρὸς τὸ ἄγνωστο, νὰ ἀντιμετωπίσουν αὐτοὺς ποὺ θὰ τοὺς ἀπορρίψουν ἤ θὰ τοὺς βάλουν σὲ κίνδυνο. Ὁ Ἐπίσκοπος Βασίλειος (ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁμιλητὲς τοῦ συνεδρίου) μίλησε γιὰ τὸ βάπτισμα τοῦ αἵματος. Πόσο μακρυὰ εἴμαστε ἀπὸ αὐτὸ καὶ πόσο συχνὰ κι εὔκολα μιλᾶμε γι’ αὐτό. Ὁ Γάλλος κήρυκας Bossuet, λέει: «Πόσο παρήγορο εἶναι ν’ ἀκοῦμε ὅτι σὲ κάθε Ἐκκλησία, οἱ ἱερεῖς κηρύττουν τὸ Μαρτύριο. Ὅταν ὑπάρχουν Μαρτύρια, δὲν ἔχει κάποιος ἀνάγκη νὰ μιλήσει γι’αὐτὰ, τὰ ὑπομένει. Ἄν γίνεται τόσος λόγος γιὰ τὰ Μαρτύρια, σημαίνει ὅτι νοιώθουμε ἀσφάλεια. Ἀλλοίμονο, νοιώθουμε ὅτι εἴμαστε ἀσφαλεῖς, ἀλλὰ εἴμαστε κατὰ ἕναν τρόπο ἐπαναπαυμένοι. Εἴμαστε προσκολλημένοι σ’ ἕνα μέρος. Φτιάξαμε κοινότητες ποὺ δὲν εἶναι ἐξωστρεφεῖς. Ἔχουμε τὶς λειτουργίες καὶ τόσοι ἄνθρωποι πιστεύουν ὅτι εἶναι τὸ κέντρο τῆς Έκκλησίας. Οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται τὶς Κυριακὲς στὴ Λειτουργία καὶ ὁμολογοῦν : «Ἄν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν ἀφήσουμε τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, γιατὶ ἔξω ὑπάρχει ἕνας κόσμος ἐχθρικὸς καὶ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε: «Πηγαίνετε, σὰν τὰ πρόβατα ἀνάμεσα στοὺς λύκους, πηγαίνετε στὸν κόσμο γιὰ νὰ κάνετε μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη». Αὐτὸ μοιάζει μὲ τὴν Λειτουργία. Ἄν στὴ Θ. Λειτουργία γίναμε κοινωνοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τοῦ Χριστοῦ, τότε ἡ διακονία μας εἶναι νὰ βγοῦμε ἔξω στὸν κόσμο καὶ νὰ μεταφέρουμε τὴ δόξα, τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀγάπη τῆς κοινωνίας αὐτῆς στοὺς ἄλλους. Ἕνας τρόπος σκέψης ἔχει ἀναπτυχθεῖ μέσα μας ποὺ θέλει νὰ εἴμαστε ἀσφαλεῖς ἐντὸς τῶν τοιχῶν τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸ ὅρια μιᾶς Χριστιανικῆς κοινότητας. Εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ βγαίνουμε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, αὐτὸ εἶναι ποὺ θὰ πρέπει νὰ κάνουμε κι ἔχουμε λησμονήσει. Μοναχισμὸς καὶ ἡ προσφορὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἑνός. Ξεκίνησε ἀπὸ πολὺ νωρὶς στὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ γίναμε Χριστιανοὶ ἄλλαξαν πολλὰ πράγματα. Ἄντρες καὶ γυναῖκες ποὺ εἶχαν ἑτοιμαστεῖ νὰ πεθάνουν γιὰ τὸν Χριστὸ ἦταν ἄλλου πνευματικοῦ ἀναστήματος ἀπὸ ἄλλους ἄνθρώπους ποὺ ἑνώθηκαν μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἐπειδὴ ὁ Αὐτοκράτορας εἶχε ἑνωθεῖ μαζί της καὶ ἤθελαν νὰ νοιώθουν ἀσφαλεῖς. Ἀλλὰ ἀσφάλεια ἔναντι τίνος; Τοῦ Θεοῦ; Ὄχι. Πολὺ συχνὰ ἀπέναντι στὴν αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία. Καὶ τότε κάποια πράγματα συνέβησαν : Ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ Μοναχισμοῦ. Ἄνθρωποι μὲ γενναῖο φρόνημα ἄφησαν τὶς πόλεις καὶ τὴν ἄνεση μιᾶς Χριστιανικῆς πολιτείας γιὰ νὰ πᾶνε σὲ ἄγρια, ἀφιλόξενα μέρη καὶ νὰ πολεμήσουν τὸ κακὸ μέσα τους καὶ τὴν ἐξάπλωση του γύρω τους. Ὁ πατὴρ Γ. Φλορόφσκι ἐπιμένει στὸ γεγονὸς ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν δραπέτευσαν ἀπὸ μιὰ κατὰ τ’ἄλλα εἰδωλολατρικὴ κοινωνία· δὲν ἔφυγαν ἐπειδὴ διώκονταν. Δραπέτευσαν ἀπὸ ἕναν Χριστιανισμὸ ποὺ εἶχε χάσει τὸ νόημα του. Ἔφυγαν ἐπειδὴ ἡ Χριστιανικὴ κοινότητα δὲν εἶχε ποιότητα, νόημα · δὲν ἦταν πιὰ τὸ σῶμα τὸ γενναῖο τῶν πρώτων Χριστιανικῶν χρόνων. Ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ μοναχισμοῦ καὶ ἡ πνοὴ του στὴ διάρκεια τῶν αἰώνων. Ἀκόμα καὶ τώρα αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ συμπεριφορὰ ὅποιου ἐπιθυμεῖ ν’ ἀγκαλιάσει τὴ μοναχικὴ ζωή. Ἀρνούμαστε νὰ δεχτοῦμε τὴν ἀναιμική, ἀδύναμη, ἀνεύθυνη στάση τῆς βολεμένης κοινότητας. Θέλουμε νὰ εἴμαστε μόνοι μὲ τὸν Θεό, καὶ μαζὶ Του νὰ πηγαίνουμε παντοῦ ὅπου χρειάζεται ἡ παρουσία Του καὶ ἡ προσφορὰ τῆς ζωῆς μας. Ὅταν μιλᾶμε γιὰ προσφορά, θυσία, δὲν ἐννοῶ νὰ πεθάνει κάποιος, κάποιες φορές, να ζεῖ καταστάσεις τραγικές ἤ ὀδυνηρές, ἴσως εἶναι σημαντικὸ ἀπὸ τὸ νὰ πεθαίνει ἀμέσως. Ἕνας Ρῶσος ἐπίσκοπος, ἥρωας στὴν περίοδο τῶν διώξεων τῶν Σοβιὲτ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἔλεγε συχνὰ ὅτι κάποιες φορὲς τὸ χρέος ἑνὸς πιστοῦ Χριστιανοῦ εἶναι νὰ ἐπιβιώνει. Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Κάιν δολοφόνησε τὸν Ἄβελ, ὅλοι οἱ Κάϊν τοῦ κόσμου προσπάθησαν νὰ δολοφονήσουν τοὺς Ἄβελ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ οἱ τελευταῖοι ἔχουν νὰ φέρουν εἰς πέρας τὸ καθῆκον τους καὶ μάθαμε νὰ ἐπιβιώνουμε γιὰ ὅσο χρειαστεῖ ἕως ὅτου ὁλοκληρωθεῖ αὐτὸ τὸ ἔργο δίχως συμβιβασμό, ἀλλὰ ἐπιτρέποντας στὸν Θεὸ νὰ διαλέξει τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ σκοτωθοῦμε. Καὶ ὁ Ἄβελ σκοτώθηκε. Δία Χριστὸν Σαλοί. Σὲ ἄλλες περιόδους παρουσιάστηκαν οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί. Αὐτοὶ ἐπίσης ἀπέρριψαν τὴν προοπτικὴ μιᾶς ζωῆς μὲ ἀσφάλεια. Ἄν κοιτάξετε στὴν ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ρωσίας, θὰ παρατηρήσετε ὅτι οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί, ἐμφανίστηκαν σὲ μεγάλους ἀριθμοὺς σὲ μιὰ χρονική περίοδο ποὺ ἡ πολιτεία, ἡ αὐτοκρατορία ἄρχισαν νὰ διεκδικοῦν τὸ δικαίωμα νὰ χτίσουν μιὰ κοινωνία ἀσφαλή. Τότε ἐμφανίστηκαν οἱ διὰ Χριστὸν Σαλοὶ ποὺ συνιστοῦσαν προσβολὴ πρὸς κάθε πνεῦμα ἀσφάλειας. Συμπεριφέρθηκαν ὡς παράφρονες, ἐνῶ ὅλοι μας θεωροῦμε τόσο πολύτιμη τὴ διάνοια μας. Θέλουμε νὰ εἴμαστε ἀσφαλεῖς, θέλουμε ἕνα μυαλὸ ὑγιὲς ποὺ ἀποδίδει, ἐπειδὴ ὁ θάνατος καταστρέφει τὰ πάντα. Ἀλλὰ ἀρνήθηκαν νὰ φερθοῦν μ\’ἕναν κοινωνικὰ ἀποδεκτὸ τρόπο, ἐπειδὴ ἡ πολιτεία καὶ ἡ Ἐκκλησία μιλοῦσαν γιὰ μιὰ συγκεκριμένη συμπεριφορά, γιὰ ἕναν συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς κι αὐτὸ δὲν ἦταν πλέον ἀποδεκτό. Ἀργότερα, συναντοῦμε στὴ Ρωσία καὶ σὲ ἄλλες χῶρες προσκυνητές· ἄνθρωποι ποὺ περιπλανιόνταν ἀπὸ ἕναν ἅγιο τόπο σ΄ἕναν ἄλλον ἤ ξόδεψαν πολὺ χρόνο στοὺς ἀπέραντους τόπους τῆς Ρωσίας γιὰ νὰ εἶναι μόνοι δίχως ὅρους, μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐπισκεφτοῦν τόπους ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀνακαλύψουν μιὰ σπίθα θεϊκῆς παρουσίας. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπέρριψαν τὴν ἀσφάλεια μιᾶς βολεμένης ζωῆς, ἐπειδὴ ἡ μοναδικὴ τους ἀσφάλεια καὶ σιγουριὰ ἦταν ὁ Θεός. Καὶ ὁ Θεὸς δὲν μᾶς προσφέρει καθόλου ἀσφάλεια, ὅταν θέλουμε στήριξη καὶ προστασία. Πορεύτηκαν σὲ μιὰ ἀπόλυτη περιπέτεια καὶ κίνδυνο. Κατέχοντες καὶ κατεχόμενοι Ἵσως ρωτήσετε, τὶ μποροῦμε νὰ κάνουμε; Δὲν μποροῦμε νὰ γίνουμε ὅλοι προσκυνητὲς ἤ σαλοὶ γιὰ τὸ καλό τοῦ Χριστοῦ ὅση «τρέλα» κι ἄν ἔχουμε. Τὸ θέμα εἶναι πῶς στεκόμαστε ἀπέναντι σὲ αὐτὰ ποὺ ἔχουμε. Ἔχω κάτι εἶναι ἕνας τρόπος ἐξάρτησης, ἐξάρτησης ἴσως ἀπό κάτι πολὺ μικρό. Κι ἔτσι εἶναι ὁ τρόπος ποὺ ζοῦμε λίγο πολύ. Στὸ Εὐαγγέλιο ὑπάρχει μιὰ περικοπὴ τεράστιας σημασίας, εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ βασιλιᾶ ποὺ καλεῖ τοὺς φίλους του στὸ γαμήλιο δεῖπνο τοῦ γιοῦ του. Ὁ ἕνας ἀρνεῖται γιατὶ πῆρε πέντε ζευγάρια βόδια, ὁ ἄλλος ἐπειδὴ μόλις παντρεύτηκε. Πῶς ἑρμηνεύεται αὐτό; Σημαίνει ὄχι μόνο ὅτι ἀγόρασα γῆ, ἀλλὰ ὅτι εἶναι κτῆμα μου. Εἶμαι σὰν τὸ δέντρο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κινηθεῖ ἀπὸ τὸν τὸπο ποὺ εἶναι ριζωμένο. Ἔχω πέντε ζευγάρια βόδια, δηλαδὴ εἶμαι ἀπασχολημένος, καὶ αὐτὸ εἶναι πιὸ σημαντικὸ ἀπὸ τὴν φιλία, τὴν ἀγάπη, τὴν εὐγένεια, τὴ θυσία. Πρέπει νὰ κάνω τὴν ἐργασία μου. Παντρεύτηκα, ἡ καρδιά μου εἶναι γεμάτη, δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὴ χαρὰ τοῦ ἄλλου. Καὶ ποιοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι; Ὁ Βασιλιὰς στέλνει τοὺς ὑπηρέτες Του νὰ φέρουν τοὺς ζητιάνους, τοὺς χαμένους καὶ καλοῦνται νὰ παραστοῦν ἐνώπιον του. Ἔρχονται μ’ ἕναν φόβο, τρέμοντας: «Ἐμεῖς,… ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε κλέβοντας καὶ ζητιανεύοντας νὰ παρουσιαστοῦμε ἐνώπιον τοῦ Βασιλιὰ μας;» Στὴν πόρτα, συναντήθηκαν μὲ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς εἶπαν: «ἐλᾶτε, θὰ βάλετε ἄλλα ροῦχα, θὰ σᾶς πλύνουμε, θὰ σᾶς χτενίσουμε καὶ τότε θὰ μπορεῖτε νὰ σταθεῖτε ἐνώπιον τοῦ Βασιλια». Μόνο ἕνας ἀρνεῖται, λέγοντας: «Κλήθηκα σὲ δεῖπνο, ὄχι νὰ μὲ πλύνουν, νὰ μὲ φροντίσουν…· Καὶ διώχθηκε. Αὐτὴ εἶναι συχνὰ ἡ συμπεριφορὰ μας. Ἀγοράσαμε ἕνα κομμάτι γῆς, βόδια, δεσμευτήκαμε, δὲν μποροῦμε νὰ δώσουμε τὴ ζωή μας σὲ ὅ,τι εἶναι πέρα ἀπὸ ἐμᾶς. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι. Τὸ ζήτημα εἶναι· εἶστε δεσμευμένοι, προσκολλημένοι ἤ ὄχι; Ὑπάρχει διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ἀγάπη καὶ τὴν προσκόλληση σὲ κάτι. Ἴσως εἶστε δοῦλοι μιᾶς σχέσης, ἀλλὰ ἴσως νὰ εἶστε ἐλεύθεροι μέσα σ’ αύτὴν. Λειτουργία Αὐτὴ ἡ διεργασία προχώρησε σὲ βάθος στὴν Ἐκκλησία, ἐπειδὴ τὰ λειτουργικὰ μας σχήματα διαποτίστηκαν ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς σχέσης μας μὲ τὴν πολιτεία. Ἡ Ὀρθόδοξη Λειτουργία εἶναι βαθιὰ ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὸ τελετουργικὸ τῆς αὐλῆς τοῦ Βυζαντίου. Στὴν πρώτη Ἐκκλησία, ὑπῆρχε μιὰ ποικιλία τύπων. Στὸ Βυζάντιο ἔπρεπε νὰ γίνει ἀντάξια τοῦ Αὐτοκράτορα καὶ τῆς αὐλῆς του. Κι ἔτσι δομήθηκε κατά τέτοιον τρόπο ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ταυτίζεται μὲ τὸ τυπικὸ ποὺ ταίριαζε στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλή. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ ἐξαιρετικὴ Λειτουργία στὴν ὁποία μετέχουμε. Ἀλλὰ εἶναι λάθος νὰ φανταζόμαστε ὅτι αὐτὸς ὁ τύπος εἶναι μοναδικὸς, ἐπειδὴ τοὺς πρώτους αἰῶνες εἴχαμε ἕνα ἀριθμὸ λειτουργιῶν ποὺ ἀνῆκαν στὴν ἴδια ἀδιαίρετη Χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Ὑπῆρχε ἡ Ρωμαϊκὴ Λειτουργία, ἡ Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, ἡ Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου στὸ Μιλᾶνο, ἡ Λειτουργία τῶν Λάϊονς, ἡ Ἀραβικὴ Λειτουργία, τοῦ Ἁγίου Ζερμαίν στὸ Παρίσι κι ἕνας ἀριθμὸς ἄλλων. Ὅλες ἦταν βασικὰ ὅμοιες ἐπειδὴ ἡ κάθε μία εἶχε τὸ ἴδιο κέντρο, ἀλλὰ εἶχαν διαφορετικὴ μορφὴ, ἔκφραση καὶ ἦταν σύμφωνες μὲ τὸ πνεῦμα ἐλευθερίας ποὺ συχνὰ ἔχουμε χάσει, μιὰ ἐλευθερία ποὺ ἀναφέρεται ταυτόχρονα στὸν πολιτισμὸ ἑνὸς τόπου καὶ στὸ κοινωνικὸ του πλαίσιο. Πρέπει νὰ μάθουμε νὰ προσευχόμαστε στὴν Λειτουργία, νὰ παίρνουμε ὅλο τὸν πλοῦτο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει καὶ ὄχι νὰ εἴμαστε δοῦλοι της. Ἡ παράδοση ὡς Ζωντανὴ Μνήμη Δὲν θὰ ἤθελα νὰ πῶ κάτι γιὰ τὴν σημασία τῆς παράδοσης. Ὅποτε κάποιος τολμᾶ νὰ προτείνει τὴν παραμικρὴ ἀλλαγὴ στὶς μεθόδους τῆς Ἐκκλησίας, κατηγορεῖται ὅτι ἀποκόβεται ἀπὸ τὴν παράδοση. Κι ἐδῶ εἶναι σημαντικὸ γιὰ ἐμᾶς νὰ δώσουμε μεγάλη ἀξία στὴν παράδοση, ἀλλὰ ἐπίσης νὰ τὴν κατανοήσουμε σωστὰ καὶ ὄχι νὰ δεσμευόμαστε καὶ νὰ σκλαβωνόμαστε ἀπὸ μιὰ ψεύτικη παράδοση. Ἡ Παράδοση εἶναι κάτι ποὺ μᾶς παραδόθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ. Ἀλλὰ ὅ,τι μᾶς ἔχει δοθεῖ εἶναι ἡ οὐσία καὶ τὸ νόημα καὶ ὄχι τύπος. Ἕνας Ρῶσος ἐπίσκοπος στὰ νεώτερα χρόνια τῆς διασπορᾶς, ἔγραψε ὅτι δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ νὰ ἑορτάζουμε καὶ νὰ λειτουργοῦμε μέσα άπὸ μιὰ γλώσσα τῆς δύσης, ἐπειδὴ οἱ περισσότερες αἱρέσεις γεννήθηκαν στὴ Δύση, ξεχνώντας ὅτι ὑπῆρχαν ἀρκετοὶ αἱρετικοὶ στὸ Βυζάντιο καὶ ἀλλοῦ! Ἄν κατανοεῖτε ἔτσι τὴν παράδοση, γίνεστε δέσμιοι της! Ἡ παράδοση εἶναι ἡ ζωντανὴ μνήμη τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι μας ἔχουμε μνήμη, ἀλλὰ πιὸ συχνὰ ξεχνᾶμε τὸ παρελθὸν μας.Ἡ Ἐκκλησία ὄχι. Ἔχει μιὰ αἰώνια, ἀδιατάρακτη μνήμη. Ἀλλὰ μνήμη δὲν σημαίνει ὅτι τίποτα καινούργιο δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ στὴν ἐμπειρία μας. Αὐτὴ ἡ μνήμη δὲν μᾶς ὑποχρεώνει νὰ πηγαίνουμε πίσω σὲ κάθε μας βῆμα. Εἶναι μιὰ ἐμπειρία ποὺ σταδιακὰ ἐξελίχθηκε σὲ μιὰ νέα ἐμπειρία ποὺ ἔχει τὶς ρίζες της στὸν Θεὸ καὶ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία φαίνεται νὰ εἶναι σὲ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς της, αὐτὸ ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει «νοῦ Χριστοῦ». Ν’ ἀκοῦμε τὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πάντα νέο, σύγχρονο. Δὲν μᾶς λέει νὰ ζοῦμε ὅπως ζούσαμε τὸν δωδέκατο αἰώνα. Σὲ μία συζήτηση μὲ μιὰ ὁμάδα Ρώσων ἐπισκόπων σχετικὰ μὲ τὴν χειροτονία τῶν γυναικῶν, ὁ πρεσβύτερος ἐπίσκοπος διατύπωσε τὸ πιὸ κάτω συμπέρασμα: Δὲν ἔχω ν’ ἀπαντήσω κάτι σ’αὐτὸ, ἀλλὰ δὲν συνέβη στὸ παρελθὸν καὶ γι’αὐτὸ δὲν θὰ πρέπει νὰ συμβεῖ στὸ μέλλον». Ἄν θὰ γίνει ἤ ὄχι, εἶναι ἄλλο θέμα. Ἡ παράδοση εἶναι ἡ ζωντανὴ μνήμη τῆς Ἐκκλησίας στὰ σχεδὸν δύο χιλιάδες χρόνια Χριστιανισμοῦ, ποὺ ζεῖ καὶ παραμένει ζωντανὴ ἀπὸ τὴν ἔμπνευση τοῦ ἉγίουΠνεύματος, καὶ παρέμεινε σταθερὴ καὶ ἀδιατάρακτη χάρη στὸν λόγο καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Παραδοσιοκρατία εἶναι αὐτὸ ποὺ ἕνας Ρωμαιοκαθολικὸς θεολόγος στὴν Ἀμερικὴ περιέγραψε ὡς τὴν νεκρὴ μνήμη ποὺ διατηροῦν οἱ ζωντανοί. (Σημείωση τοῦ ἐκδότη: ἐδῶ ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος πιθανόν ἀναφέρεται σ΄ἕναν λόγο ἀφιερωμένο στὸν Λουθηρανὸ λόγιο, Γιαροσλάβ Πέλικαν). Μνήμη πραγμάτων ποὺ δὲν ὑπάρχουν πλέον στὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ ποὺ παραμένουν ἐντελῶς ἄχρηστα, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα θησαυρισμένα. Αὐτὸ εἶναι αἵρεση. Αὐτὸ ἀρνεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωντανή. Ὁ Ἅγιος Ἑρμᾶς μιλάει στὸν πρῶτο ἐπισκέπτη ποὺ συνάντησε, μιὰ γυναῖκα ἐξαιρετικῆς ὀμορφιᾶς μὲ πρόσωπο παρθένου καὶ λευκὰ μαλλιά. Τῆς λέει: «Ποιὰ εἶσαι;» καὶ τοῦ ἀπαντᾶ: «Ἡ Ἐκκλησία». «Πῶς συμβαίνει νὰ εἶσαι τόσο νέα; Ζεῖς ἐδῶ καὶ τόσα χρόνια». Αὐτὴ ἀπαντάει: «Κουβαλῶ τὴ νεότητα τῆς αἰωνιότητας». «Γιατὶ τότε ἔχεις λευκὰ μαλλιὰ;». Καὶ τοῦ ἀπάντησε: « Ἐπειδὴ ἔχω τὰ μαλλιὰ τῆς σοφίας». Κι αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία· ὄχι μιὰ ἄμορφη, ἀσαφὴς ἔννοια. Ἐσὺ, ἐγώ, ἐμεῖς. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ θὰ πρέπει νὰ διατηροῦμε τὴ νεότητα τοῦ νεογέννητου στὴν αἰωνιότητα καὶ νὰ κατέχουμε τὴ σοφία τῶν αἰώνων ποὺ ἔχουν περάσει καὶ ἀκόμα περισσότερο τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐκτείνεται στὴν αἰωνιότητα. Ἀρχηγία καὶ Διακονία. Λίγα λόγια γιὰ τὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας προῆλθε ἀπὸ τὴν ἀντιγραφὴ τῶν δομῶν τῆς αὐτοκρατορικῆς πολιτείας ποὺ ἦταν αὐστητὰ ἱεραρχημένες. Ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὸν πατέρα Σωφρόνιο, ἡ πολιτεία εἶναι μιὰ πυραμίδα ποὺ στηρίζεται στὴ βάση της, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιὰ πυραμίδα ποὺ βασίζεται στὴν κορυφή. Καὶ αὐτὸ τὸ σημεῖο δὲν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας ἱεράρχης, ἕνα συμβούλιο ἐπισκόπων. Αὐτὸ τὸ σημεῖο εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς, ποὺ μόνος εἶναι ἡ κεφαλὴ, τὸ ἀνώτατο σημεῖο τῆς Ἐκκλησίας, κι ὕστερα οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀσκοῦν τὴν διακονία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κουβαλοῦν στοὺς ὥμους τους τὸ βάρος τῆς πυραμίδας. Ἄν μιλᾶμε γιὰ ἱεραρχία, πρέπει νὰ θυμόμαστε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Βρίσκομαι ἀνάμεσα σας «ὡς ὑπηρέτης» καὶ ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἐπιθυμοῦν νὰ ζοῦν ἐν Χριστῷ, πρέπει νὰ μάθουν νὰ εἶναι ὑπηρέτες καὶ τίποτε ἄλλο. Ἀλλὰ ἱστορικὰ, ἀναπτύχθηκε μιὰ ἱεραρχία ἐξουσίας: μιὰ ἱεραρχία ποὺ μπορεῖ νὰ δίνει ἐντολὲς ὄχι ἐπειδὴ μπορεῖ καὶ πείθει, ἀλλὰ ἐπειδὴ μπορεῖ νὰ ἐπιβάλλεται. Ἄν στὴν Ἐκκλησία ἀποτελοῦμε ἁπλὰ μιὰ ἱεραρχία δύναμης ἐπειδὴ ἔχουμε θέσεις καὶ τίτλους, αὐτὸ εἶναι ἄρνηση τῆς οὐσίας καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Γνωρίζουμε πόσο συχνὰ ἅγιοι «ἀσήμαντοι», ἦταν ὁδηγοὶ σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἱεραρχικὰ ἤ κοινωνικὰ ἀπεῖχαν ἀπ’ αὐτοὺς. Στὴν Ἐκκλησία, ἡ δύναμη πρέπει ν’ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὴν διακονία, καὶ ὅσο συνεχίζουμε νὰ πιστεύουμε στὴ δύναμη τῆς ἱεραρχίας καὶ ὄχι στὸ διακόνημα της, δὲν εἴμαστε Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὀφείλουμε νὰ ἀναθεωρήσουμε ἐντελῶς τὴν θέση τῶν λαϊκῶν, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ ἐπισκοπείου. Πρῶτα ἀπ’ὅλα, οἱ διάκονοι παρουσιάστηκαν λίγο καιρὸ μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ. Δὲν χειροτονήθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστό. Τοποθετήθηκαν ἀπὸ τοὺς μαθητὲς, τοὺς Ἀποστόλους, γιὰ μιὰ συγκεκριμένη λειτουργία. Δὲν ἀνήκουν στὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζουμε. Τότε ἦρθαν οἱ Πρεσβύτεροι ποὺ διαδέχτηκαν τοὺς Ἀποστόλους, ὕστερα ἄνθρωποι ποὺ ὑπερεῖχαν λόγω τῆς χάρης καὶ τῆς θέσης ποὺ εἶχαν. Ἔτσι δὲν εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ ἡ ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας ἀναπτύχθηκε. Ἡ Ἐκκλησία γνώριζε μόνο κάτι· νὰ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ συνέχεια στὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας τῆς Ἐνσάρκωσης καὶ τῆς φωνῆς τοῦ πνεύματος ποὺ μᾶς διδάσκει νὰ κηρύττουμε τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἀναφέρεται στὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «Βασίλειον ἱεράτευμα», ποὺ πρέπει νὰ ἁγιάζει τὸ κάθε τὶ, ποὺ μπορεῖ ν’ἁγιάζει τὰ πάντα, ἁγιάζοντας πρῶτα τὸν ἑαυτὸ της κι ἔπειτα νὰ ὁδηγεῖ στὴν ἁγιότητα τὸ κάθε τι, «μέχρι νὰ γίνουν ὅλα Θεὸς». Ὁ Ἅγιος Βασίλειος μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι « καθένας μπορεῖ νὰ κυβερνήσει, ἀλλὰ μόνο ἕνας βασιλιὰς μπορεῖ νὰ δώσει τὴ ζωή του γιὰ τοὺς ὑπηκόους του», κι ὁ καθένας μας ἀπ΄αὐτὴν τὴν ἄποψη, εἶναι προικισμένος μὲ τὴν δωρεὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς ζητᾶ νὰ θυσιαστοῦμε γιὰ τὸν συνάνθρωπο καὶ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὸ εἶναι τὸ ποίμνιο, ὁλόκλητο τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ σὲ αὐτὸ ὑπάρχουν ἱερατεῖα. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ θυμόμαστε ὅτι ὅλοι εἴμαστε λαϊκοὶ κι οἱ ἐπίσκοποι εἶναι λαὸς μὲ χάρη ἐπισκοπικὴ. Ἱσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, κι ἄν εἴμαστε μέλη του, εἶναι στὸν βαθμὸ ποὺ προσφέρουμε τὴ ζωὴ μας γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἐλευθερία, ὑπακοὴ καὶ πίστη. Λίγες λέξεις γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν πίστη. Συχνὰ δὲν γνωρίζουμε τὶ σημαίνει ἐλευθερία, ἐπειδὴ διδασκόμαστε συχνὰ τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπακοῆς.Τὴν ὑπακοὴ συχνὰ τὴν ἀντιλαμβανόμαστε στὴν Ἐκκλησία ὡς σκλαβιά, ὅτι εἴμαστε ὑποχωρητικοὶ, ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦμε διαταγὲς καὶ νὰ ὑπακούσουμε. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι ἐλευθερία. Ἡ ἀληθινὴ ὑπακοὴ εἶναι πολὺ διαφορετική. Ἡ ὑπακοὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν προσοχὴ, εἶναι μαθητεία στὴν προσοχὴ καὶ ὄχι κάνω ὅ,τι λέει κάποιος. Εἶναι ἕνας τρόπος νὰ μαθαίνουμε ἀπὸ κάποιον ποὺ εἶναι πιὸ ἔμπειρος κάτι ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ἀναπτύξουμε τὴν ἐμπειρία μας καὶ μαθαίνοντας νὰ ἐνδίδουμε στὸ θέλημα μας, τὶς προκαταλήψεις μας, τὴν στενότητα τοῦ μυαλοῦ μας, νὰ ἀναπτυχθοῦμε στὸ βαθμὸ ἐκείνου ποὺ μᾶς διδάσκει· πρέπει σταδιακὰ νὰ μάθουμε πῶς νὰ γίνουμε ἱκανοὶ νὰ ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα μας. Καὶ ὅταν διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν πρέπει νὰ ἀκοῦμε μόνο τὰ λόγια καὶ τὶς ἐντολὲς του, ἀλλὰ τὴ φωνὴ τῆς ἀλήθειας ποὺ μᾶς ἀγγίζει, μᾶς μεταμορφώνει καὶ μᾶς μεταποιεῖ. Τότε ἡ ἐλευθερία παύει νὰ εἶναι τὸ ἀντίθετο τῆς ὑπακοῆς. Ἡ λέξη ἐλευθερία προέρχεται ἀπὸ τὴν Σανσκριτικὴ λέξη «priyia», ποὺ ὡς ρῆμα σημαίνει ν’ ἀγαπᾶς καὶ ν’ ἀγαπιέσαι, καὶ ὡς οὐσιαστικό, σημαίνει τὸ «ἀγαπημένο πρόσωπο». Ἐλευθερία εἶναι μιὰ σχέση ἀμοιβαίας ἀγάπης· νὰ προσφέρω τὸν ἑαυτὸ μου δῶρο στὸν ἄλλο ἄνθρωπο, στὴν ἑτοιμότητα μου ν’ἀκούω καὶ ν’ἀγαπῶ μὲ ὅλη τὴ σκέψη, τὴν καρδιά καὶ τὴν ὕπαρξη μου. Τότε ἄν αὐτὸ εἶναι ἀληθινό, πρέπει νὰ βρεῖ ἐφαρμογὴ στὴ ζωή μας, νὰ γίνει τρόπος ζωῆς, ἐπειδὴ συχνὰ φανταζόμαστε ὅτι εἴμαστε Χριστιανοί ἤ Ὀρθόδοξοι, ἐπειδὴ διδάσκουμε κάποιες ἀλήθειες ποὺ καθορίστηκαν ἀπὸ συμβούλια ἤ ἀπὸ μιὰ «ἀνώτερη ἐξουσία»(σὲ εἰσαγωγικά). Στὴν πραγματικότητα, πρέπει νὰ μάθουμε νὰ δεχόμαστε ὅ,τι μᾶς δόθηκε ἀπὸ τὸ παρελθόν μὲ νέα καρδιὰ καὶ νοῦ, μὲ πίστη ποὺ ἐκφράζεται μὲ κάθε τρόπο. Ἡ πίστη εἶναι ἡ βεβαιότητα γιὰ πράγματα ποὺ δὲν βλέπουμε, ἀλλὰ ἡ πίστη εἶναι ἐπίσης ἀφοσοίωση καὶ τρόπος ζωῆς. Τὸ δικαίωμα μας νὰ λέμε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Κι ἔτσι, ἄν ζοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο ἀφιερώνοντας ὅλη μας τὴν ἐνέργεια καὶ τὸ κουράγιο (καὶ ὅταν δὲν ἔχουμε δύναμη καὶ κουράγιο, στρεφόμαστε πρὸς τὸν Κύριο καὶ λέμε: « Κύριε, δυνάμωσε με· βάλε στὴ θέση τῆς ὀκνηρίας μου τὸ κουράγιο Σου· τὴν ἀκατάβλητη ἐνέργεια σου»), τότε καὶ μόνο τότε, ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ λέμε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι. Καὶ θὰ κλείσω τὴν ὁμιλία μου μὲ τὰ λόγια τοῦ Πάστορα Βίσερ Λόφτ, τὸν πρῶτο γενικὸ γραμματέα τοῦ Παγκόσμιου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ποὺ εἶπε: « Μποροῦμε νὰ εἴμαστε αἱρετικοί, ἀκόμα καὶ ἄν διακηρύττουμε κάθε ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἄν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας μας διαψεύδει. Μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι αἱρετικὸς, ὅταν ἀρνεῖται τὴν ἀλήθεια, ὅταν δὲν ζεῖ σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια». Αύτὸ τὸ κείμενο παρουσιάστηκε ἀρχικὰ σ’ ἕνα συνέδριο τῆς Ὀρθοδόξου Μητροπόλεως τοῦ Σουρόζ ποὺ διεξήχθη στὸ Χέντινγκτον τῆς Ἀγγλίας τὸ 1995, μὲ θέμα «Ἡ Ὀρθόδοξη παρουσία μας στὴν Μεγάλη Βρετανία» καὶ στὴ συνέχεια ἐκδόθηκε ἀπὸ τὴν Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Μητρόπολη τοῦ Σουρὸζ τὸ 1996. Ἀπόδοση στὴν νεοελληνική: www.agiazoni.gr

ΛΕΥΚΑΔΑ
ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
ΣΚΙΑΘΟΣ
ΛΕΥΚΑΔΑ
 

26 Φεβρουαρίου 2022

«Από άγνοια ή από πεποίθηση;» - Του Μητροπολίτου Αργολίδος Νεκταρίου

  • ΧΡΩΜΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ▼
    • ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
  • ΧΡΩΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ▼





Στο βιβλίο “Η κόκκινη πλατεία και ο θείος Αρθούρος”, ο Χρ. Γιανναράς αφηγείται ένα διάλογο με τη ξεναγό και μεταφράστρια του, όταν βρέθηκε στη Μόσχα το 1982 σε συνέδριο του Πατριαρχείου. Μετά τις πρώτες τυπικές ερωτήσεις την ρώτησε. -Καμία ιδιαίτερη σχέση με το Πατριαρχείο; -Απολύτως καμία, είμαι άθεη, απάντησε. -Άθεη από πεποίθηση ή άγνοια; Χαμογελάει δίχως απάντηση. Κάθε φορά που συναντιέμαι μ’ έναν αυτοπροσδιοριζόμενο “άθεο” μου έρχεται στο νου αυτό το περιστατικό. Σε κάποιον που απηύθυνα το ίδιο ερώτημα: “Άθεος από πεποίθηση ή άγνοια;”, μου απάντησε: “Από πεποίθηση”. Όμως δε με έπεισε. Σίγουρα εννοούσε από “άγνοια”. Αφορμή για να γράψω τούτες τις γραμμές στάθηκε ένα περιστατικό. Πριν λίγες μέρες σ’ ένα τηλεπαιχνίδι, οι διαγωνιζόμενοι κλήθηκαν να απαντήσουν πόσα είναι τα Ευαγγέλια. Ο ένας παίχτης είπε δέκα. Η τηλεπαρουσιάστρια τον διόρθωσε. -Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, τα Ευαγγέλια είναι δώδεκα, δεν είναι δέκα! Κάτι παρόμοιο συνέβη αρκετά χρόνια πριν όταν σε κάποια εκπομπή σοφός καθηγητής Πανεπιστημίου, ισχυρίστηκε ότι τα Ευαγγέλια είναι δώδεκα! Νομίζετε ότι είναι η μόνοι; Ρωτήστε δέκα ανθρώπους γύρω σας ακόμη και χριστιανούς. Θα δείτε ότι οι περισσότεροι θα πουν ότι τα Ευαγγέλια είναι δώδεκα! Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν ανοίξει ποτέ την Αγ. Γραφή, έστω και από περιέργεια, για να δουν ότι τα Ευαγγέλια είναι τέσσερα. Αν πάλι ρωτήσει κανείς τους πιστούς που βγαίνουν από την Εκκλησία την Κυριακή, τί είναι ο Χριστός, θα ακούσει όλες τις αιρέσεις από τον πρώτο αιώνα ως τα σήμερα. Μένει κανείς έκπληκτος από την άγνοια και την ημιμάθεια που κυριαρχεί είτε στους πιστούς, είτε στους άθεους. Οι μεν πιστοί πιστεύουν (;) κάτι που δεν γνωρίζουν. Οι δε άθεοι αρνούνται κάτι που κι αυτοί δεν γνωρίζουν. Και όταν συζητούν, οι θέσεις και τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν, είναι πολύ χαμηλού επιπέδου, παιδαριώδη! Ένας σοβαρός άνθρωπος που γνωρίζει κάποια πράγματα, αισθάνεται σε τέτοια περιβάλλοντα εξαιρετικά αμήχανα. Στις αρχές του χρόνου έγινε σάλος με τη γελοιογραφία που κυκλοφόρησε γνωστός καθηγητής της πολιτικής της υγείας για το κρίνο της Παναγίας. Μα είναι ο μόνος; Ρωτήστε μερικούς ανθρώπους, τι πρόσφερε στην Παναγία ο αρχάγγελος Γαβριήλ κατά την στιγμή του Ευαγγελισμού. Σίγουρα θα σας απαντήσουν: Ένα κρίνο! Αν είχαν ανοίξει τη Βίβλο έστω και μία φορά και διάβαζαν την σχετική περικοπή θα διαπίστωναν ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Η εντύπωση αυτή έχει δημιουργηθεί από την αναγεννησιακή ζωγραφική. Ας δούμε και μερικές ακόμη ερωτήσεις και απαντήσεις που δείχνουν το μέγεθος της άγνοιας μας. Αν ρωτήσετε κάποιον, ποιόν καρπό έφαγαν οι πρωτόπλαστοι, χωρίς πολλή σκέψη θα σας απαντήσει: το μήλο! Όμως στην αγία Γραφή δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο, αλλά το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού. Ρωτήστε ακόμη τι σημαίνει η φράση του Χριστού: «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῶ πνεύματι». Δεν θα είναι λίγοι αυτοί που θα υποστηρίξουν πως εδώ ο Χριστός εννοεί τους καθυστερημένους διανοητικά. Η σωστή, βέβαια, ερμηνεία είναι διαφορετική. Ο Χριστός μιλάει για τους ταπεινούς. Ένα πρόσωπο παρεξηγημένο είναι και η αγία Μαρία η Μαγδαληνή. Θεωρείται ότι υπήρξε αμαρτωλή γυναίκα και μάλιστα πολλοί την ταυτίζουν με την πόρνη που μύρωσε τον Χριστό. Αυτή τη γνώμη τη διατύπωσε ένας πάπας της Ρώμης, που την υιοθέτησαν οι δυτικοί και τη διέδωσαν παντού. Το Ευαγγέλιο όμως δεν αναφέρει πουθενά κάτι τέτοιο. Το μόνο που αναφέρει είναι ότι ο Χριστός είχε θεραπεύσει την Αγία Μαρία από δαιμονισμό, κάτι πολύ συνηθισμένο την εποχή εκείνη. Η Αγία Μαρία τιμάται από την Εκκλησία μας ως παρθένος και ισαπόστολος. Όλες, λοιπόν, οι ανοησίες που κυκλοφορούν από ευφάνταστους λογοτέχνες, για την αγία Μαρία Μαγδαληνή, είναι αποκυήματα της νοσηρής φαντασίας τους. Ένα ακόμη ταλαιπωρημένο χωρίο είναι και η φράση του Αποστόλου Παύλου: «ἡ δέ γυνή ἳνα φοβῆται τόν ἂνδρα». Πολλές φεμινίστριες κατηγορούν τον Απόστολο Παύλο ότι, υποθάλπει την ανισότητα. Αν όμως διαβάσουν όλο το κεφάλαιο θα αλλάξουν γνώμη. Θα δουν ότι ο Απόστολος Παύλος ζητάει πολύ περισσότερες θυσίες από τον άνδρα απέναντι στην γυναίκα. Και βέβαια με την φράση αυτή δεν εννοείται ο φόβος και ο τρόμος, αλλά ο σεβασμός. Άλλωστε, όταν υπάρχει αγάπη δεν έχει θέση ο φόβος: «Φόβος οὐκ ἒστιν ἐν τῆ ἀγάπη, ἀλλά ἡ τελεία ἀγάπη ἒξω βάλλει τον φόβον». «Ὁ μή ἐργαζόμενος, μηδέ ἐσθιέτω», λένε πολλοί, νομίζοντας πως μεταφέρουν φράση του Αποστόλου Παύλου. Και τότε τί θα γίνει με τους ασθενείς, τους ηλικιωμένους και γενικά όλους όσοι δεν μπορούν να εργάζονται; Δεν πρέπει και να τρώνε; Ο Απόστολος Παύλος διατυπώνει διαφορετικά: «Εἰ τίς οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδέ ἐσθιέτω». Δηλαδή όποιος δεν θέλει να εργάζεται να μην τρώει κιόλας. Η διαφορά είναι εμφανής. «Πίστευε καί μή ἐρεύνα». Γνωστή και αυτή η φράση που χρησιμοποιείται ευκαίρως – ακαίρως. «Έτσι δεν γράφει το Ευαγγέλιο;», αναρωτιούνται πολλοί. Και όμως αυτή η φράση δεν υπάρχει στην Αγία Γραφή, αλλά μάλλον το αντίθετο: «Ἐρευνᾶτε τάς γραφάς», λέει κάπου ο Χριστός. Δεν γνωρίζουμε την προέλευση της φράσης, ούτε από ποιόν, ούτε γιατί ελέχθη. Το σίγουρο είναι πως δεν πρόκειται για κείμενο αγιογραφικό. Το πλέον κακοποιημένο βιβλίο της Αγ. Γραφής είναι αναμφίβολα η Αποκάλυψη. Ένα βιβλίο συμβολικό και βαθύτατα θεολογικό, έχει γίνει κέντρο αναφοράς για τις διάφορες σέχτες (αμερικανικής κυρίως προέλευσης), ακραίους φονταμενταλιστές, συνωμοσιολόγους, “προφήτες” και πρόσφατα αποτειχισμένους, αντιεμβολιαστές, ομολογητές κ.λπ. Οι παρερμηνείες είναι απίστευτες και μάλιστα από άσχετους ανθρώπους, που δεν γνωρίζουν στοιχειώδη πράγματα για το πώς γράφτηκε η Αποκάλυψη, για την ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, για την αιτία και τον σκοπό πού γράφτηκε η Αποκάλυψη. Δεν επιτρέπει ο χώρος να αναφερθούμε περισσότερο στο βιβλίο αυτό. Υπάρχουν θαυμάσια ερμηνευτικά βοηθήματα, τα οποία μπορεί να συμβουλευτεί ο οποιοσδήποτε θέλει να δει καθαρά και νηφάλια τα πράγματα. Για τους υπόλοιπους ισχύει κι εδώ ο λόγος του ποιητή: «Ψαυέτω μηδαμώς χείρ ἀμυήτων». Γνωρίζω ότι η πίστη δεν είναι εύκολο άθλημα. Γι’ αυτό και σέβομαι απόλυτα τον αγώνα, τις αμφιβολίες, τις αμφισβητήσεις, την καλόπιστη κριτική του άλλου. Αυτό που μ’ ενοχλεί είναι όταν κάποιος αποφαίνεται για πράγματα που δεν γνωρίζει, με παιδαριώδη επιχειρήματα και μπαίνει σε ξένα χωράφια. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τους χριστιανούς που όχι μόνο δεν γνωρίζουν στοιχειώδη πράγματα από την πίστη, αλλά με έπαρση κριτικάρουν κάθε αντίθετη φωνή, ακόμη και ανθρώπους που κάτι παραπάνω γνωρίζουν. Τελικά και η άγνοια αλλά και η ημιμάθεια δεν είναι καλοί σύμβουλοι… «Μέγας κρημνός καί μέγα βάραθρο ἡ τῶν γραφῶν ἂγνοια». (Ι. Χρυσόστομος)

ΛΕΥΚΑΔΑ
ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
ΣΚΙΑΘΟΣ
ΛΕΥΚΑΔΑ
 

25 Φεβρουαρίου 2022

Η ανταμοιβή όσων εκκλησιάζονται με ζήλο (αββά Δωροθέου)

  • ΧΡΩΜΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ▼
    • ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
  • ΧΡΩΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ▼





Και σας λέω κάτι αξιοθαύμαστο που άκουσα για κάποιον μεγάλο και διορατικό Γέροντα, ότι, ενώ στεκόταν στην εκκλησία, μόλις άρχισαν να ψέλνουν οι αδελφοί, έβλεπε έναν λαμπροφορεμένο να βγαίνει από το Ιερό, κρατώντας ένα μικρό στρογγυλό σκεύος με αγίασμα και μια μίλη (μικρή λαβίδα με μορφή σμίλης). Τη μίλη αυτή τη βουτούσε στο σκεύος και πέρναγε από όλους τους αδελφούς και τους σφράγιζε σε σχήμα σταυρού. Τις θέσεις δε όσων έλειπαν, άλλοτε τις σφράγιζε και άλλοτε πέρναγε χωρίς να τις σφραγίσει. Και πάλι, όταν επρόκειτο να σχολάσει η εκκλησία, τον έβλεπε να βγαίνει από το Ιερό και να ξανακάνει το ίδιο. Μια μέρα λοιπόν τον σταματάει ο Γέροντας και πέφτει στα πόδια του, παρακαλώντας τον να του εξηγήσει ποιος ήταν και τι νόημα είχε αυτό που έκανε. Και του λέει εκείνος ο λαμπροφορεμένος: «Εγώ είμαι Άγγελος Κυρίου, και πήρα εντολή να σφραγίζω όσους βρίσκονται στην εκκλησία από την αρχή της ακολουθίας και όσους παραμένουν μέχρι το τέλος της, για την προθυμία και την επιμέλεια και την καλή προαίρεσή τους». Του λέει ο Γέροντας: «Και τότε γιατί σφραγίζεις τις θέσεις μερικών που λείπουν»; Του απαντάει ο άγιος Άγγελος λέγοντας: «Όσοι από τους αδελφούς είναι επιμελείς και με καλή προαίρεση, από κάποια όμως ανάγκη ή αρρώστια απουσιάζουν, με ευλογία των Πατέρων, ή πάλι, υπακούοντας σε κάποια εντολή, είναι κάπου απασχολημένοι και για αυτό το λόγο απουσιάζουν, αυτοί, παρόλο ότι λείπουν, σφραγίζονται, επειδή με τη διάθεσή τους βρίσκονται μαζί μ’ αυτούς που ψέλνουν. Και μόνο όσους μπορούν να παρευρίσκονται και από αμέλεια απουσιάζουν, έχω εντολή να μη σφραγίζω, γιατί αυτοί γίνονται μόνοι τους ανάξιοι». (Αββά Δωροθέου, Ασκητικά ΙΑ΄Διδασκαλία, εκδ. Ετοιμασία σελ. 297-299)

ΛΕΥΚΑΔΑ
ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
ΣΚΙΑΘΟΣ
ΛΕΥΚΑΔΑ
 

24 Φεβρουαρίου 2022

ΠΩΣ ΑΠΟΦΕΥΓΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ!

  • ΧΡΩΜΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ▼
    • ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
  • ΧΡΩΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ▼





Σε νέα χήρα που ήταν πολύ λυπημένη, ο όσιος Γέροντας Πορφύριος έδωσε οδηγίες να εργάζεται εντατικά, για να μπορέσει να αποφύγει την κατάθλιψη που την απειλούσε. Με την εργασιοθεραπεία και την προσευχή, που της συνέστησε ο όσιος, είχε εκπληκτικά αποτελέσματα. Η θλίψη της μεταβλήθηκε σε εσωτερική γαλήνη και χαρά, μέχρι σημείου που να διερωτάται μήπως παραφρόνησε. Ο Γέροντας την καθησύχασε και την διαβεβαίωσε ότι η πνευματική χαρά της προέρχεται από τη χάρη του Χριστού που έλαβε» (Όσιος Πορφύριος καυσοκαλυβίτης, από βιβλίο: Ανθολόγιο Συμβουλών, έκδ. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Μήλεσι Αττικής). Είναι από τα «τέρατα» της εποχής μας, και όχι μόνο. Στέκει βαριά η σκιά της ιδίως στις πιο ευαίσθητες ψυχές και απειλεί όχι μόνο την ψυχική αλλά και τη σωματική διάσταση του ανθρώπου. Στις βαρύτερες περιπτώσεις χρειάζεται η καταφυγή στην ιατρική επιστήμη και η λήψη των αναλόγων φαρμάκων. Κι είναι ένας «τέρας» που ανά πάσα στιγμή μπορεί να κτυπήσει την πόρτα του καθενός! Πολλοί άγιοι αντιμετώπισαν τον πειρασμό αυτόν και πάλεψαν μέχρι την τελευταία τους στιγμή. Κι έγινε ο πειρασμός αυτός τελικώς το σκαλοπάτι για να οδηγηθούν σε μεγαλύτερα ύψη αγιότητας. Να θυμηθούμε μεταξύ άλλων την αγία Ολυμπιάδα, τη βασική συνεργάτιδα του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, ή τον νεώτερο όσιο Παναγή τον Μπασιά. Και μιλάμε όπως καταλαβαίνουμε για την κατάθλιψη. Όχι απλώς τη θλίψη που αποτελεί στοιχείο της καθημερινότητας του κάθε ανθρώπου - τόσο που χωρίς αυτήν ή καλύτερα χωρίς αυτές, γιατί είναι πολλές, δεν μπορεί κανείς να εισέλθει, κατά τον Κύριο, στη Βασιλεία του Θεού – αλλά την πολλαπλασιασμένη θλίψη που λειτουργεί συντριπτικά για την ψυχοσωματική υπόστασή μας. Κι είναι αλήθεια ότι η ιατρική επιστήμη έχει προχωρήσει πολύ στη διάγνωση της ψυχικής αυτής νόσου όπως και στη θεραπευτική αντιμετώπισή της. Ανίχνευση των αιτίων που οδηγούν στο «βάραθρό» της, πρακτικές που αντιστέκονται στη ροπή προς τη «μαύρη αυτή τρύπα» της ψυχής, φάρμακα που στοχεύουν στην απάλυνση της σκιάς της στον εγκέφαλο του ανθρώπου. Και κυρίως: η προτροπή να μη μείνει ο άνθρωπος αργός μέσα στα σύννεφα των λογισμών του. Εργασία που κάνει τον άνθρωπο να κινητοποιήσει όλες τις υγιείς δυνάμεις του και να ισορροπήσει τους λογισμούς του. Με αποτελέσματα πράγματι θετικά και ενθαρρυντικά. Πάρα πολλοί συνάνθρωποί μας μπόρεσαν να απεγκλωβιστούν από το «τέρας» αυτό και να ελέγξουν και πάλι τη ζωή τους. Κι έρχεται και ο άγιος Πορφύριος με την αγιοσύνη του να προτείνει τη θεραπευτική του συμβουλή. Όχι γιατί ήταν ιατρός, μολονότι είχε πολλές ιατρικές γνώσεις, αλλά γιατί ήταν άνθρωπος του Θεού με θαυμαστά χαρίσματα δοσμένα από Εκείνον, που τον έκαναν να «βλέπει» πράγματα που και για τους ίδιους τους ιατρούς ήταν δυσδιάκριτα – το ομολογούσαν πολλοί ιατροί που τον γνώρισαν. Και τι συμβουλεύει λοιπόν; Ενόψει της «επίθεσης» της κατάθλιψης σε νέα χήρα από τον θάνατο του συζύγου της, της προτείνει τα δύο μεγάλα όπλα της πίστεως: την εργασιοθεραπεία και την προσευχή. Και για μεν το πρώτο είπαμε ότι αποτελεί μέθοδο θεραπείας και των ίδιων των ιατρών. Για δε το δεύτερο είναι η προτροπή του ίδιου του Θεού στην πραγματικότητα, γιατί στρέφει τον άνθρωπο στην πηγή της Ζωής και της Χαράς. Άνθρωπος που προσεύχεται αληθινά και καρδιακά βλέπει την παρουσία της χάρης του Θεού στη ζωή του. Γιατί; Διότι μετατίθεται σε σφαίρα πέρα από τα οριζόντια και απλώς αισθητά. Η προσευχή για τη χριστιανική πίστη είναι η πιο ενεργητική και δυναμική κίνηση του ανθρώπου, γιατί τον προσανατολίζει προς την πηγή του, τον Πατέρα του, Αυτόν που ενδιαφέρεται «έως θανάτου» για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Και πώς τον προσανατολίζει; Όχι με ράθυμο και κουρασμένο τρόπο, αλλά με παραλαβή όλης της αποσκευής του ανθρώπου, «εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος». Ο χριστιανός άνθρωπος όταν προσεύχεται, νιώθει την «κρυμμένη» χάρη του Θεού ως μέλος Χριστού, που τον «αναγκάζει» να βγει από το εγώ του και τα προβλήματά του και να κοιτάξει «πρόσωπο προς πρόσωπο» τον Θεό του. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη «εργασιοθεραπεία» από αυτή. Ο ίδιος ο Κύριος χαρακτήρισε τη σχέση με τον Θεό ως την κατεξοχήν και αληθινή εργασία. «Εργάζεσθε, είπε, μη την βρώσιν την απολυμμένην, αλλά την βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον». Και ποια είναι αυτή η εργασία; «Τούτό εστιν το έργον του Θεού, ίνα πιστεύσητε εις ον απέστειλε ο Θεός». Εργασία αληθινή που θεραπεύει πράγματι τον άνθρωπο και τον κάνει να ζει την αιωνιότητα από τη ζωή αυτή, είναι η πίστη στον Χριστό ως τρόπος αγάπης που τρέφει μάλιστα τον άνθρωπο. Η συγκεκριμένη νέα χήρα πίστεψε στα λόγια του αγίου και τα εφάρμοσε. Κι είδε τα θεραπευτικά αποτελέσματα: τόσο γαλήνεψε και χάρηκε, ώστε για μία στιγμή θεώρησε ότι «παραφρόνησε». «Είναι η χάρη του Χριστού» της είπε όμως ο άγιος. Γιατί αυτή είναι πάντοτε η υπόσχεση Εκείνου: «Μόλις τηρήσετε τις εντολές μου, πιστέψετε δηλαδή και αγαπήσετε τον συνάνθρωπό σας, θα πλημμυρίσετε από την παρουσία της χάρης και της χαράς του Θεού μέσα στην καρδιά σας».

ΛΕΥΚΑΔΑ
ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
ΣΚΙΑΘΟΣ
ΛΕΥΚΑΔΑ
 

23 Φεβρουαρίου 2022

Ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, Ἅγιος Τύχων Ἐπίσκοπος Ζαντόνκ

  • ΧΡΩΜΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ▼
    • ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
  • ΧΡΩΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ▼





Δύσκολος εἶναι, τό ἀναγνωρίζω, ὁ ἀγώνας ἐνάντιον αὐτοῦ τοῦ ἐχθροῦ· εἶναι ὅμως ἀπαραίτητος. Πολλοί κάνουν πολέμους καί νικοῦν ἄλλους ἀνθρώπους· εἶναι ὅμως αἰχμάλωτοι καί δοῦλοι στά πάθη τους. Δέν ὑπάρχει πιό ἐνδοξη νίκη ἀπό τή νίκη πάνω στόν ἑαυτό μας. Βραβεῖο χωρίς νίκη δέν ὑπάρχει. Καί νίκη χωρίς ἀγώνα δέν ὑπάρχει. Ἀδελφέ μου, ἄς καταπιαστοῦμε μ’ αὐτόν τόν ἀγώνα, γιά νά κερδίσουμε μέ τή βοήθεια τοῦ Χριστοῦ τή νίκη, νά πάρουμε ἀπ’ Αὐτόν τό στεφάνι τῆς ἀρετῆ”ς καί νά θριαμβεύσουμε αἰώνια στή Βασιλειά Του. Ἄς διατυπώσουμε τώρα μερικές σκέψεις, πού δίνουν βοήθεια καί ἐνίσχυση στόν ἀγώνα: § Ν’ ἀκοῦς καί νά προσπαθεῖς νά κατανοεῖς τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ μᾶς ἀποκαλύπτονται ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἀρετή, ὥστε ν’ ἀποφεύγουμε τήν πρώτη καί νά ἐπιδιώκουμε τή δεύτερη: «Πᾶσα γραφή θεόπνευστος καί ὠφέλιμος πρός διδασκαλίαν, πρός ἐλέγχον, πρός ἐπανόρθωσιν, πρός παιδείαν τήν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πρός πᾶν ἔργον ἀγαθόν ἐξηρτισμένος» (Β΄ Τιμ. 3, 16-17). Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ «μάχαιρα τοῦ Πνεύματος» (Ἐφεσ. 6, 17), μέ τήν ὁποία σφαγιάζεται ὁ ἐχθρός τῆς ψυχῆς. § Ὁ Θεός βρίσκεται παντοῦ. Ὅπου κι’ ἄν βρεθοῦμε, εἶναι δίπλα μας. Ὅ,τι κι’ ἄν κάνουμε, γίνεται μπροστά Του. § Πῶς λοιπόν θ’ ἁμαρτάνουμε καί θά καταπατοῦμε τό ἅγιο θέλημά Του μπροστά στά ματιά Του; § Ντρέπεσαι, ἀλλά καί φοβᾶσαι νά φερθεῖς μέ ἀσέβεια μπροστά στό βασιλιά ἤ καί στόν παραμικρό ἐκπρόσωπο τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Πόσο πιό πολύ πρέπει νά αἰσθάνεσαι τό ἴδιο μπροστά στό Θεό; Μήν ξεχνᾶς ὅτι κάθε ἁμαρτία εἶναι ἀσέβεια καί παρανομία ἐνώπιόν Του. § Νά θυμᾶσαι τά τέλη σου, τό θάνατο, τήν Κρίση τοῦ Χριστοῦ, τόν ἅδη, τή Βασίλεια τῶν Οὐρανῶν. Αὐτό θά σέ ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἁμαρτία. «Ἐν πᾶσι τοῖς λόγοις σου», λέει ὁ Σειράχ, «μιμνήσκου τά ἔσχατά σου καί…οὐχ ἁμαρτήσεις» (Σοφ.Σειρ. 7, 36). § Ν’ ἀπομακρύνεσαι ἀπό συνθῆκες πού ξέρεις ὅτι παρασύρουν στήν ἁμαρτία, ὅπως λ.χ. συμπόσια, διασκεδάσεις, κακές καί ἄπρεπες συζητήσεις. «Φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι (συναναστροφές) κακαί» (Α΄ Κορ. 15, 33). § Νά συγκρατεῖς στή σκέψη καί στή μνήμη σου ὅτι εἶναι δυνατόν νά πεθάνει ὁ ἄνθρωπος τήν ὥρα τῆς ἁμαρτίας, κι’ ἔτσι νά χαθεῖ αἰώνια. Ὁ Φαραώ, ὁ βασιλιάς τῆς Αἰγύπτου, καταδίωκε τούς Ἰσραηλίτες θέλοντας νά τούς ξαναγυρίσει στή σκλαβιά· καί πάνω σ’ αὐτό τό παράνομο ἔργο του πέθανε (Ἔξοδ, 14, 27-28). Καί ὁ Ἀβεσσαλώμ, ὁ γιός τοῦ Δαβίδ, ζητοῦσε νά σκοτώσει τόν ἅγιο πατέρα του, καί πέθανε πάνω σ’ αὐτό του τό ἐγχείρημα (Β΄ Βασ. 18, 14). § Τό ἴδιο συμβαίνει καί τώρα: Βλέπουμε πώς οἱ ἄσωτοι καί οἱ μοιχοί χτυπιοῦνται ἀπό τό θάνατο πολλές φορές πάνω στό αἰσχρό τους ἔργο, οἱ βλάσφημοι στή βλασφημία τους, οἱ κλέφτες καί οἱ ἅρπαγες στήν ἁρπαγή τους καί οἱ ἄλλοι παράνομοι στήν παρανομία τους. § Δηλαδή ἡ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ χτυπάει τούς ἁμαρτωλούς, γιά νά φοβόμαστε καί νά μήν ἁμαρτάνουμε. § Συλλογίσου πώς ὁ Χριστός βασανίστηκε καί πέθανε γιά τίς ἁμαρτίες σου. «Αὐτός δέ ἐτραυματίσθη διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν καί μεμαλάκισται (ταλαιπωρήθηκε) διά τάς ἀνομίας ἡμῶν» (Ἠσ. 53, 5). Κι’ ἐσύ, ὁ χριστιανός, νά κάνεις αὐτό γιά τό ὁποῖο ὁ Κύριος ἤπιε τό πικρό ποτήρι τῶν Παθῶν, κι’ ἔτσι νά ξανασταυρώνεις τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ; (Ἑβρ. 6,6). § Ἄς μήν κοιτάζουμε τί κάνουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἀλλά τί μᾶς προστάζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι δέν θά ἐπηρρεαζόμαστε ἀπό πειρασμούς τοῦ κόσμου. «Εἰρήνη πολλή τοῖς ἀγαπῶσι τόν νόμον σου, καί οὐκ ἐστιν αὐτοῖς σκάνδαλον» (Ψαλμ. 118, 165). Ἀγάπα τό νόμο τοῦ Θεοῦ, καί δέν θά σέ βλάψουν οἱ πειρασμοί τῆς κοινωνίας. § Οἱ προσπάθειές μας καί οἱ ἀγῶνες μας ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας δέν εἶναι ἀποτελεσματικοί χωρίς τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται λοιπόν συνδυασμός ἀγώνα καί προσευχῆς, γιά νά μᾶς βοηθήσει ὁ Κύριος σ’ αὐτή τή σοβαρή ὑπόθεση. Ὁ Θεός τούς ἐπιμελεῖς βοηθάει, τούς ἀγωνιστές ἐνισχύει, τούς νικητές στεφανώνει. Ἀδελφέ μου! Βλέπεις τούς ἐχθρούς τῆς ψυχῆς μας, πού θέλουν νά μᾶς καταστρέψουν ὄχι προσωρινά, ἀλλά αἰώνια. Βλέπεις καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ στόν ἀγῶνα μας ἐναντίον τους. Ἄς πάρουμε λοιπόν θέση – «στῶμεν καλῶς» – καί ἄς ἐξοπλιστοῦμε μέ τή δύναμη τοῦ Παντοδύναμου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ποτέ δέν θά τούς ἐπιτρέψουμε νά μᾶς καταβάλουν. Κι’ ἔτσι θά λάβουμε τό στεφάνι τῆς νίκης ἀπό τόν ἀγωνοθέτη Ἰησοῦ. Κύριε Ἰησοῦ, νικητή τοῦ θανάτου καί τοῦ ἅδη, Βοήθησέ μας· χωρίς Ἐσένα δέν μποροῦμε τίποτα, μ’ Ἐσένα τά πάντα!… Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

ΛΕΥΚΑΔΑ
ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
ΣΚΙΑΘΟΣ
ΛΕΥΚΑΔΑ
 

22 Φεβρουαρίου 2022

Η ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΕΝ ΕΞΑΙΡΕΙ ΚΑΝΕΝΑΝ!

  • ΧΡΩΜΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ▼
    • ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
  • ΧΡΩΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ▼





«Και μέσα στον κόσμο, όταν ο χριστιανός αναλάβει προαιρετικό αγώνα, η Χάρη του Θεού δεν εξαιρεί κανέναν. Αλλά «προφάσεις προφασιζόμενοι», λέμε ότι είμεθα στον κόσμο και δεν μπορούμε. Μας νικάει η επιθυμία. Τι χρειαζόμεθα; Τον αγώνα αυτόν όχι μόνο τον σωματικό, αλλά και τον ψυχικό. Δηλαδή τις σκέψεις να κυβερνήσουμε. Έρχονται οι σκέψεις, οι φαντασίες της αμαρτίες, οι εικόνες, τα πρόσωπα, τα είδωλα και οι σκηνές. Να τα καταδιώκουμε αμέσως με το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όταν προσέχει ο νους να μη τα δέχεται όλα αυτά και έχει το θείο όπλο, το Όνομα του Χριστού, τότε σκοτώνεται κάθε ενάντιος εχθρός της ψυχής μας, που λέγεται διάβολος, που λέγεται αισχρή φαντασία, που λέγεται αισχρός λογισμός. Τότε, όταν έτσι φυλάγουμε την ψυχή μας, τον νου και την καρδιά μας, το εσωτερικό μας θα διατηρηθεί καθαρό κι αγνό» (Γέρων Εφραίμ Φιλοθεΐτης, από το βιβλίο «Η Τέχνη της Σωτηρίας, Ομιλίαι, τόμ. Β΄, σελ. 56). Ο μακαριστός όσιος Γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεϊτης (ο και Αριζονίτης ονομαζόμενος) τονίζει ό,τι εξαγγέλλει διαρκώς η Αγία Γραφή και κηρύσσει αδιάκοπα η Εκκλησία μας διά των αγίων Πατέρων της, ότι δηλαδή ο Θεός είναι Αγάπη που εκτείνεται σε όλους τους ανθρώπους προσφέροντάς τους τη χάρη Του χωρίς να εξαιρεί κανέναν. Κι είναι ευνόητο ότι ο άγιος Γέρων δεν εννοεί τη χάρη εκείνη που διακρατεί και συντηρεί τα σύμπαντα – διότι ο Θεός ως η πηγή της Ζωής δίνει τη δυνατότητα στα πάντα να υφίστανται και να υπάρχουν: και οι άνθρωποι και τα ζώα και τα φυτά και κάθε τι που δημιούργησε εκ του μη όντος – αλλά τη θεοποιό χάρη, εκείνη που μόνο ο άνθρωπος που έχει πιστέψει και έχει αποδεχτεί τον Χριστό στη ζωή του μπορεί να έχει και να αυξάνει. Κι αυτός ο άνθρωπος είναι ο χριστιανός, ο οποίος έχοντας γίνει μέλος Χριστού μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, ζει τη χάρη αυτή που δεν έχει τέλος και τον κάνει να πορεύεται αυξητικά μέχρι να φτάσει «εις μέτρον του πληρώματος του Χριστού». Οπότε, είτε μοναχός ο χριστιανός είτε στον κόσμο ευρισκόμενος έχει τις ίδιες δυνατότητες και την ίδια προοπτική. Αρκεί να υφίσταται η απαραίτητη προϋπόθεση που ζητεί πάντοτε ο Θεός μας: ο άνθρωπος να θέλει τον Θεό στη ζωή του. Κατά τη διατύπωση του Γέροντα Εφραίμ: «να αναλάβει προαιρετικό αγώνα». Σε τι συνίσταται ο αγώνας αυτός, κατά τον μακαριστό Γέροντα; Σωματικά, προφανώς με τις νηστείες και τις λοιπές ασκητικές πράξεις που καθορίζει η Εκκλησία μας ανάλογα με το είδος της ζωής του χριστιανού˙ ψυχικά, με τη φύλαξη του νου και της καρδιάς, του εσωτερικού κόσμου δηλαδή του ανθρώπου, από ό,τι αμαρτωλό και εμπαθές τον βρωμίζει. Η καθαρότητα και η αγνότητα της ψυχής είναι κυρίως το ζητούμενο, κατά τον άγιο Γέροντα, και δικαίως: ο Κύριος τον καθαρό στην καρδιά άνθρωπο μακάρισε, γιατί αυτός είναι εκείνος που θα έχει εμπειρία του Θεού. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Κι αυτή η φύλαξη και η προσοχή που διατηρεί την αγνότητα, έγκειται κυρίως στον αγώνα ελέγχου των λογισμών και των σκέψεων και των αισχρών φαντασιών που προέρχονται είτε από τον ίδιο τον Πονηρό διάβολο είτε και από τα πάθη του ανθρώπου, τον εγωισμό του και τα παρακλάδια του. Ο αγώνας αυτός ελέγχου των λογισμών συνιστά μάλιστα κατά την παράδοση της Εκκλησίας και την επιστήμη της πνευματικής ζωής, χωρίς τη γνώση της οποίας ο άνθρωπος αδυνατεί να προκόψει και να αγιάσει. Έχει ένα μεγάλο όπλο στον αγώνα του αυτόν ο χριστιανός, επισημαίνει ο άγιος Γέρων: «το θείο όπλο» του Ονόματος του Χριστού. Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Στρέφεται προς τον Κύριο ο πιστός χριστιανός, όταν δέχεται επίθεση λογισμών, ορμά με αγάπη επικαλούμενος τον Πατέρα του, περιφρονώντας κάθε άλλο που πάει να εισέλθει στην καρδιά και τη σκέψη του. Προσοχή αυτό δεν σημαίνει; Προσήλωση αποκλειστική στον Κύριο, εφαρμογή της εντολής «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής και της καρδίας». Και ποιο το αποτέλεσμα; «Σκοτώνεται κάθε ενάντιος εχθρός της ψυχής μας που λέγεται διάβολος, αισχρή φαντασία, αισχρός λογισμός». Η ψυχή δημιουργεί το κλίμα και το πλαίσιο να κατοικήσει μέσα της ο ίδιος ο Δημιουργός. Γιατί δεν ζούμε όμως τελικώς οι χριστιανοί τη μεγαλειώδη προοπτική που μας έχει καθορίσει ο Κύριος; Διότι, κατά τον άγιο Γέροντα Εφραίμ, μας νικάει η επιθυμία. Και προφασιζόμαστε την αδυναμία μας – η ευκολία μας να δικαιολογούμε αδιάκοπα τον εαυτό μας. Στην πραγματικότητα, το καταλαβαίνουμε: πίσω από την κάθε άρνηση ακολουθίας του Κυρίου κρύβεται η έλλειψη αγάπης μας προς Αυτόν. Η προβολή της αδυναμίας μας σημαίνει μεγαλύτερη αγάπη - ή μήπως μόνο αποκλειστική; - του εαυτού μας και των παθών μας. Όπως έλεγε και ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης: «δεν υπάρχει δεν μπορώ. Υπάρχει δεν θέλω. Και υπάρχει δεν θέλω, γιατί δεν αγαπώ».

ΛΕΥΚΑΔΑ
ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
ΣΚΙΑΘΟΣ
ΛΕΥΚΑΔΑ
 

21 Φεβρουαρίου 2022

Θεολογικὴ προσέγγιση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων

  • ΧΡΩΜΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ▼
    • ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
  • ΧΡΩΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ▼





Ὡς διαπροσωπικὲς χαρακτηρίζονται οἱ σχέσεις ποὺ πραγματοποιοῦνται μεταξὺ δύο ἢ περισσοτέρων προσώπων. Ἡ ἐπιστήμη ποὺ ἔχει ὡς ἀντικείμενό της τὴν ἔρευνα τῶν σχέσεων αὐτῶν εἶναι πρωτίστως ἡ Κοινωνικὴ ψυχολογία. Μὲ τὶς σχέσεις αὐτὲς ἀσχολεῖται βέβαια καὶ ἡ Κοινωνιολογία. Ἐνῶ ὅμως ἡ Κοινωνιολογία ὡς μὴ ἀξιολογικὴ ἐπιστήμη βλέπει στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις μόνο τοὺς κοινωνικοὺς ρόλους, χωρὶς νὰ ὑπεισέρχεται στὴν ψυχολογικὴ διάστασή τους, ἡ Κοινωνικὴ ψυχολογία προχωρεῖ στὴν διερεύνηση τῆς διαστάσεως αὐτῆς, ποὺ προσελκύει καὶ τὸ κύριο ἐνδιαφέρον της. Ἔτσι, ἂν σὲ κάποια κοινωνικὴ ὁμάδα ὅλα λειτουργοῦν ἁρμονικά, ἡ Κοινωνιολογία θὰ διαπιστώσει σωστὴ λειτουργία τῶν ρόλων της. Ἂν ὅμως ἡ ἁρμονία αὐτὴ ὀφείλεται σὲ ἀμοιβαῖο σεβασμὸ τῶν μελῶν της ἢ σὲ κάποια ἄλλη αἰτία, θὰ τὸ διερευνήσει ἡ Κοινωνικὴ ψυχολογία. Ἡ ἀνάπτυξη διαπροσωπικῶν σχέσεων δὲν ἀποτελεῖ συμβατικὸ ἢ δευτερογενὲς στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὴν φύση του κοινωνικὸ ὄν, ἀναπτύσσει αὐθόρμητα διαπροσωπικὲς καὶ κοινωνικὲς σχέσεις. Συνδέεται μὲ τὰ πρόσωπα ποὺ τὸν περιβάλλουν καὶ ἔρχεται σὲ κοινωνία μαζί τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ περιορισμὸς τοῦ ἐνδιαφέροντος τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας στὴν ἀτομικότητα ἢ τὴν ὑποκειμενικότητα, ποὺ ἦταν συνήθης στὴν νεωτερικότητα, ἀδικοῦσε καὶ παρερμήνευε ὄχι μόνο τὴν κοινωνικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀτομικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ὁριζόντια κοινωνικότητά του ὁ ἄνθρωπος ἔχει καὶ τὴν κατακόρυφη κοινωνικότητα, ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς θρησκευτικότητα. Ὄχι μόνο οἱ συνειδητὰ θρησκευόμενοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ὅσοι παρουσιάζονται ὡς θρησκευτικῶς ψυχροὶ ἢ ἀδιάφοροι ἔχουν πάντοτε κάποιο εἶδος θρησκευτικότητας, ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς προσήλωση σὲ κάποια ἰδεολογία ἢ σὲ κάποια «προσωπικὴ» φιλοσοφία, ἢ ἀκόμα ὡς πίστη σὲ διάφορες προλήψεις καὶ προκαταλήψεις. Τὰ θρησκευτικὰ ὅμως αὐτὰ ὑποκατάστατα δημιουργοῦν συνήθως προβληματικὲς καταστάσεις καὶ φαλκιδεύουν τὴν κατακόρυφη κοινωνικότητα, ποὺ διευρύνει τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ὁ ἄνθρωπος συγκροτεῖται καὶ ἀναπτύσσεται ὡς πρόσωπο στὸ πλαίσιο τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεών του, ποὺ καλλιεργοῦνται μέσα στὴν οἰκογένεια, τὴν κοινωνία καὶ τὴν εὐρύτερη ἀνθρωπότητα. Ποτὲ κανεὶς δὲν ζεῖ μόνος του• πουθενὰ δὲν εἶναι ἄσχετος μὲ κάποιο περιβάλλον. Ἀκόμα καὶ ὁ πιὸ μοναχικὸς ἄνθρωπος, ὁ πιὸ ἀπόκοσμος ἐρημίτης δὲν ζεῖ τὴν ζωή του ὡς μοναδικὸς κάτοικος τῆς γῆς. Καὶ μόνη ἡ εὐτυχία ἢ ἡ πικρία ποὺ αἰσθάνεται γιὰ τὴν μοναξιὰ του ἀποτελεῖ ἕναν τρόπο ἀνταποκρίσεως, μία θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ τοποθέτηση ἀπέναντι στὸν κόσμο. Μὲ ἄλλα λόγια ὁποιαδήποτε ἀποστασιοποίηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ περιβάλλον του εἶναι καὶ παραμένει πάντοτε σχετική. Γι’ αὐτὸ σὲ κάθε περίπτωση ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἐξετάζεται μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ περιβάλλοντός του, τῶν γονιῶν του, τῶν συγγενῶν του, τοῦ κόσμου του καὶ τοῦ συνόλου τῶν σχέσεων καὶ ἀλληλεξαρτήσεών του. Στὴν καθημερινὴ ζωὴ οἱ διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἄλλωστε καὶ εὐρύτερα οἱ κοινωνικὲς ἀλλὰ καὶ οἱ θρησκευτικὲς ἀκόμα σχέσεις τους, κινοῦνται σὲ φυσικὸ καὶ συναισθηματικὸ ἐπίπεδο μὲ διάφορες παραλλαγὲς καὶ ἀποχρώσεις. Ἔτσι ἔχουμε τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν γονιῶν μὲ τὰ παιδιά τους, τῶν παιδιῶν μεταξύ τους, τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων, τῶν συμμαθητῶν, τῶν συνεργατῶν, τῶν συμπατριωτῶν κ.τ.λ. Ἀφετηρία γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῶν σχέσεων αὐτῶν εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση μὲ τὴν ἔμφυτη κοινωνικότητά της. Εἰδικότερα εἶναι ἡ ἔμφυτη ἀγάπη, ποὺ ὑπάρχει στὸν κάθε ἄνθρωπο ὡς «σπερματικὸς λόγος»[1]. Βέβαια ἡ ἀγάπη αὐτὴ δὲν εἶναι σὲ ὅλους ἡ ἴδια• δὲν ἀναπτύσσεται μὲ τὸν ἴδιο ρυθμὸ οὔτε φθάνει πάντοτε στὸ ἴδιο ἐπίπεδο. Ὅσο περισσότερο καλλιεργεῖται καὶ ἐνισχύεται ἡ ἀγάπη, τόσο περισσότερο εὐρύνεται ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ γίνονται λεπτότερες οἱ σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους. Ἔτσι, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς παθολογικὲς ἐκεῖνες καταστάσεις ποὺ ἐγκλωβίζουν τὸν ἄνθρωπο στὸν ἑαυτό του, ὑπάρχει καὶ ἕνα ὁλόκληρο φάσμα φυσιολογικῶν καταστάσεων, στὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος εἶναι λιγότερο ἢ περισσότερο περιορισμένος στὸν ἑαυτό του καὶ ἀνοικτὸς στοὺς ἄλλους. Ἡ φύση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων ἐξαρτᾶται πρωτίστως ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ σχήματα καὶ τοὺς κοινωνικοὺς τύπους. Στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου σχηματίζονται οἱ σκέψεις ποὺ πραγματοποιοῦνται μὲ ἐνέργειες καὶ πράξεις[2]. Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι ὅλα γίνονται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ σχήματα καὶ τοὺς κοινωνικοὺς τύπους ἢ ὅτι αὐτὰ δὲν χρειάζονται ἢ δὲν πρέπει νὰ λαμβάνονται ὑπόψη. Ὅλα ὅμως αὐτὰ στεροῦνται πραγματικοῦ νοήματος, ὅταν δὲν συνδέονται μὲ τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν καρδιά του. Γι’αὐτὸ ἡ καλλιέργεια, ὅπως καὶ ἡ ἐξύψωση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, πρέπει νὰ ξεκινᾶ ἀπὸ τὸν ἔσω ἄνθρωπο. Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ δεοντολογία, μὲ τὴν ὁποία μποροῦν νὰ οἰκοδομηθοῦν οἱ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων; Ἡ δεοντολογία αὐτὴ στὴν Ἁγία Γραφὴ διατυπώνεται καὶ προβάλλεται μὲ τὴν διπλὴ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλη τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. Αὕτη ἐστι πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὕτη• ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν»[3]. Ὅπως γίνεται φανερό, ἡ δεοντολογία αὐτὴ δὲν ἔχει θεωρητικὴ ἀλλὰ ὀντολογικὴ βάση. Δὲν στηρίζεται δηλαδὴ σὲ θεωρητικὲς ἀρχὲς οὔτε ἀπαρτίζεται ἀπὸ ἀπρόσωπους κανόνες, ἀλλὰ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν ἀρχὴ τοῦ εἶναι, τὸν Θεό, καὶ ἀποκαλύπτεται μὲ προσωπικὲς σχέσεις. Ἡ βάση τῆς δεοντολογίας αὐτῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ βάση τῆς δεοντολογίας τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου βρίσκεται στὴν ὀντολογία τῆς δημιουργίας του καὶ τῆς ὑπάρξεώς του[4]. Ὁ ἄνθρωπος ἐντέλλεται νὰ ἀγαπήσει τὸν ἄπειρο Θεό, γιατί ἀπὸ αὐτὸν δημιουργήθηκε καὶ αὐτὸν εἰκονίζει. Καλεῖται δηλαδὴ νὰ στρέψει τὸν ἑαυτό του στὴν αἰτία καὶ τὸ πρότυπο τῆς ὑπάρξεώς του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καλεῖται σὲ μία διαρκῆ πρὸς τὰ ἄνω ἐπέκταση. Καὶ ἡ κατακόρυφη αὐτὴ ἐπέκταση πρέπει νὰ συμβαδίζει μὲ τὴν ὁριζόντια πλάτυνσή του• μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Χωρὶς τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον παραμένει ἀόριστη καὶ ἀπροσδιόριστη. Ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ παραμένει μετέωρη καὶ ψεύτικη. Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ φύση τῆς ἀγάπης αὐτῆς ποῦ καλεῖται νὰ καλλιεργήσει ὁ ἄνθρωπος; Ἡ χριστιανικὴ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ εἶναι σαφής. Ἀγάπη εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ»[5]. Καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη ὡς ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα προσώπων. Τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ὁ ἕνας Θεός. Καὶ ὁ ἕνας Θεὸς εἶναι τρία πρόσωπα: Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Πατὴρ ἀγαπᾶ τὸν Υἱὸ καὶ προσφέρει σὲ αὐτὸν τὰ πάντα. Καὶ ὁ Υἱὸς ἀγαπᾶ τὸν Πατέρα καὶ ἀνταποδίδει σὲ αὐτὸν τὰ πάντα. Τέλος τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, εἶναι κοινὸ στὸν Υἱὸ καὶ τὸν Πατέρα. Τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἐντελῶς ἀνοικτὰ μεταξύ τους• στὸ κάθε πρόσωπο ὑπάρχουν καὶ τὰ δύο ἄλλα, ἀλληλοπεριχωροῦνται. Ἡ ἀσύλληπτη αὐτὴ ἑνότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ὁμοούσια φύση καὶ τὴν πλήρη περιχώρηση τῶν προσώπων ἐκφράζει τὸν χαρακτήρα τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων στὸ ἐπίπεδο τῆς θεολογίας, ποὺ προβάλλει ὡς ὕψιστο ἰδεῶδες γιὰ τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων. Γιὰ νὰ μάθει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος τὴν πραγματικὴ ἀγάπη καὶ νὰ προχωρήσει πρὸς τὶς αὐθεντικὲς καὶ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις, πρέπει νὰ γνωρίσει τὸν Τριαδικὸ Θεό. Καὶ ἐπειδὴ ἡ γνώση κάποιου πράγματος γίνεται μὲ τὴν συμπερίληψή του στὴν προσωπικὴ ζωὴ αὐτοῦ ποὺ τὸ γνωρίζει, ἕπεται ὅτι καὶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ γίνεται μὲ τὴν συμπερίληψή του στὴν προσωπικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Πῶς ὅμως μπορεῖ γίνει αὐτό, ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι ὑπερβατικὸς καὶ ἀπρόσιτος; Ὁ ὑπερβατικὸς καὶ ἀπρόσιτος κατὰ τὴν οὐσία του Θεὸς γνωρίζεται μέσα στὸν κόσμο μὲ τὶς ἐνέργειές του. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτουν τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Καὶ οἱ ἐνέργειες, μὲ τὶς ὁποῖες γίνεται γνωστὸς ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, εἶναι οἱ θεοφάνειες καὶ οἱ ἐντολές του. Οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἐκφράζουν τὸ εἶναι του, τὸ ἦθος του, τὴν ἀγάπη του. Ὅποιος τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, γνωρίζει τὸν Θεό: «Ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐγνώκαμεν αὐτόν, ἐὰν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν. Ὁ λέγων, ἔγνωκα αὐτόν, καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ μὴ τηρῶν, ψεύστης ἐστι, καὶ ἐν τούτῳ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν»[6]. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποκαλύφθηκαν στὸν ἄνθρωπο «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως»[7] φανερώθηκαν μὲ τὸν πληρέστερο τρόπο στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιπλέον ὁ Χριστός, ὡς «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου»[8], εἶναι τὸ πρότυπο τῆς κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ βρίσκει τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὑπάρξεώς του. Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο συμπυκνώνεται στὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Καὶ ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ διατυπώνεται στὸ Τριαδικὸ δόγμα. Πολλοὶ νομίζουν ὅτι τὸ Τριαδικὸ δόγμα ἀφορᾶ μόνο τοὺς θεολόγους καὶ θεωροῦν ἀνώφελη τὴν γνώση του, καὶ πολὺ περισσότερο τὴν ἐγγύτερη ἐξέτασή του. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ πολλοὶ θεολόγοι σήμερα δὲν ἀποδίδουν στὸ δόγμα αὐτὸ τὴν βαρύτητα ποὺ ἔχει καὶ δὲν ἐνδιαφέρονται πραγματικὰ γιὰ τὸ βαθύτατο νόημά του. Ἔτσι ὅμως δημιουργεῖται τεράστιο κενὸ στὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς πίστεως μὲ καταλυτικὲς ἐπιπτώσεις στὴν χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία καὶ ἠθική. Εἰδικότερα μάλιστα γιὰ τὸ θέμα τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων καὶ τὴν ἐν κοινωνίᾳ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἡ σπουδαιότητα τοῦ δόγματος αὐτοῦ εἶναι πρωταρχική. Θὰ μποροῦσε νὰ λεχθεῖ ὅτι τὸ Τριαδικὸ δόγμα προβάλλει τὸ χριστιανικὸ ἰδεῶδες γιὰ τὸν ὀρθὸ προσανατολισμὸ καὶ τὴν σωστὴ ἀνάπτυξη τοῦ προσώπου καὶ τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν Ἁγία Τριάδα μόνο τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα, ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν προσωπικὴ ἑτερότητα τῶν τριῶν ὑποστάσεων, παραμένουν ἀκοινώνητα. Ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱὸς γεννητὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορευτό. Ὅλα τὰ ἄλλα στὴν Ἁγία Τριάδα εἶναι κοινά. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν μπορεῖ κανεὶς μὲ κανένα τρόπο νὰ ἐπινοήσει τομὴ ἢ διαίρεση καὶ νὰ ἐννοήσει τὸν Υἱὸ χωρὶς τὸν Πατέρα ἢ νὰ χωρίσει τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Υἱό. Ἡ κοινωνία τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἄρρητη καὶ ἀκατανόητη, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ διάκρισή τους[9]. Κανένα ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα δὲν εἶναι ἀναγώγιμο στὴν θεία οὐσία ἢ τὴν θεία ἐνέργεια[10]. Ἀλλὰ καὶ τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ ἔχει ὅλη τὴν θεία οὐσία καὶ τὴν θεία ἐνέργεια. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος ἔχει κεφαλαιώδη θεολογικὴ καὶ ἀνθρωπολογικὴ σπουδαιότητα. Κάθε παραλλαγὴ τῆς ἀλήθειας αὐτῆς προσβάλλει ὄχι μόνο τὴν ἀκρίβεια τῆς χριστιανικῆς θεολογίας ἀλλὰ καὶ τὴν φύση τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καὶ ἠθικῆς.Ἔτσι ἡ προσθήκη τοῦ Filioque στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, ποὺ μαρτυρεῖ διάθεση ὑπαγωγῆς τοῦ προσώπου στὴν οὐσία, τοῦ προσωπικοῦ στὸ γενικό, δὲν ἐπηρέασε μόνο τὴν θεολογία, ἀλλὰ ἀποτυπώθηκε καὶ στὸ ἐπίπεδο τῆς ἀνθρωπολογίας καὶ τῆς ἠθικῆς τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως. Βέβαια ἡ ἁπλὴ διαπίστωση τῆς σπουδαιότητας τοῦ δόγματος γιὰ τὴν προσωπικὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν στερεῖται νοήματος. Χωρὶς νόημα παραμένει καὶ ἡ τυπικὴ διατήρηση τοῦ δόγματος, ὅταν αὐτὸ δὲν συνδέεται μὲ τὴν καθημερινὴ πράξη καὶ ζωή. Τέλος, ὄχι μόνο χωρὶς νόημα, ἀλλὰ καὶ μεμπτὴ ὡς ὑποκριτική, καθίσταται ἡ τάση ποὺ καυτηριάζει τὶς ἀποκλίσεις τῶν δυτικῶν ἀπὸ τὴν καθιερωμένη ὀρθόδοξη πράξη καὶ ζωή, οἱ ὁποῖες ὅμως εἰσχώρησαν στὸ μεταξὺ καὶ διαδόθηκαν στὸν ὀρθόδοξο κόσμο. Αὐτὸ ἰσχύει ἄλλωστε στὴν πράξη καὶ γιὰ τὴν ὑπαγωγὴ τοῦ προσωπικοῦ στὸ γενικό. Ὅταν τὸ δόγμα ἀγνοεῖται ἢ ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὴν ζωή, καὶ ὅταν στὴν θέση τοῦ αὐτοελέγχου καὶ τῆς αὐτοκριτικῆς παρουσιάζεται ὁ ἔλεγχος καὶ ἡ κατάκριση τῶν ἄλλων, τότε φαλκιδεύονται ὄχι μόνο οἱ διαπροσωπικὲς σχέσεις ἀλλὰ καὶ ὅλες οἱ πλευρὲς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ὁ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ πλασμένος ἄνθρωπος κλήθηκε νὰ βαδίσει πρὸς τὴν τελειότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὴν τὴν τελειότητα μυσταγωγεῖ ἡ ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἀγάπη καὶ ἀπευθύνεται πρὸς αὐτὸν μὲ τὴν διπλὴ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Αὐτὴν τὴν τελειότητα ζητεῖ καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν προσευχή του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα: «Ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοὶ καγὼ ἐν σοί»[11]. Μὲ τὴν τήρηση τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης ἀναδεικνύεται σὲ ἠθικὸ ἐπίπεδο ἡ ὁμοουσιότητα τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὀντολογικὴ ὅμως ἀποκατάσταση τῆς ὁμοουσιότητας αὐτῆς, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἀνάδειξή της στὸ ἠθικὸ ἐπίπεδο, δὲν εἶναι δυνατή, ὅσο παραμένει διασπασμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἐδῶ προβάλλει καὶ τὸ αἴτημα γιὰ τὴν σωτηρία, δηλαδὴ γιὰ τὴν διάσωση τῆς ἀκεραιότητας καὶ τὴν ἀνακαίνιση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ἡ ἀνακαίνιση αὐτὴ προσφέρεται ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ γεννήθηκε «ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου» καὶ δημιούργησε ἔτσι τὸν καινὸ ἄνθρωπο. Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐπεκτείνεται μέσα στὴν ἱστορία μὲ τὴν Ἐκκλησία του, εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς καινῆς κτίσεως καὶ τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ὁμοουσιότητας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Αὐτὸ προσφέρεται ὡς δῶρο σὲ ὅλους τοὺς πιστούς, αὐτὸ κοινωνοῦν καὶ μέσα σὲ αὐτὸ ξανακερδίζουν τὴν ὁμοουσιότητά τους. Ἔτσι μὲ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε τὴν δημιουργία τῆς καινῆς κτίσεως: «Εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις»[12]. Ἡ καινὴ αὐτὴ κτίση δὲν ἀποκαλύπτεται κατὰ τὴν παροῦσα ζωὴ ὡς ἀνακαίνιση τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὡς ἐσωτερικὴ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀλλαγὴ τῆς σχέσεώς του μὲ αὐτόν. Καὶ στὸν βαθμὸ ποὺ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἐσωτερικὴ αὐτὴ ἀνακαίνιση, διακρίνει καὶ τὴν ἐσχατολογικὴ ἀνακαίνιση, τὴν ἀνακαίνιση σὲ ὅλη τὴν κτίση. Ὁ Χριστὸς μεταδίδει τὴν σωτήρια καὶ ἀνακαινιστικὴ χάρη του ὄχι μόνο στὴν φύση ἀλλὰ καὶ στὴν ὑπόσταση τοῦ κάθε ἀνθρώπου[13]. Μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ διαγράφεται τὸ «πρόγραμμα», ποὺ καλεῖται νὰ ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἐνεργοποιήσει τὴν πανανθρώπινη ὁμοουσιότητα. Ἡ ἐνεργοποίηση αὐτὴ προβάλλει στὸν πιστὸ ὡς ἔργο ζωῆς. Μὲ κάθε σκέψη καὶ κάθε πράξη, μὲ τὸ ὅλο φρόνημα καὶ τὴν ὅλη ζωὴ του ὁ πιστὸς καλεῖται νὰ φανερώσει τὴν ἀλήθεια τῆς ἐντάξεώς του στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ• καλεῖται νὰ φανερώσει τὴν οἰκείωση καὶ τὴν ἀφομοίωση τῆς θείας ἀγάπης στὸ ὀστράκινο σκεῦος του. Βέβαια ποτὲ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ποτὲ τὸ ἄνοιγμα τοῦ προσώπου του πρὸς τοὺς ἄλλους δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει στὸν βαθμὸ τοῦ ἀνοίγματος τῶν προσώπων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ κοινωνία τῶν προσώπων τῶν Χριστιανῶν δὲν πρέπει νὰ καλλιεργοῦνται μὲ πρότυπο τὴν ἀγάπη καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.Τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολο, γιατί ἀπαιτεῖ τὴν πλήρη αὐταπάρνηση καὶ αὐτοπροσφορὰ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Εἶναι ἔργο πίστεως ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἄρση τοῦ σταυροῦ καὶ τὴν ὅδευση τῆς στενῆς καὶ τεθλιμμένης ὁδοῦ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὄντως ζωή. Ἡ ἀνακαίνιση λοιπὸν ποὺ προσφέρει ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο συντελεῖται: α) μὲ τὴν ὀντολογικὴ ἀποκατάσταση τῆς ὁμοουσιότητας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ποὺ πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν πρόσληψή της ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο, καὶ β) μὲ τὴν οἰκείωση τῆς ὁμοουσιότητας αὐτῆς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν πίστη, τὴν κοινωνία τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του· πρωτίστως βέβαια τῆς ἐντολῆς τῆς διπλῆς ἀγάπης στὴν καθημερινὴ ζωή. Τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἀποκαθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν ὀντολογική του ὁμοουσιότητα μὲ τοὺς συνανθρώπους του, ποὺ ἔρχεται μετὰ τὴν προπατορικὴ πτώση ὡς δῶρο τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ βιώνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Οἱ πιστοὶ μὲ τὴν χάρη αὐτὴ ἀποκτοῦν τὴν δυνατότητα νὰ ἐνεργοποιήσουν τὴν μυστηριακὴ ὁμοουσιότητα στὸ ἠθικὸ ἐπίπεδο μεταφράζοντας τὶς ἐντολὲς σὲ τρόπους ζωῆς. Καὶ στὸ στάδιο ὅμως αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖται ὁ ἐκκλησιολογικὸς καὶ χαρισματικὸς χαρακτήρας τῆς ἀνακαινίσεως. Αὐτὸ ἄλλωστε ὑποδηλώνεται ἐξαρχῆς μὲ τὰ μυστήρια ποὺ εἰσάγουν τὸν ἄνθρωπο στὴν Ἐκκλησία, τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα καὶ τὴν θεία Εὐχαριστία, τὰ ὁποία ἐμπεριέχουν συμβολικὰ καὶ τὸ «πρόγραμμα» τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ τῶν Ἱεροσολύμων ἐπιδίωξαν τὴν ἑνότητά τους μὲ τὴν ἀποταγὴ ὅλων τῶν ὑπαρχόντων τους καὶ τὴν ἐλεύθερη προσφορά τους γιὰ κοινὴ χρήση: «Οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῶ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινὰ»[14]. Ἡ κοινοκτημοσύνη ὅμως αὐτή, ποὺ ἀφοροῦσε μόνο τὴν κατανάλωση ἀγαθῶν, ἐκδηλώθηκε ὡς χαρισματικὸ φαινόμενο, ποὺ δὲν προσέλαβε θεσμικὴ μορφή. Γι’αὐτὸ ἄλλωστε δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ διατηρηθεῖ διαχρονικὰ καὶ καταργήθηκε. Τὴν διαχρονικὴ διατήρηση τῆς κοινοκτημοσύνης κατέστησε δυνατὴ ἀκολούθως ὁ θεσμὸς τοῦ μοναχισμοῦ ποὺ προβλέπει ὄχι μόνο κατανάλωση ἀλλὰ καὶ παραγωγὴ ἀγαθῶν. Στὸν μοναχισμὸ καθιερώνεται μαζὶ μὲ τὴν ἀποταγὴ τῆς ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας καὶ ἡ ἀποταγὴ τοῦ ἀτομικοῦ θελήματος. Ἔτσι αἴρεται εὐρύτερα ἡ αἰτία τῆς διασπάσεως καὶ γίνεται δυνατὴ ἡ ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς κοινότητας. Βέβαια καὶ ὁ μοναχικὸς θεσμὸς ἔχει τὴν κοσμική του διάσταση μὲ τὴν κοινὴ περιουσία, τὴν κατοικία, τὰ διακονήματα κ.τ.λ., ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῶν μοναχῶν. Ἐδῶ ὅμως ὅλα αὐτὰ ρυθμίζονται μὲ ἄξονα τὴν κατακόρυφη κοινωνικότητα, δηλαδὴ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ὁ πρῶτος ἄλλωστε σκοπὸς τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι ἡ τήρηση τῆς πρώτης καὶ μεγάλης ἐντολῆς, τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὴ ὄχι μόνο δὲν ἀλλοτριώνει τὴν φύση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀντιθέτως τὶς τοποθετεῖ στὴν ὀντολογική τους βάση καὶ προοπτική.Ἔτσι ἡ ὁριζόντια κοινωνικότητα προβάλλεται σὲ ὑψηλότερο πνευματικὸ ἐπίπεδο καὶ εὐρύνεται ἀπεριόριστα: «Μοναχὸς ἐστιν ὁ πάντων χωρισθεὶς καὶ πᾶσι συνηρμοσμένος»[15]. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸν Χριστιανισμὸ ἡ ὕπαρξη τῆς ἀγάπης στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις προβάλλεται ὡς μαρτυρία τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ θανάτου καὶ τῆς μετοχῆς στὴν ἀληθινὴ ζωὴ[16]. Καὶ ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμὸς συνδέει τὴν ταυτότητά του μὲ τὴν βίωση τῆς ἀγάπης στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις: «Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου»[17]. Ἤ, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Σιλουανός, «ὁ ἀδελφός μας εἶναι ἡ ζωή μας…ἡ χάρη ἔρχεται μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ καὶ μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ διατηρεῖται»[18]. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐκκοσμίκευση τοῦ μοναχισμοῦ ἢ ἡ θεολογικὴ ἀλλοτρίωσή του ἀποστερεῖ καὶ τὴν κοσμικὴ κοινωνία ἀπὸ τὴν παρουσία κέντρων ἀναφορᾶς, ὅπου ἐπιχειρεῖται ἡ ἰδεώδης μορφὴ ἀναπτύξεως τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων. Ἡ παρουσία τοῦ μοναχισμοῦ προσφέρει ἄφθονα στοιχεῖα γιὰ τὴν ἀνάπτυξη σωστῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων στὴν καθημερινὴ ζωὴ τοῦ κόσμου. Ἡ παραίτηση ἀπὸ τὸ ἀτομικὸ θέλημα καὶ ἡ φροντίδα γιὰ τοὺς ἄλλους, ὁ παραμερισμὸς τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τοῦ πλησίον, ἡ εἰλικρίνεια καὶ ἡ φιλαλήθεια στὶς καθημερινὲς σχέσεις, ἡ ἀποφυγὴ τῆς κατακρίσεως ἢ καὶ αὐτῆς ἀκόμα τῆς κρίσεως τῶν ἄλλων, ἡ θεώρηση τοῦ πλησίον ὡς ἀδελφοῦ, ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα ποὺ συνιστοῦν βασικὲς θέσεις τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, ἐξευγενίζουν καὶ ἐξυψώνουν οὐσιαστικὰ τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων. Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μέλη ἀλλήλων, εἶναι συνεργάτες καὶ συνυπεύθυνοι γιὰ ὁλόκληρο τὸ σῶμα. Ἄλλωστε αὐτὸ τὸ αἴσθημα ὑπαγορεύει καὶ ἡ ὁμοουσιότητα τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ συμπεριφορὰ πρὸς τὸν πλησίον, ἡ στήριξή του, ἡ συμμετοχὴ στὸν πόνο καὶ τὴν χαρά του, ἡ ἀποφυγὴ τῆς προσβολῆς ἢ τοῦ σκανδαλισμοῦ του ἀποτελοῦν βασικὲς ὑποχρεώσεις γιὰ τὸν πιστό. Ἡ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀτομικὸ ἀλλὰ συλλογικὸ ἔργο, ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ διαπροσωπικὲς σχέσεις δὲν ἀνήκουν στὸ περιθώριο ἀλλὰ στὸ ἐπίκεντρο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ἐκφραστικὸ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι τὸ αἴτημα ποὺ ἀπευθύνεται κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία: «Τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι, ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πάσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»[19]. Ὁ Χριστιανὸς δὲν φροντίζει μόνο γιὰ τὴν προσωπικὴ προσαγωγή του στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν στήριξη τοῦ πλησίον νὰ πλησιάσει τὸν κοινὸ Πατέρα. Καὶ ἡ φροντίδα αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ δευτερεῦον ἀλλὰ κύριο ἔργο ποὺ ἐκφράζει τὴν ταυτότητά του ὡς μέλους τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει καὶ ἡ προτροπὴ ποὺ ἀπευθύνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς πιστούς: «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος»[20]. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης ὑπάρχει καὶ ὁ λεγόμενος χρυσὸς κανόνας τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς: «Πάντα ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς»[21]. Ἐδῶ καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ μεταφέρει τὸν ἑαυτό του στὴν θέση τοῦ ἄλλου καὶ νὰ ἐνεργήσει ἀπέναντί του ἔτσι, ὅπως θὰ ἤθελε νὰ ἐνεργήσουν οἱ ἄλλοι ἀπέναντι σὲ αὐτόν. Ὁ κανόνας αὐτὸς προσφέρει στὸν καθένα τὸ ἀσφαλέστερο πρακτικὸ μέτρο σωστῆς συμπεριφορᾶς, ἀλλὰ δὲν κάνει λόγο γιὰ τὰ ὅριά της. Αὐτὰ ὑποδηλώνονται μὲ τὴν δεύτερη μεγάλη ἐντολή, ποὺ καλεῖ τὸν Χριστιανὸ νὰ ἀγαπήσει τὸν πλησίον του ὡς ἑαυτό του. Τὸν καλεῖ νὰ ἀνοιχθεῖ ἀπεριόριστα πρὸς ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση. Νὰ μὴ ξεχωρίζει τὸν πλησίον ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ νὰ τὸν βλέπει καὶ νὰ τὸν ἀγαπᾶ ὡς ἑαυτό του. Νὰ ζεῖ τὴν ζωὴ τοῦ πλησίον ὡς δική του ζωὴ καὶ νὰ γίνεται ἕνα μαζί του[22]. Ἡ θεώρηση αὐτὴ τοῦ πλησίον δὲν κατασκευάζεται σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ προκύπτει ὡς ὀντολογικὴ συνέπεια μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὸν Χριστιανὸ ὁ ἀληθινὸς ἑαυτὸς του εἶναι ὁ πλησίον. Χωρὶς αὐτὸν δὲν βρίσκεται οὐσιαστικὰ μέσα στὸ κοινὸ σῶμα. Δὲν ἐπαληθεύει τὴν ταυτότητα τοῦ Χριστιανοῦ. Αὐτὸ βέβαια δὲν γίνεται αἰσθητὸ μέσα στὴν ἐκκοσμικευμένη ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα. Γι’αὐτὸ καὶ ἐξαρχῆς ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὁδήγησε πολλοὺς πιστοὺς ἔξω ἀπὸ τὴν κοσμικὴ κοινωνία καὶ συνέβαλε στὴν ἐμφάνιση τοῦ μοναχισμοῦ. Ὁ μοναχισμὸς δὲν ἐπιδιώκει τίποτε περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ἐπιδιώκει κάθε Χριστιανός. Τὸ μοναστήρι εἶναι μία ἐκκλησία ποὺ λειτουργεῖ μέσα στὸ σῶμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας καὶ μὲ τὸν ἴδιο σκοπὸ ὅπως καὶ αὐτή. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ οἱ ὀρθόδοξοι λαοὶ ἔβλεπαν στὸ μοναχικὸ κοινόβιο τὴν ἰδεώδη χριστιανικὴ κοινωνία. Σὲ σχέση μάλιστα μὲ τὸ θέμα μας μπορεῖ νὰ λεχθεῖ ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ τὸ τελειότερο πλαίσιο γιὰ τὴν καλλιέργεια σωστῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων. Οὐσιαστικὰ ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ στὴν ἰδανική της μορφὴ ἀποσκοπεῖ στὴν πληρέστερη δυνατὴ προσέγγιση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἑνότητας, ποὺ ἔχει ὡς ἔσχατο στόχο τὴν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὴν τὴν ἑνότητα προσευχήθηκε ὁ Χριστός: «Ἵνα πάντες ἓν ὦσιν»[23]. Στὸ πλαίσιο μιᾶς τέτοιας ἑνότητας ὁ καθένας ὡς πρόσωπο ἀποτελεῖ κατὰ κάποιον τρόπο τὸ κέντρο τοῦ συνόλου• κάθε ἄνθρωπος καὶ κάθε πράγμα εἶναι γι’αὐτόν. Ἀλλὰ καὶ ἀντίστροφα αὐτὸς ὁ ἴδιος μὲ καθετὶ ποὺ τοῦ ἀνήκει προσφέρεται σὲ ὅλους καὶ στὸν καθένα[24]. Ἡ Τριαδολογία εἰκονίζεται στὴν ἀνθρωπολογία. Κάθε πτυχὴ τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος ἔχει καὶ τὸ ἀνθρωπολογικό της νόημα. Κάθε θεολογικὴ ἀλήθεια προβάλλεται στὸν ἄνθρωπο ὡς ἀλήθεια ζωῆς. Ἡ σωστὴ ἀνθρώπινη κοινωνία ἀπαιτεῖ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις. Καὶ οἱ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις προϋποθέτουν σωστὰ πρόσωπα. Σωστά, τέλος, πρόσωπα ἢ ὁλοκληρωμένες ἀνθρώπινες ὑποστάσεις εἶναι ἐκεῖνες ποὺ ἀγκαλιάζουν μὲ τὴν ἀγάπη τους ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ κένωση τοῦ ἀτομικοῦ ἐγωισμοῦ γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ πλησίον ὡριμάζει καὶ ὁλοκληρώνει τὸ πρόσωπο. Ὅσο βαθύτερα «συγχωρεῖ» κάποιος μέσα του τοὺς ἄλλους, ὅσο περισσότερο τοὺς ἀγκαλιάζει μὲ τὴν ἀγάπη του, τόσο πιὸ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις καλλιεργεῖ, τόσο περισσότερο ὁλοκληρώνεται ὡς πρόσωπο καὶ ἀνυψώνεται πρὸς τὸ ἰδανικὸ πρότυπό του, τὸν Τριαδικὸ Θεό. Καὶ αὐτὸ γίνεται δυνατὸ μὲ τὴν ταπείνωση, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἄλλη ὄψη τῆς ἀγάπης. Ἀπὸ ὅσα σημειώθηκαν γίνεται, νομίζουμε, φανερὸ ὅτι τέτοια πρόσωπα δὲν μποροῦν νὰ προετοιμαστοῦν χωρὶς τὴν θεανθρώπινη κοινωνία, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία• δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ διαμορφωθοῦν χωρὶς τὶς ἀνθρωπολογικὲς καὶ πνευματικὲς προϋποθέσεις ποὺ ἔχει καὶ προσφέρει αὐτὴ στὸν ἄνθρωπο. Στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος προσανατολίζεται πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴν ὁλοκληρώνεται ὡς πρόσωπο καὶ καλλιεργεῖ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις. Ζεῖ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ γίνεται ἐκφραστής της στὴν καθημερινὴ ζωή. Αὐτὸ φαίνεται δύσκολο, καὶ εἶναι πράγματι δύσκολο ἰδιαίτερα μέσα στὴν σύγχρονη ἐγωκεντρικὴ κοινωνία, γι’ αὐτὸ θεωρεῖται συνήθως ὡς ἔργο τῶν μοναχῶν. Ἡ ἐντολὴ ὅμως τῆς ἀγάπης δὲν ἀπευθύνεται μόνο στοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ σὲ ὅλους τοὺς πιστούς. Ἡ θεσμοποίηση ἑνὸς τέτοιου τρόπου ζωῆς γίνεται δυνατὴ μὲ τὴν αὐτεξούσια συγκατάθεση τῶν ἀνθρώπων καὶ ὄχι μὲ ὁποιονδήποτε ἐξωτερικὸ καταναγκασμό. Ὁ ἐξωτερικὸς καταναγκασμὸς μπορεῖ νὰ ἔχει ὁρισμένα πρόσκαιρα ἀποτελέσματα, ἀλλὰ προκαλεῖ ἀναπόφευκτα ἔντονες ἀντιδράσεις καὶ δημιουργεῖ ἐκρηκτικὲς καταστάσεις. Οἱ νόμοι καὶ οἱ θεσμοὶ μποροῦν νὰ ἐμποδίσουν τὴν ἀκαταστασία ἢ τὴν παρενόχληση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καὶ τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, ἀδυνατοῦν ὅμως νὰ κατευθύνουν τὶς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων ἢ νὰ ἐμπνεύσουν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν καταλλαγὴ στὶς καρδιές τους. Ἀντιθέτως, ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ἀλήθεια τῶν δογμάτων της προσφέρει στοὺς ἀνθρώπους τὴν δυνατότητα νὰ συλλάβουν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ὑπάρξεώς τους καὶ νὰ ὁλοκληρωθοῦν ὡς πρόσωπα. 1. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατὰ πλάτος 2,1,PG 31,908C. [2]. Βλ. Ματθ. 15,19. Μάρκ. 7,21. [3]. Ματθ.22,37-39. [4]. Τὴν ἄμεση σχέση ὀντολογίας καὶ δεοντολογίας ὑπογραμμίζει ἰδιαίτερα ὁ Γέροντας Σωφρόνιος στὰ ἔργα του. [5]. Α Ἰω.4,7. [6]. Α΄ Ἰω. 2,3-4. [7]. Ἑβρ. 1,1. [8]. Κολ. 1,15. [9]. Μ. Βασιλείου(;), Ἐπιστολὴ 38,4, PG 32,332D-333A. [10]. Γιὰ περισσότερα βλ. Ἀρχιμ.Σωφρονίου, Ἄσκησις καὶ θεωρία, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1996, σ. 129 κ.ἑ. [11]..Ἰω. 17,20. [12]. Β΄ Κορ. 5,17. [13]. Βλ.π.χ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 5, PG 151,64C. [14]. Πράξ. 4,33. [15]. Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Περὶ προσευχῆς 121, PG 79,1193B. [16]. Βλ. Α’ Ἰω.3,14. [17]. Βλ. Ἀποφθέγματα ἁγίων Γερόντων (περὶ τοῦ ἀββᾶ Ἀπολλῶ), PG 65,136B. [18]. Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 102003, σ. 448-450. [19]. Πληρωτικὰ Θ. Λειτουργίας. [20]. Α΄ Κορ. 10,24. [21]. Ματθ. 7,12. [22]. Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 56. [23]. .Ἰω. 17, 21. [24]. Βλ. Archimandrite Sophrony, Parole a la Communaute 72 (2008), σ. 7-8.

ΛΕΥΚΑΔΑ
ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
ΣΚΙΑΘΟΣ
ΛΕΥΚΑΔΑ