Καί τό χαρτί αὐτό πού ἦταν καρφιτσωμένο στήν πλάτη μου, τώρα τό βλέπω καρφιτσωμένο στό πετραχήλι σου!!
Θά σᾶς πῶ ἕνα περιστατικό γιατί τά περιστατικά μένουν. Τό ἄκουσα καί ἐγώ ἀπό ἕναν ἀγαπητό φίλο ἱερομόναχο, ὁ ὁποῖος τό ἔζησε ὁ ἴδιος, ὁπότε εἶναι ἐγγυημένο καί πραγματικό καί εἶναι τῆς ἐποχῆς μας.
Εἶχε πάει σέ ἕνα νοσοκομεῖο καί ἐκεῖ συνάντησε ἕναν φίλο του ἱερέα πολύ λυπημένο.
Τοῦ λέει:
– Πάτερ τί συμβαίνει;
– Νά, λέει, ἔχω ἐδῶ τόν νεωκόρο πού εἶχα στήν ἐκκλησία μου πάρα πολλά χρόνια, πνευματικό μου παιδί, ὁ ὁποῖος εἶναι στά τελευταῖα του -αὐτό δέν εἶναι λυπηρό, εἶναι ἀναμενόμενο, ὅλοι θά ἔρθουμε κάποια στιγμή σ’ αὐτή τήν κατάσταση- καί τό λυπηρό εἶναι ὅτι σ’ αὐτή τήν τελική φάση τῆς ζωῆς του βλέπει δαίμονες.
Ὅταν κανείς φτάνει στό τέλος τῆς ζωῆς του, ἐπειδή πέφτει τό καταπέτασμα, θά λέγαμε, βλέπει τόν πνευματικό κόσμο καί βλέπει, ἀνάλογα μέ τήν ζωή πού ἔχει κάνει, εἴτε τούς ἀγγέλους πού ἔρχονται νά παραλάβουν τήν ψυχή του, εἴτε τούς δαίμονες. Τό ὅτι λοιπόν ἔβλεπε τούς δαίμονες δέν ἦταν καθόλου καλό πράγμα.
Πῆγαν μαζί νά τόν δοῦνε καί τοῦ λένε:
– Τί βλέπεις;
– Νά, λέει, βλέπω δίπλα μου κάποιους μαύρους ἄγριους, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά μέ ἁρπάξουν καί μέ περιγελοῦν κιόλας, γιατί βλέπουν κάτι κολλημένο στήν πλάτη μου, ἕνα χαρτί, τό ὁποῖο διαβάζουν καί γελᾶνε.
Εἶναι, λέει, καί οἱ ἄγγελοι ἀλλά δέν τολμοῦν νά μποῦν μέσα στό δωμάτιο καί στέκονται στήν πόρτα πολύ στενοχωρημένοι.
Τότε φώτισε ὁ Θεός τόν ἱερέα καί λέει:
– Μπορεῖς νά πεῖς στούς ἀγγέλους νά διαβάσουν τί λέει αὐτό τό χαρτί πού εἶναι καρφιτσωμένο στήν πλάτη σου; Αὐτός σάν νά χάθηκε λίγο… βυθίστηκε, ἔχασε τήν ἐπαφή μέ τό περιβάλλον καί κάτι σάν νά μουρμούριζε.
Μετά ἀπό λίγο ἐπανῆλθε καί λέει:
– Πάτερ μοῦ εἶπαν τί γράφει. Εἶναι μιά ἁμαρτία πού εἶχα κάνει στά νιάτα μου καί εἶχα ντραπεῖ τότε νά τήν ἐξομολογηθῶ καί μετά τήν ξέχασα. Μιά βαριά σαρκική ἁμαρτία.
Ὁπότε λέει ὁ ἱερέας βγεῖτε ὅλοι ἔξω γιά νά μοῦ πεῖ τήν ἁμαρτία. Ἦταν πνευματικός.
Πράγματι ὁ ἄνθρωπος εἶπε τήν ἁμαρτία καί ἀμέσως ἠρέμησε, ἄλλαξαν ὅλα.
Τοῦ λένε:
– Τώρα τί βλέπεις;
Λέει:
– Οἱ δαίμονες ἔφυγαν γρυλίζοντας, πολύ ἀγριεμένοι γιατί εἶπα τήν ἁμαρτία καί ἦρθαν μέσα οἱ ἄγγελοι πολύ χαρούμενοι. Καί τό χαρτί αὐτό πού ἦταν καρφιτσωμένο στήν πλάτη μου, τώρα τό βλέπω καρφιτσωμένο στό πετραχήλι σου.
Καταλάβατε τί σημαίνει νά λυθοῦν τά δικαιώματα τοῦ διαβόλου; Μέ τήν ἐξομολόγηση λύνονται τά δικαιώματα. Μιά ἁμαρτία δέν εἶχε πεῖ ὁ ἄνθρωπος καί οἱ δαίμονες ἦταν ἔτοιμοι νά τόν ἁρπάξουν. Νά πῶς δεσμευόμαστε! Γι’ αὐτό μήν ἀφήνετε ἀνεξομολόγητες ἁμαρτίες γιά πιό μετά.
Μπορεῖ νά μήν τό θυμηθεῖτε, νά τό ξεχάσετε. Καί τί θά πεῖ «ντρέπομαι νά πῶ τήν ἁμαρτία;». Αὐτή ἡ ντροπή λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος εἶναι τοῦ διαβόλου. Ντροπή νά ἔχεις, ὅταν πᾶς νά κάνεις τήν ἁμαρτία, ὄχι ὅταν εἶναι νά τήν ἀποκαλύψεις καί νά ἐλευθερωθεῖς.
π. Σάββα του Αγιορείτη