Ο όρθρος της τελευταίας αγιασμένης πνοής του...(π.Συμεών Κραγιόπουλος)
30 Σεπτεμβρίου 2015 πέταξε στον ουρανό η ψυχή του π. Συμεών Κραγιοπούλου , την ώρα που ψάλλεται, συνήθως, η Τιμιωτέρα των Χερουβείμ !
Από βραδύς μου στείλανε μήνυμα :" Ο πάτερ πορεύεται..."
Τα ξημερώματα, η Τιμιωτέρα των Χερουβείμ , η Παναγία μας , ανάμεσα στο ευωδιαστό θυμίαμα και στην ορθρινή μυσταγωγία , πήρε την αγιασμένη ψυχή του να την ξεκουράσει από τις αμαρτίες μας και να εισέλθει στη χαρά του Κυρίου. Στον Κύριο που αγάπησε και υπηρέτησε δίνοντας όλη τη ζωή του ως καιομένη λαμπάδα ενώπιόν Του.
Η ψυχή του ας αγάλλεται και ας ευφραίνεται " εις τας αυλάς του παραδείσου " και ας εύχεται και για μας !
Ένα υπέροχο κείμενο του κυρίου Γεωργίου Γαλίτη, Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής Αθηνών , από τη σελίδα της Μονής :
Ὁ Γ. Γαλίτης εἰς μνήμην τοῦ π. Συμεών γράφει:
«Ὁ λόγος τοῦ π. Συμεών ἦταν προφητικός. Ὅπως στόν ἀρχαῖο Ἰσραήλ ὁ Θεός ἔστελνε τούς προφῆτες πού μιλοῦσαν ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ λέγοντας τήν ἀλήθεια, καυτηριάζοντας τό ψέμα καί ὁδηγώντας τόν λαό, ἔτσι καί στήν περίπτωση τοῦ π. Συμεών.
Ἀκούγοντάς τον εἶχες τήν αἴσθηση ὅτι ἀκοῦς τή φωνή τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ λόγος του εἶναι ὑπεύθυνος, αὐθεντικός, ἔγκυρος. Δέν ἐπεβάλλετο μέ ἀνθρώπινο καταναγκασμό, ἀλλά μέ τό κῦρος τοῦ ὁμιλοῦντος "ἐν πνεύματι ἁγίῳ". Χωρίς ὑπεκφυγές στόχευε κατ᾿ εὐθεῖαν στήν οὐσία τοῦ θέματος, καί δέν ὡραιοποιοῦσε τόν λόγο του γιά νά φανεῖ ἀρεστός. Ἔλεγε τήν Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἀτόφια, ὅσο βαριά κι ἄν φαινόταν σέ πολλούς.
Ἦταν ὁ προφήτης, μέ τή βιβλική ἔννοια, πού ταρακουνοῦσε τίς ψυχές γιά νά ἀποβάλουν τά ψιμμύθια μέ τά ὁποῖα τίς φόρτωσε ὁ ἐγωϊσμός καί νά δοῦν τή γυμνή πραγματικότητα.
Στήν ἐξομολόγηση δέν ἦταν ὁ αὐστηρός δικαστής. Οὔτε ὁ ἐλεγκτής, ὁ τιμωρός. Δέν τρόμαζες, δέν ἀπελπιζόσουν.
Ἦταν ὁ γιατρός πού σέ γιάτρευε, ὁ πατέρας πού σέ ἀγαποῦσε, ὁ φίλος πού σέ συνόδευε. Ἡ ἐξομολόγηση δέν εἶχε τίποτε τό καταθλιπτικό, τό τυπικό, τό δικανικό.
Κάποτε τόν ρώτησε κάποιος πνευματικός: "Ἐσεῖς, πάτερ Συμεών, πῶς τά καταφέρνετε καί ἔχετε τόση ἐπιτυχία στήν ἐξομολόγηση;"
"Φροντίζω νά βρίσκομαι", ἀπάντησε, "ὅσο πιό κάτω γίνεται, ὥστε, ὅσο χαμηλά κι ἄν πέσει ὁ ἐξομολογούμενος, ἐγώ νά βρίσκομαι ἀκόμη πιό κάτω, γιά νά τόν πιάσω".
Στήν ἐξομολόγηση, ὅπως καί στήν καθημερινή ἀναστροφή, ἦταν ὅλος ἀγάπη. Ξεχείλιζε ἡ ἀγάπη ἀπό μέσα του. Ἐξέπεμπε ἀγάπη, ὄχι μέ λόγια οὔτε μέ πράξεις: μόνο μέ τό βλέμμα του, τό χαμόγελό του, μέ ἕνα του μόνο λόγο.
Δέν ἦταν ἀνοιχτός σέ οἰκειότητες, καί ὅμως τόν αἰσθανόσουν οἰκεῖο, πατέρα, ἀδελφό, φίλο».