Ὑπάρχει ἕνα μεγάλο μέρος τῆς κοινωνίας ποὺ ζεῖ, δρᾶ, σκέφτεται, δημιουργεῖ σ’ ἕναν κόσμο ποὺ φαινομενικὰ δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ λέω φαινομενικά, ἐπειδὴ αύτὸ δὲν εἶναι τελείως ἀλήθεια. Οἱ ἀρχὲς πάνω στὶς ὁποῖες θεμελιώθηκαν ἀκόμα καὶ οἱ ἄθεες κοινωνίες, ἔχουν συχνὰ ρίζες Χριστιανικὲς. Ὁ Χριστιανισμὸς ἔφερε στὸν κόσμο μιὰ ἔννοια ποὺ δὲν ὑπῆρχε στὴν ἀρχαιότητα: τὴν ἀπόλυτη, ἐσχατολογικὴ ἀξία τοῦ προσώπου, τὴν ἀξία ποὺ ἔχει κάθε ὕπαρξη. Στὸ παρελθὸν ὑπῆρχαν κύριοι καὶ σκλάβοι, τώρα ὑπάρχουν ὑπάρξεις, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, παιδιά, μοναδικὲς ὑπάρξεις – καὶ ὁ καθένας μας, ἀκόμα κι ἄν δὲν τὸ γνωρίζουμε πάντα, ἔχει μιὰν ἀξία ἀπόλυτη στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, καὶ στὰ μάτια τῆς κοινωνίας. Κι ὅμως, κατὰ κάποιο τρόπο, ἡ ζωή μας δὲν ἔχει τίποτα κοινό μὲ τὸν Χριστιανισμό. Δὲν σᾶς προκαλῶ, δὲν κάνω κριτικὴ στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ νομίζω ὅτι ὑπάρχουν κάποια πράγματα ποὺ θὰ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπ’ὅψιν μας, νὰ σκεφτοῦμε σοβαρά καὶ νὰ δοῦμε ποὺ βρισκόμαστε.
Μισθοφόροι καὶ προσκυνητές
Ἡ πρώτη γενιὰ Χριστιανῶν, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ μαθητὲς κι ἐκεῖνοι ποὺ προσηλυτίσθηκαν ἀπ’ αὐτοὺς, ἦταν προσκυνητὲς. Δὲν ἦταν μιὰ τακτοποιημένη κοινωνία ἀνθρώπων · οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ἦταν ἄνθρωποι ποὺ μετακινοῦνταν ἀπὸ μέρος σὲ μέρος γιὰ νὰ μεταφέρουν τὴν ἀνείπωτη χαρὰ μιᾶς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ, ἐκεῖνοι ποὺ ἐγκαταστάθηκαν σ’ ἕνα μέρος δὲν ἀποτελοῦσαν μιὰ ἐσωστρεφῆ κοινωνία, μιὰ κοινωνία κλεισμένη στὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ μιὰ κοινωνία ἀνθρώπων ποὺ ἔψαχνε τὸ χαμένο πρόβατο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ χάσαμε. Ὅλες οἱ Ἐκκλησίες, μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο, εἶχαν ἱεραποστολὲς. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἐντυπωσιακὸ εἶναι ὅτι πολὺ συχνὰ οἱ ἱεραπόστολοι, πήγαιναν στὸν κόσμο μὲ μιὰν αἴσθηση ἐπιθετικῆς, προσβλητικῆς, ἀλλαζονικῆς ἀνωτερότητας. Πῆγαν στὸν κόσμο γιὰ νὰ προσφέρουν ὅ,τι εἶχαν, δίχως νὰ συνειδητοποιοῦν ὅτι δὲν εἶχαν τίποτα δικό τους, ὅτι αὐτὸ ποὺ μποροῦσαν μόνο νὰ κάνουν ἦταν ν’ ἀκολουθήσουν τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος βλέποντας τὸ τεράστιο μέγεθος, τὴν ἀπίστευτη δυσκολία τῆς ἀποστολῆς του, στράφηκε στὸν Θεὸ γιὰ νὰ τοῦ δώσει δύναμη καὶ ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: «Ἡ χάρις Μου ἐνδυναμώνεται μέσα ἀπὸ τὴν δική σου ἀδυναμία». Καὶ ἡ μικρὴ ὁμάδα πιστῶν, Χριστιανῶν, ποὺ πῆγε στὸν κόσμο ἀκολουθώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου: «Πηγαίνετε, καὶ διδᾶξτε τὸ Εὐαγγέλιο σὲ ὅλα τὰ ἔθνη»– ἤξερε ὅτι ἦταν ἀδύναμη, ἀνυπεράσπιστη, καὶ ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ βασιστεῖ πουθενὰ ἀλλοῦ παρὰ στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶπε ὅτι θὰ δοξαστεῖ μέσα ἀπὸ τὴν ἀδυναμία του, ἔτσι κάθε τι ποὺ θὰ γινόταν, θὰ ἦταν ἔργο θεϊκό. Αὐτὴ δὲν ἦταν πολὺ συχνὰ ἡ συμπεριφορὰ τῶν Χριστιανῶν ἱεραποστόλων: ἡ ἱεραποστολὴ στὸν Χριστιανισμὸ ἀποτελεῖ κίνηση ἀνθρώπων ποὺ ἀγάπησαν τόσο τὸν πλησίον μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὥστε βγῆκαν στὸν κόσμο ἕτοιμοι νὰ πεθάνουν γιὰ νὰ ζήσουν οἱ ἄλλοι, πῆγαν στὸν κόσμο μὲ τὶς ἀδυναμίες τους, καὶ γνωρίζοντας ὅτι ὅ,τι ἔκαναν ἦταν μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχει ἕνα γεγονὸς στὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Στεφὰν τοῦ Πέρμ, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς νέους Ρώσους ἱεραποστόλους. Ἀνακάλυψε στὴν περιοχὴ τοῦ Πέρμ, εἰδωλολάτρες ποὺ μιλοῦσαν μιὰ γλώσσα διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν γλώσσα τῶν Σλάβων καὶ γι’αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ προσεγγίσουν τὸ Εὐαγγέλιο. Ἔμαθε τὴ γλώσσα τους καὶ πῆγε στὴν περιοχὴ τοῦ Πέρμ, ὅπου καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται ἀνάμεσα τους. Οἱ ντόπιοι ἤθελαν νὰ τὸν καταστρέψουν καὶ ἔστειλαν μιὰ ὁμάδα ὁπλισμένων ἀνθρώπων νὰ τὸν σκοτώσουν.Ἐπέστρεψαν καὶ τοὺς ρώτησαν: «Εἶναι νεκρός;». «Ὄχι», εἶπαν, «δὲν μπορέσαμε νὰ τὸν σκοτώσουμε· ὅταν τὸν συναντήσαμε, εἴδαμε σ’ αὐτὸν τόσην ἀγάπη ποὺ γονατίσαμε καὶ τὸν ἐκλιπαρήσαμε νὰ μᾶς εὐλογήσει». Αὐτὸ εἶναι ἱεραποστολή.
Ἀντίθετα νὰ σᾶς θυμίσω ἕναν Δυτικὸ ἱεραπόστολο ποὺ στάλθηκε στὴν Ἰνδία κι ἔγραψε στὸν προϊστάμενο του στὴν Ἰσπανία: «Στεῖλτε μας ἱερεῖς, δὲν ἔχει σημασία πόσο ἀνίκανοι εἶναι· ἡ ὁποιαδήποτε βοήθεια θὰ εἶναι ὡφέλιμη γι’αὐτοὺς τοὺς πρωτόγονους». Δὲν εἶχε δεῖ τίποτα ἀπὸ τὸ βάθος, ἀπὸ τὸν πλοῦτο, ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ ποὺ ὑπῆρχε. Θὰ ἦταν κατάλληλος ὁ κάθε ἱερέας! Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ δὲν βρίσκουμε στὸ Εὐαγγέλιο. Αὐτὸ ποὺ ἔφεραν μερικοὶ ἱεραπόστολοι δὲν ἦταν τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ χαρὰ μιᾶς νέας ζωῆς, μιὰ συνάντηση μὲ τὸν ζωντανὸ Θεό. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀξιοσημείωτο, ἀκόμα μοναδικὸ στὸ κήρυγμα τῶν σύγχρονων ἱεραποστόλων, τῶν Ἀποστόλων, εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης λέει: « Μιλᾶμε γι ‘ αὐτὰ ποὺ εἶδαν τὰ μάτια μας, ποὺ ἄγγιξαν τὰ χέρια μας, ποὺ ἄκουσαν τ’ αὐτιά μας». Μιλοῦσαν γιὰ τὴν ἐμπειρία τους. Κάποιος μπορεῖ νὰ πεῖ : «Ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ, μποροῦσαν νὰ μιλήσουν γι’ αὐτὰ ποὺ εἶδαν», ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλήθεια, ἐπειδὴ χιλιάδες ἄνθρωποι συνάντησαν τὸν Χριστὸ στοὺς δρόμους τῆς Ἁγίας Γῆς, ἀλλὰ πολὺ λίγοι Τὸν εἶδαν. Τὰ μάτια τους ἦταν τυφλά. Εἶδαν μόνο μιὰ μορφή, ἄκουσαν παράξενα, προκλητικὰ γι’αὐτοὺς λόγια, ἀλλὰ δὲν ἄγγιξαν τὸν πυρήνα τῆς ψυχῆς τους γιὰ νὰ τοὺς μεταμορφώσουν σὲ νέες ὑπάρξεις. Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε θὰ τοὺς δώσει νὰ φάγουν τὸ σῶμα Του, ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν γύρω Του Τὸν ἄφησαν κι ἔφυγαν καὶ ἀφοῦ στράφηκε στοὺς μαθητὲς Του, τοὺς ρώτησε: «Θέλετε κι ἐσεῖς νὰ φύγετε;» καὶ ὁ Πέτρος Τοῦ εἶπε: «Ποῦ νὰ πᾶμε; Τὰ λόγια Σου εἶναι λόγια ζωῆς αἰωνίου». Καὶ ἄν μελετᾶτε τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ δεῖτε ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένα κείμενο, ὅπου ὁ Κύριος νὰ περιγράφει τὴν αἰώνια ζωή. Ὑποδεικνύει σὲ κάποια σημεῖα, μ’ἕναν λόγο ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς αἰωνιότητας, ἀλλὰ δὲν μᾶς δίνει τὸ εἶδος τῶν εἰκόνων ποὺ συναντᾶμε στὴν μυστικὴ λογοτεχνία. Αὐτὸ ποὺ σημαίνουν τὰ λόγια τοῦ Πέτρου εἶναι ὅτι ὅποτε μιλᾶτε, τὰ λόγια σας πρέπει νὰ βρίσκουν ἀνταπόκριση στὸ κέντρο τῆς ὕπαρξης σας, ὅπως δύο πέτρες ποὺ τρίβονται καὶ παράγουν σπίθα. Ὅταν τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξης μας ἐνεργοποιεῖται, τότε ἡ αἰώνια ζωὴ ποὺ εἶναι ἀδρανὴς μέσα μας, ξεδιπλώνεται, ἐκρήγνυται. Αὐτὸ ἔκαναν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ, ἐπειδὴ ἡ ἐμπειρία τους ἦταν βίωμα ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ συνάντηση τους μὲ τὸν Ζωντανὸ Θεὸ. Δὲν ἐννοῶ ὅτι συνάντησαν τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ, ἐννοῶ ὅτι γνώριζαν τὸν Θεὸ βιωματικὰ μέσω τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ τῶν φωτισμένων Ἀποστόλων. Ὅταν ὁ Παῦλος μιλοῦσε γιὰ τὸν Θεό, ἦταν μεταμορφωμένος ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη, καὶ ὑπάρχει ἕνα ἀρχαῖο χειρόγραφο ποὺ γράφει ὅτι ὅταν ὁ Παῦλος ξεκουραζόταν, ἦταν τόσο ἄσχημος ὅσο ὁ διάβολος, ἀλλὰ ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὸν Θεό, ἔλαμπε ὅπως ἕνας ἄγγελος τοῦ οὐρανοῦ.
Μὴν φοβᾶστε
Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι μετακινοῦνταν ἀπὸ μέρος σὲ μέρος, δὲν ἄλλαζαν ἁπλὰ τόπο κατοικίας, πήγαιναν ὡς φορεῖς μιᾶς νέας ζωῆς ποὺ μποροῦσαν νὰ μεταλαμπαδεύσουν στοὺς ἄλλους. Τὶ συμβαίνει μ’ ἐμᾶς; Μεταδίδουμε τὰ πάντα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ συναντᾶμε, ποὺ βρίσκοναι γύρω μας; Αύτὸ ποὺ συμβαίνει στὴν Χριστιανικὴ κοινότητα, μὲ τὴν ἀναγνώριση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὸν Μ.Κωνσταντῖνο καὶ τὴν μετέπειτα ἐξάπλωση του, εἶναι ὅτι ἡ Χριστιανικὴ κοινότητα ἀπέκτησε μιὰ σιγουριὰ καὶ ἀσφάλεια. Καὶ αὐτὰ τὰ δύο στοιχεῖα εἶναι ἄσχημα. Ἀσφάλεια σημαίνει ὅτι δὲν συνειδητοποιοῦμε πόσο ἐπικίνδυνα εἶναι τὰ μονοπάτια ποὺ βαδίζουμε, καθὼς μᾶς λέει μιὰ Ἐπιστολή. Δὲν καταλαβαίνουμε ὅτι δὲν ἐπιβιβαζόμαστε ἁπλὰ σ’ ἕνα πλοῖο ποὺ θὰ μᾶς μεταφέρει ἀπὸ τὸν ὡκεανὸ τῆς ζωῆς στὴν αἰωνιότητα. Κάθε βῆμα εἶναι μιὰ πρόκληση, εἶναι ἕνας κίνδυνος, ἕνα ρίσκο. Κάθε στιγμή, τὸ κακὸ εἶναι μπροστὰ μας καὶ ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας. Καὶ πολὺ συχνὰ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε κακό. Ὁ Ἑρμᾶς, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα, λέει σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς του: «Θυμῆσου, ποτὲ νὰ μὴν φοβᾶσαι τὴ δύναμη τοῦ κακοῦ περισσότερο ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ ἔχεις στὴ δύναμη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ». Ἔτσι οἰ Ἀπόστολοι μποροῦσαν νὰ εἶναι φορεῖς αὐτοῦ τοῦ στοιχεῖου, ἐπειδὴ στὴν εἰλωλολατρικὴ κοινωνία ὅπου ζοῦσαν, οἱ ἄνθρωποι ἦταν τρομοκρατημένοι ἀπὸ τὸ κακό, ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, ἀπὸ τὸν Σατανᾶ. Καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἦρθαν καὶ εἶπαν: «Μὴ φοβᾶσθε· ὁ Χριστὸς νίκησε, ὁ διάβολος νικήθηκε. Ἄν εἶστε μαζί Του, θὰ εἶστε ἀνίκητοι». Αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἀκοῦμε συχνὰ σήμερα.
Μαρτύριο καὶ Ἀσφάλεια
Σήμερα οἱ ἄνθρωποι δένονται μεταξὺ τους καὶ δὲν ἀνοίγονται πρὸς τὰ ἔξω. Φοβοῦνται νὰ ζήσουν τὴ ζωὴ στὴν πληρότητα της, νὰ πᾶνε πρὸς τὸ ἄγνωστο, νὰ ἀντιμετωπίσουν αὐτοὺς ποὺ θὰ τοὺς ἀπορρίψουν ἤ θὰ τοὺς βάλουν σὲ κίνδυνο. Ὁ Ἐπίσκοπος Βασίλειος (ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁμιλητὲς τοῦ συνεδρίου) μίλησε γιὰ τὸ βάπτισμα τοῦ αἵματος. Πόσο μακρυὰ εἴμαστε ἀπὸ αὐτὸ καὶ πόσο συχνὰ κι εὔκολα μιλᾶμε γι’ αὐτό. Ὁ Γάλλος κήρυκας Bossuet, λέει: «Πόσο παρήγορο εἶναι ν’ ἀκοῦμε ὅτι σὲ κάθε Ἐκκλησία, οἱ ἱερεῖς κηρύττουν τὸ Μαρτύριο. Ὅταν ὑπάρχουν Μαρτύρια, δὲν ἔχει κάποιος ἀνάγκη νὰ μιλήσει γι’αὐτὰ, τὰ ὑπομένει. Ἄν γίνεται τόσος λόγος γιὰ τὰ Μαρτύρια, σημαίνει ὅτι νοιώθουμε ἀσφάλεια. Ἀλλοίμονο, νοιώθουμε ὅτι εἴμαστε ἀσφαλεῖς, ἀλλὰ εἴμαστε κατὰ ἕναν τρόπο ἐπαναπαυμένοι. Εἴμαστε προσκολλημένοι σ’ ἕνα μέρος. Φτιάξαμε κοινότητες ποὺ δὲν εἶναι ἐξωστρεφεῖς. Ἔχουμε τὶς λειτουργίες καὶ τόσοι ἄνθρωποι πιστεύουν ὅτι εἶναι τὸ κέντρο τῆς Έκκλησίας. Οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται τὶς Κυριακὲς στὴ Λειτουργία καὶ ὁμολογοῦν : «Ἄν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν ἀφήσουμε τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, γιατὶ ἔξω ὑπάρχει ἕνας κόσμος ἐχθρικὸς καὶ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε: «Πηγαίνετε, σὰν τὰ πρόβατα ἀνάμεσα στοὺς λύκους, πηγαίνετε στὸν κόσμο γιὰ νὰ κάνετε μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη». Αὐτὸ μοιάζει μὲ τὴν Λειτουργία. Ἄν στὴ Θ. Λειτουργία γίναμε κοινωνοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τοῦ Χριστοῦ, τότε ἡ διακονία μας εἶναι νὰ βγοῦμε ἔξω στὸν κόσμο καὶ νὰ μεταφέρουμε τὴ δόξα, τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀγάπη τῆς κοινωνίας αὐτῆς στοὺς ἄλλους. Ἕνας τρόπος σκέψης ἔχει ἀναπτυχθεῖ μέσα μας ποὺ θέλει νὰ εἴμαστε ἀσφαλεῖς ἐντὸς τῶν τοιχῶν τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸ ὅρια μιᾶς Χριστιανικῆς κοινότητας. Εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ βγαίνουμε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, αὐτὸ εἶναι ποὺ θὰ πρέπει νὰ κάνουμε κι ἔχουμε λησμονήσει.
Μοναχισμὸς καὶ ἡ προσφορὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἑνός.
Ξεκίνησε ἀπὸ πολὺ νωρὶς στὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ γίναμε Χριστιανοὶ ἄλλαξαν πολλὰ πράγματα. Ἄντρες καὶ γυναῖκες ποὺ εἶχαν ἑτοιμαστεῖ νὰ πεθάνουν γιὰ τὸν Χριστὸ ἦταν ἄλλου πνευματικοῦ ἀναστήματος ἀπὸ ἄλλους ἄνθρώπους ποὺ ἑνώθηκαν μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἐπειδὴ ὁ Αὐτοκράτορας εἶχε ἑνωθεῖ μαζί της καὶ ἤθελαν νὰ νοιώθουν ἀσφαλεῖς. Ἀλλὰ ἀσφάλεια ἔναντι τίνος; Τοῦ Θεοῦ; Ὄχι. Πολὺ συχνὰ ἀπέναντι στὴν αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία. Καὶ τότε κάποια πράγματα συνέβησαν : Ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ Μοναχισμοῦ. Ἄνθρωποι μὲ γενναῖο φρόνημα ἄφησαν τὶς πόλεις καὶ τὴν ἄνεση μιᾶς Χριστιανικῆς πολιτείας γιὰ νὰ πᾶνε σὲ ἄγρια, ἀφιλόξενα μέρη καὶ νὰ πολεμήσουν τὸ κακὸ μέσα τους καὶ τὴν ἐξάπλωση του γύρω τους. Ὁ πατὴρ Γ. Φλορόφσκι ἐπιμένει στὸ γεγονὸς ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν δραπέτευσαν ἀπὸ μιὰ κατὰ τ’ἄλλα εἰδωλολατρικὴ κοινωνία· δὲν ἔφυγαν ἐπειδὴ διώκονταν. Δραπέτευσαν ἀπὸ ἕναν Χριστιανισμὸ ποὺ εἶχε χάσει τὸ νόημα του. Ἔφυγαν ἐπειδὴ ἡ Χριστιανικὴ κοινότητα δὲν εἶχε ποιότητα, νόημα · δὲν ἦταν πιὰ τὸ σῶμα τὸ γενναῖο τῶν πρώτων Χριστιανικῶν χρόνων. Ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ μοναχισμοῦ καὶ ἡ πνοὴ του στὴ διάρκεια τῶν αἰώνων. Ἀκόμα καὶ τώρα αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ συμπεριφορὰ ὅποιου ἐπιθυμεῖ ν’ ἀγκαλιάσει τὴ μοναχικὴ ζωή. Ἀρνούμαστε νὰ δεχτοῦμε τὴν ἀναιμική, ἀδύναμη, ἀνεύθυνη στάση τῆς βολεμένης κοινότητας. Θέλουμε νὰ εἴμαστε μόνοι μὲ τὸν Θεό, καὶ μαζὶ Του νὰ πηγαίνουμε παντοῦ ὅπου χρειάζεται ἡ παρουσία Του καὶ ἡ προσφορὰ τῆς ζωῆς μας. Ὅταν μιλᾶμε γιὰ προσφορά, θυσία, δὲν ἐννοῶ νὰ πεθάνει κάποιος, κάποιες φορές, να ζεῖ καταστάσεις τραγικές ἤ ὀδυνηρές, ἴσως εἶναι σημαντικὸ ἀπὸ τὸ νὰ πεθαίνει ἀμέσως. Ἕνας Ρῶσος ἐπίσκοπος, ἥρωας στὴν περίοδο τῶν διώξεων τῶν Σοβιὲτ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἔλεγε συχνὰ ὅτι κάποιες φορὲς τὸ χρέος ἑνὸς πιστοῦ Χριστιανοῦ εἶναι νὰ ἐπιβιώνει. Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Κάιν δολοφόνησε τὸν Ἄβελ, ὅλοι οἱ Κάϊν τοῦ κόσμου προσπάθησαν νὰ δολοφονήσουν τοὺς Ἄβελ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ οἱ τελευταῖοι ἔχουν νὰ φέρουν εἰς πέρας τὸ καθῆκον τους καὶ μάθαμε νὰ ἐπιβιώνουμε γιὰ ὅσο χρειαστεῖ ἕως ὅτου ὁλοκληρωθεῖ αὐτὸ τὸ ἔργο δίχως συμβιβασμό, ἀλλὰ ἐπιτρέποντας στὸν Θεὸ νὰ διαλέξει τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ σκοτωθοῦμε. Καὶ ὁ Ἄβελ σκοτώθηκε.
Δία Χριστὸν Σαλοί.
Σὲ ἄλλες περιόδους παρουσιάστηκαν οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί. Αὐτοὶ ἐπίσης ἀπέρριψαν τὴν προοπτικὴ μιᾶς ζωῆς μὲ ἀσφάλεια. Ἄν κοιτάξετε στὴν ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ρωσίας, θὰ παρατηρήσετε ὅτι οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί, ἐμφανίστηκαν σὲ μεγάλους ἀριθμοὺς σὲ μιὰ χρονική περίοδο ποὺ ἡ πολιτεία, ἡ αὐτοκρατορία ἄρχισαν νὰ διεκδικοῦν τὸ δικαίωμα νὰ χτίσουν μιὰ κοινωνία ἀσφαλή. Τότε ἐμφανίστηκαν οἱ διὰ Χριστὸν Σαλοὶ ποὺ συνιστοῦσαν προσβολὴ πρὸς κάθε πνεῦμα ἀσφάλειας. Συμπεριφέρθηκαν ὡς παράφρονες, ἐνῶ ὅλοι μας θεωροῦμε τόσο πολύτιμη τὴ διάνοια μας. Θέλουμε νὰ εἴμαστε ἀσφαλεῖς, θέλουμε ἕνα μυαλὸ ὑγιὲς ποὺ ἀποδίδει, ἐπειδὴ ὁ θάνατος καταστρέφει τὰ πάντα. Ἀλλὰ ἀρνήθηκαν νὰ φερθοῦν μ\’ἕναν κοινωνικὰ ἀποδεκτὸ τρόπο, ἐπειδὴ ἡ πολιτεία καὶ ἡ Ἐκκλησία μιλοῦσαν γιὰ μιὰ συγκεκριμένη συμπεριφορά, γιὰ ἕναν συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς κι αὐτὸ δὲν ἦταν πλέον ἀποδεκτό.
Ἀργότερα, συναντοῦμε στὴ Ρωσία καὶ σὲ ἄλλες χῶρες προσκυνητές· ἄνθρωποι ποὺ περιπλανιόνταν ἀπὸ ἕναν ἅγιο τόπο σ΄ἕναν ἄλλον ἤ ξόδεψαν πολὺ χρόνο στοὺς ἀπέραντους τόπους τῆς Ρωσίας γιὰ νὰ εἶναι μόνοι δίχως ὅρους, μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐπισκεφτοῦν τόπους ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀνακαλύψουν μιὰ σπίθα θεϊκῆς παρουσίας. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπέρριψαν τὴν ἀσφάλεια μιᾶς βολεμένης ζωῆς, ἐπειδὴ ἡ μοναδικὴ τους ἀσφάλεια καὶ σιγουριὰ ἦταν ὁ Θεός. Καὶ ὁ Θεὸς δὲν μᾶς προσφέρει καθόλου ἀσφάλεια, ὅταν θέλουμε στήριξη καὶ προστασία. Πορεύτηκαν σὲ μιὰ ἀπόλυτη περιπέτεια καὶ κίνδυνο.
Κατέχοντες καὶ κατεχόμενοι
Ἵσως ρωτήσετε, τὶ μποροῦμε νὰ κάνουμε; Δὲν μποροῦμε νὰ γίνουμε ὅλοι προσκυνητὲς ἤ σαλοὶ γιὰ τὸ καλό τοῦ Χριστοῦ ὅση «τρέλα» κι ἄν ἔχουμε. Τὸ θέμα εἶναι πῶς στεκόμαστε ἀπέναντι σὲ αὐτὰ ποὺ ἔχουμε. Ἔχω κάτι εἶναι ἕνας τρόπος ἐξάρτησης, ἐξάρτησης ἴσως ἀπό κάτι πολὺ μικρό. Κι ἔτσι εἶναι ὁ τρόπος ποὺ ζοῦμε λίγο πολύ. Στὸ Εὐαγγέλιο ὑπάρχει μιὰ περικοπὴ τεράστιας σημασίας, εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ βασιλιᾶ ποὺ καλεῖ τοὺς φίλους του στὸ γαμήλιο δεῖπνο τοῦ γιοῦ του. Ὁ ἕνας ἀρνεῖται γιατὶ πῆρε πέντε ζευγάρια βόδια, ὁ ἄλλος ἐπειδὴ μόλις παντρεύτηκε. Πῶς ἑρμηνεύεται αὐτό; Σημαίνει ὄχι μόνο ὅτι ἀγόρασα γῆ, ἀλλὰ ὅτι εἶναι κτῆμα μου. Εἶμαι σὰν τὸ δέντρο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κινηθεῖ ἀπὸ τὸν τὸπο ποὺ εἶναι ριζωμένο. Ἔχω πέντε ζευγάρια βόδια, δηλαδὴ εἶμαι ἀπασχολημένος, καὶ αὐτὸ εἶναι πιὸ σημαντικὸ ἀπὸ τὴν φιλία, τὴν ἀγάπη, τὴν εὐγένεια, τὴ θυσία. Πρέπει νὰ κάνω τὴν ἐργασία μου. Παντρεύτηκα, ἡ καρδιά μου εἶναι γεμάτη, δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὴ χαρὰ τοῦ ἄλλου. Καὶ ποιοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι; Ὁ Βασιλιὰς στέλνει τοὺς ὑπηρέτες Του νὰ φέρουν τοὺς ζητιάνους, τοὺς χαμένους καὶ καλοῦνται νὰ παραστοῦν ἐνώπιον του. Ἔρχονται μ’ ἕναν φόβο, τρέμοντας: «Ἐμεῖς,… ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε κλέβοντας καὶ ζητιανεύοντας νὰ παρουσιαστοῦμε ἐνώπιον τοῦ Βασιλιὰ μας;» Στὴν πόρτα, συναντήθηκαν μὲ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς εἶπαν: «ἐλᾶτε, θὰ βάλετε ἄλλα ροῦχα, θὰ σᾶς πλύνουμε, θὰ σᾶς χτενίσουμε καὶ τότε θὰ μπορεῖτε νὰ σταθεῖτε ἐνώπιον τοῦ Βασιλια». Μόνο ἕνας ἀρνεῖται, λέγοντας: «Κλήθηκα σὲ δεῖπνο, ὄχι νὰ μὲ πλύνουν, νὰ μὲ φροντίσουν…· Καὶ διώχθηκε. Αὐτὴ εἶναι συχνὰ ἡ συμπεριφορὰ μας. Ἀγοράσαμε ἕνα κομμάτι γῆς, βόδια, δεσμευτήκαμε, δὲν μποροῦμε νὰ δώσουμε τὴ ζωή μας σὲ ὅ,τι εἶναι πέρα ἀπὸ ἐμᾶς. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι. Τὸ ζήτημα εἶναι· εἶστε δεσμευμένοι, προσκολλημένοι ἤ ὄχι; Ὑπάρχει διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ἀγάπη καὶ τὴν προσκόλληση σὲ κάτι. Ἴσως εἶστε δοῦλοι μιᾶς σχέσης, ἀλλὰ ἴσως νὰ εἶστε ἐλεύθεροι μέσα σ’ αύτὴν.
Λειτουργία
Αὐτὴ ἡ διεργασία προχώρησε σὲ βάθος στὴν Ἐκκλησία, ἐπειδὴ τὰ λειτουργικὰ μας σχήματα διαποτίστηκαν ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς σχέσης μας μὲ τὴν πολιτεία. Ἡ Ὀρθόδοξη Λειτουργία εἶναι βαθιὰ ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὸ τελετουργικὸ τῆς αὐλῆς τοῦ Βυζαντίου. Στὴν πρώτη Ἐκκλησία, ὑπῆρχε μιὰ ποικιλία τύπων. Στὸ Βυζάντιο ἔπρεπε νὰ γίνει ἀντάξια τοῦ Αὐτοκράτορα καὶ τῆς αὐλῆς του. Κι ἔτσι δομήθηκε κατά τέτοιον τρόπο ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ταυτίζεται μὲ τὸ τυπικὸ ποὺ ταίριαζε στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλή. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ ἐξαιρετικὴ Λειτουργία στὴν ὁποία μετέχουμε. Ἀλλὰ εἶναι λάθος νὰ φανταζόμαστε ὅτι αὐτὸς ὁ τύπος εἶναι μοναδικὸς, ἐπειδὴ τοὺς πρώτους αἰῶνες εἴχαμε ἕνα ἀριθμὸ λειτουργιῶν ποὺ ἀνῆκαν στὴν ἴδια ἀδιαίρετη Χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Ὑπῆρχε ἡ Ρωμαϊκὴ Λειτουργία, ἡ Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, ἡ Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου στὸ Μιλᾶνο, ἡ Λειτουργία τῶν Λάϊονς, ἡ Ἀραβικὴ Λειτουργία, τοῦ Ἁγίου Ζερμαίν στὸ Παρίσι κι ἕνας ἀριθμὸς ἄλλων. Ὅλες ἦταν βασικὰ ὅμοιες ἐπειδὴ ἡ κάθε μία εἶχε τὸ ἴδιο κέντρο, ἀλλὰ εἶχαν διαφορετικὴ μορφὴ, ἔκφραση καὶ ἦταν σύμφωνες μὲ τὸ πνεῦμα ἐλευθερίας ποὺ συχνὰ ἔχουμε χάσει, μιὰ ἐλευθερία ποὺ ἀναφέρεται ταυτόχρονα στὸν πολιτισμὸ ἑνὸς τόπου καὶ στὸ κοινωνικὸ του πλαίσιο. Πρέπει νὰ μάθουμε νὰ προσευχόμαστε στὴν Λειτουργία, νὰ παίρνουμε ὅλο τὸν πλοῦτο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει καὶ ὄχι νὰ εἴμαστε δοῦλοι της.
Ἡ παράδοση ὡς Ζωντανὴ Μνήμη
Δὲν θὰ ἤθελα νὰ πῶ κάτι γιὰ τὴν σημασία τῆς παράδοσης. Ὅποτε κάποιος τολμᾶ νὰ προτείνει τὴν παραμικρὴ ἀλλαγὴ στὶς μεθόδους τῆς Ἐκκλησίας, κατηγορεῖται ὅτι ἀποκόβεται ἀπὸ τὴν παράδοση. Κι ἐδῶ εἶναι σημαντικὸ γιὰ ἐμᾶς νὰ δώσουμε μεγάλη ἀξία στὴν παράδοση, ἀλλὰ ἐπίσης νὰ τὴν κατανοήσουμε σωστὰ καὶ ὄχι νὰ δεσμευόμαστε καὶ νὰ σκλαβωνόμαστε ἀπὸ μιὰ ψεύτικη παράδοση. Ἡ Παράδοση εἶναι κάτι ποὺ μᾶς παραδόθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ. Ἀλλὰ ὅ,τι μᾶς ἔχει δοθεῖ εἶναι ἡ οὐσία καὶ τὸ νόημα καὶ ὄχι τύπος. Ἕνας Ρῶσος ἐπίσκοπος στὰ νεώτερα χρόνια τῆς διασπορᾶς, ἔγραψε ὅτι δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ νὰ ἑορτάζουμε καὶ νὰ λειτουργοῦμε μέσα άπὸ μιὰ γλώσσα τῆς δύσης, ἐπειδὴ οἱ περισσότερες αἱρέσεις γεννήθηκαν στὴ Δύση, ξεχνώντας ὅτι ὑπῆρχαν ἀρκετοὶ αἱρετικοὶ στὸ Βυζάντιο καὶ ἀλλοῦ! Ἄν κατανοεῖτε ἔτσι τὴν παράδοση, γίνεστε δέσμιοι της! Ἡ παράδοση εἶναι ἡ ζωντανὴ μνήμη τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι μας ἔχουμε μνήμη, ἀλλὰ πιὸ συχνὰ ξεχνᾶμε τὸ παρελθὸν μας.Ἡ Ἐκκλησία ὄχι. Ἔχει μιὰ αἰώνια, ἀδιατάρακτη μνήμη. Ἀλλὰ μνήμη δὲν σημαίνει ὅτι τίποτα καινούργιο δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ στὴν ἐμπειρία μας. Αὐτὴ ἡ μνήμη δὲν μᾶς ὑποχρεώνει νὰ πηγαίνουμε πίσω σὲ κάθε μας βῆμα. Εἶναι μιὰ ἐμπειρία ποὺ σταδιακὰ ἐξελίχθηκε σὲ μιὰ νέα ἐμπειρία ποὺ ἔχει τὶς ρίζες της στὸν Θεὸ καὶ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία φαίνεται νὰ εἶναι σὲ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς της, αὐτὸ ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει «νοῦ Χριστοῦ». Ν’ ἀκοῦμε τὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πάντα νέο, σύγχρονο. Δὲν μᾶς λέει νὰ ζοῦμε ὅπως ζούσαμε τὸν δωδέκατο αἰώνα. Σὲ μία συζήτηση μὲ μιὰ ὁμάδα Ρώσων ἐπισκόπων σχετικὰ μὲ τὴν χειροτονία τῶν γυναικῶν, ὁ πρεσβύτερος ἐπίσκοπος διατύπωσε τὸ πιὸ κάτω συμπέρασμα: Δὲν ἔχω ν’ ἀπαντήσω κάτι σ’αὐτὸ, ἀλλὰ δὲν συνέβη στὸ παρελθὸν καὶ γι’αὐτὸ δὲν θὰ πρέπει νὰ συμβεῖ στὸ μέλλον». Ἄν θὰ γίνει ἤ ὄχι, εἶναι ἄλλο θέμα. Ἡ παράδοση εἶναι ἡ ζωντανὴ μνήμη τῆς Ἐκκλησίας στὰ σχεδὸν δύο χιλιάδες χρόνια Χριστιανισμοῦ, ποὺ ζεῖ καὶ παραμένει ζωντανὴ ἀπὸ τὴν ἔμπνευση τοῦ ἉγίουΠνεύματος, καὶ παρέμεινε σταθερὴ καὶ ἀδιατάρακτη χάρη στὸν λόγο καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Παραδοσιοκρατία εἶναι αὐτὸ ποὺ ἕνας Ρωμαιοκαθολικὸς θεολόγος στὴν Ἀμερικὴ περιέγραψε ὡς τὴν νεκρὴ μνήμη ποὺ διατηροῦν οἱ ζωντανοί.
(Σημείωση τοῦ ἐκδότη: ἐδῶ ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος πιθανόν ἀναφέρεται σ΄ἕναν λόγο ἀφιερωμένο στὸν Λουθηρανὸ λόγιο, Γιαροσλάβ Πέλικαν). Μνήμη πραγμάτων ποὺ δὲν ὑπάρχουν πλέον στὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ ποὺ παραμένουν ἐντελῶς ἄχρηστα, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα θησαυρισμένα. Αὐτὸ εἶναι αἵρεση. Αὐτὸ ἀρνεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωντανή. Ὁ Ἅγιος Ἑρμᾶς μιλάει στὸν πρῶτο ἐπισκέπτη ποὺ συνάντησε, μιὰ γυναῖκα ἐξαιρετικῆς ὀμορφιᾶς μὲ πρόσωπο παρθένου καὶ λευκὰ μαλλιά. Τῆς λέει: «Ποιὰ εἶσαι;» καὶ τοῦ ἀπαντᾶ: «Ἡ Ἐκκλησία». «Πῶς συμβαίνει νὰ εἶσαι τόσο νέα; Ζεῖς ἐδῶ καὶ τόσα χρόνια». Αὐτὴ ἀπαντάει: «Κουβαλῶ τὴ νεότητα τῆς αἰωνιότητας». «Γιατὶ τότε ἔχεις λευκὰ μαλλιὰ;». Καὶ τοῦ ἀπάντησε: « Ἐπειδὴ ἔχω τὰ μαλλιὰ τῆς σοφίας». Κι αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία· ὄχι μιὰ ἄμορφη, ἀσαφὴς ἔννοια. Ἐσὺ, ἐγώ, ἐμεῖς. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ θὰ πρέπει νὰ διατηροῦμε τὴ νεότητα τοῦ νεογέννητου στὴν αἰωνιότητα καὶ νὰ κατέχουμε τὴ σοφία τῶν αἰώνων ποὺ ἔχουν περάσει καὶ ἀκόμα περισσότερο τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐκτείνεται στὴν αἰωνιότητα.
Ἀρχηγία καὶ Διακονία.
Λίγα λόγια γιὰ τὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας προῆλθε ἀπὸ τὴν ἀντιγραφὴ τῶν δομῶν τῆς αὐτοκρατορικῆς πολιτείας ποὺ ἦταν αὐστητὰ ἱεραρχημένες. Ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὸν πατέρα Σωφρόνιο, ἡ πολιτεία εἶναι μιὰ πυραμίδα ποὺ στηρίζεται στὴ βάση της, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιὰ πυραμίδα ποὺ βασίζεται στὴν κορυφή. Καὶ αὐτὸ τὸ σημεῖο δὲν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας ἱεράρχης, ἕνα συμβούλιο ἐπισκόπων. Αὐτὸ τὸ σημεῖο εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς, ποὺ μόνος εἶναι ἡ κεφαλὴ, τὸ ἀνώτατο σημεῖο τῆς Ἐκκλησίας, κι ὕστερα οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀσκοῦν τὴν διακονία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κουβαλοῦν στοὺς ὥμους τους τὸ βάρος τῆς πυραμίδας. Ἄν μιλᾶμε γιὰ ἱεραρχία, πρέπει νὰ θυμόμαστε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Βρίσκομαι ἀνάμεσα σας «ὡς ὑπηρέτης» καὶ ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἐπιθυμοῦν νὰ ζοῦν ἐν Χριστῷ, πρέπει νὰ μάθουν νὰ εἶναι ὑπηρέτες καὶ τίποτε ἄλλο. Ἀλλὰ ἱστορικὰ, ἀναπτύχθηκε μιὰ ἱεραρχία ἐξουσίας: μιὰ ἱεραρχία ποὺ μπορεῖ νὰ δίνει ἐντολὲς ὄχι ἐπειδὴ μπορεῖ καὶ πείθει, ἀλλὰ ἐπειδὴ μπορεῖ νὰ ἐπιβάλλεται. Ἄν στὴν Ἐκκλησία ἀποτελοῦμε ἁπλὰ μιὰ ἱεραρχία δύναμης ἐπειδὴ ἔχουμε θέσεις καὶ τίτλους, αὐτὸ εἶναι ἄρνηση τῆς οὐσίας καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Γνωρίζουμε πόσο συχνὰ ἅγιοι «ἀσήμαντοι», ἦταν ὁδηγοὶ σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἱεραρχικὰ ἤ κοινωνικὰ ἀπεῖχαν ἀπ’ αὐτοὺς. Στὴν Ἐκκλησία, ἡ δύναμη πρέπει ν’ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὴν διακονία, καὶ ὅσο συνεχίζουμε νὰ πιστεύουμε στὴ δύναμη τῆς ἱεραρχίας καὶ ὄχι στὸ διακόνημα της, δὲν εἴμαστε Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὀφείλουμε νὰ ἀναθεωρήσουμε ἐντελῶς τὴν θέση τῶν λαϊκῶν, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ ἐπισκοπείου. Πρῶτα ἀπ’ὅλα, οἱ διάκονοι παρουσιάστηκαν λίγο καιρὸ μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ. Δὲν χειροτονήθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστό. Τοποθετήθηκαν ἀπὸ τοὺς μαθητὲς, τοὺς Ἀποστόλους, γιὰ μιὰ συγκεκριμένη λειτουργία. Δὲν ἀνήκουν στὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζουμε. Τότε ἦρθαν οἱ Πρεσβύτεροι ποὺ διαδέχτηκαν τοὺς Ἀποστόλους, ὕστερα ἄνθρωποι ποὺ ὑπερεῖχαν λόγω τῆς χάρης καὶ τῆς θέσης ποὺ εἶχαν. Ἔτσι δὲν εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ ἡ ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας ἀναπτύχθηκε. Ἡ Ἐκκλησία γνώριζε μόνο κάτι· νὰ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ συνέχεια στὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας τῆς Ἐνσάρκωσης καὶ τῆς φωνῆς τοῦ πνεύματος ποὺ μᾶς διδάσκει νὰ κηρύττουμε τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἀναφέρεται στὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «Βασίλειον ἱεράτευμα», ποὺ πρέπει νὰ ἁγιάζει τὸ κάθε τὶ, ποὺ μπορεῖ ν’ἁγιάζει τὰ πάντα, ἁγιάζοντας πρῶτα τὸν ἑαυτὸ της κι ἔπειτα νὰ ὁδηγεῖ στὴν ἁγιότητα τὸ κάθε τι, «μέχρι νὰ γίνουν ὅλα Θεὸς». Ὁ Ἅγιος Βασίλειος μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι « καθένας μπορεῖ νὰ κυβερνήσει, ἀλλὰ μόνο ἕνας βασιλιὰς μπορεῖ νὰ δώσει τὴ ζωή του γιὰ τοὺς ὑπηκόους του», κι ὁ καθένας μας ἀπ΄αὐτὴν τὴν ἄποψη, εἶναι προικισμένος μὲ τὴν δωρεὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς ζητᾶ νὰ θυσιαστοῦμε γιὰ τὸν συνάνθρωπο καὶ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὸ εἶναι τὸ ποίμνιο, ὁλόκλητο τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ σὲ αὐτὸ ὑπάρχουν ἱερατεῖα. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ θυμόμαστε ὅτι ὅλοι εἴμαστε λαϊκοὶ κι οἱ ἐπίσκοποι εἶναι λαὸς μὲ χάρη ἐπισκοπικὴ. Ἱσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, κι ἄν εἴμαστε μέλη του, εἶναι στὸν βαθμὸ ποὺ προσφέρουμε τὴ ζωὴ μας γιὰ τοὺς ἄλλους.
Ἐλευθερία, ὑπακοὴ καὶ πίστη.
Λίγες λέξεις γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν πίστη. Συχνὰ δὲν γνωρίζουμε τὶ σημαίνει ἐλευθερία, ἐπειδὴ διδασκόμαστε συχνὰ τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπακοῆς.Τὴν ὑπακοὴ συχνὰ τὴν ἀντιλαμβανόμαστε στὴν Ἐκκλησία ὡς σκλαβιά, ὅτι εἴμαστε ὑποχωρητικοὶ, ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦμε διαταγὲς καὶ νὰ ὑπακούσουμε. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι ἐλευθερία. Ἡ ἀληθινὴ ὑπακοὴ εἶναι πολὺ διαφορετική. Ἡ ὑπακοὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν προσοχὴ, εἶναι μαθητεία στὴν προσοχὴ καὶ ὄχι κάνω ὅ,τι λέει κάποιος. Εἶναι ἕνας τρόπος νὰ μαθαίνουμε ἀπὸ κάποιον ποὺ εἶναι πιὸ ἔμπειρος κάτι ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ἀναπτύξουμε τὴν ἐμπειρία μας καὶ μαθαίνοντας νὰ ἐνδίδουμε στὸ θέλημα μας, τὶς προκαταλήψεις μας, τὴν στενότητα τοῦ μυαλοῦ μας, νὰ ἀναπτυχθοῦμε στὸ βαθμὸ ἐκείνου ποὺ μᾶς διδάσκει· πρέπει σταδιακὰ νὰ μάθουμε πῶς νὰ γίνουμε ἱκανοὶ νὰ ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα μας. Καὶ ὅταν διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν πρέπει νὰ ἀκοῦμε μόνο τὰ λόγια καὶ τὶς ἐντολὲς του, ἀλλὰ τὴ φωνὴ τῆς ἀλήθειας ποὺ μᾶς ἀγγίζει, μᾶς μεταμορφώνει καὶ μᾶς μεταποιεῖ. Τότε ἡ ἐλευθερία παύει νὰ εἶναι τὸ ἀντίθετο τῆς ὑπακοῆς. Ἡ λέξη ἐλευθερία προέρχεται ἀπὸ τὴν Σανσκριτικὴ λέξη «priyia», ποὺ ὡς ρῆμα σημαίνει ν’ ἀγαπᾶς καὶ ν’ ἀγαπιέσαι, καὶ ὡς οὐσιαστικό, σημαίνει τὸ «ἀγαπημένο πρόσωπο». Ἐλευθερία εἶναι μιὰ σχέση ἀμοιβαίας ἀγάπης· νὰ προσφέρω τὸν ἑαυτὸ μου δῶρο στὸν ἄλλο ἄνθρωπο, στὴν ἑτοιμότητα μου ν’ἀκούω καὶ ν’ἀγαπῶ μὲ ὅλη τὴ σκέψη, τὴν καρδιά καὶ τὴν ὕπαρξη μου. Τότε ἄν αὐτὸ εἶναι ἀληθινό, πρέπει νὰ βρεῖ ἐφαρμογὴ στὴ ζωή μας, νὰ γίνει τρόπος ζωῆς, ἐπειδὴ συχνὰ φανταζόμαστε ὅτι εἴμαστε Χριστιανοί ἤ Ὀρθόδοξοι, ἐπειδὴ διδάσκουμε κάποιες ἀλήθειες ποὺ καθορίστηκαν ἀπὸ συμβούλια ἤ ἀπὸ μιὰ «ἀνώτερη ἐξουσία»(σὲ εἰσαγωγικά). Στὴν πραγματικότητα, πρέπει νὰ μάθουμε νὰ δεχόμαστε ὅ,τι μᾶς δόθηκε ἀπὸ τὸ παρελθόν μὲ νέα καρδιὰ καὶ νοῦ, μὲ πίστη ποὺ ἐκφράζεται μὲ κάθε τρόπο. Ἡ πίστη εἶναι ἡ βεβαιότητα γιὰ πράγματα ποὺ δὲν βλέπουμε, ἀλλὰ ἡ πίστη εἶναι ἐπίσης ἀφοσοίωση καὶ τρόπος ζωῆς.
Τὸ δικαίωμα μας νὰ λέμε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι
Κι ἔτσι, ἄν ζοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο ἀφιερώνοντας ὅλη μας τὴν ἐνέργεια καὶ τὸ κουράγιο (καὶ ὅταν δὲν ἔχουμε δύναμη καὶ κουράγιο, στρεφόμαστε πρὸς τὸν Κύριο καὶ λέμε: « Κύριε, δυνάμωσε με· βάλε στὴ θέση τῆς ὀκνηρίας μου τὸ κουράγιο Σου· τὴν ἀκατάβλητη ἐνέργεια σου»), τότε καὶ μόνο τότε, ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ λέμε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι. Καὶ θὰ κλείσω τὴν ὁμιλία μου μὲ τὰ λόγια τοῦ Πάστορα Βίσερ Λόφτ, τὸν πρῶτο γενικὸ γραμματέα τοῦ Παγκόσμιου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ποὺ εἶπε: « Μποροῦμε νὰ εἴμαστε αἱρετικοί, ἀκόμα καὶ ἄν διακηρύττουμε κάθε ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἄν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας μας διαψεύδει. Μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι αἱρετικὸς, ὅταν ἀρνεῖται τὴν ἀλήθεια, ὅταν δὲν ζεῖ σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια».
Αύτὸ τὸ κείμενο παρουσιάστηκε ἀρχικὰ σ’ ἕνα συνέδριο τῆς Ὀρθοδόξου Μητροπόλεως τοῦ Σουρόζ ποὺ διεξήχθη στὸ Χέντινγκτον τῆς Ἀγγλίας τὸ 1995, μὲ θέμα «Ἡ Ὀρθόδοξη παρουσία μας στὴν Μεγάλη Βρετανία» καὶ στὴ συνέχεια ἐκδόθηκε ἀπὸ τὴν Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Μητρόπολη τοῦ Σουρὸζ τὸ 1996.
Ἀπόδοση στὴν νεοελληνική: www.agiazoni.gr