ΣΚΙΑΓΡΑΦΩΝΤΑΣ το Γέροντα Ιάκωβο Βαλοδήμο, τον Άγιο της Βίτσας Ζαγορίου, προσεγγίζουμε την αρετή.
Προβάλλουμε μπροστά μας την αγιότητα προσωποποιημένη, τον ίδιο τον Κύριό μας «παρατεινόμενον εις τούς αιώνας».
Ό άγιος, καλοκάγαθος, άπειρόκακος Λειτουργός τού Θεού τού Υψίστου, π.Ιάκωβος Βαλοδήμος είναι μια σύγχρονη αγιασμένη μορφή, πού κατακόσμήσε τά τελευταία χρόνια την Ήπειρο μας και έφυγε μόλις το 1960 σέ βαθιά γεράματα, για να διακοσμήσει και τη χορεία της θριαμβεύουσα στον ουρανό Εκκλησίας.
Ό π. Ιάκωβος ήταν ένας βιαστής του πνεύματος, ένας σύγχρονος Πατροκοσμάς, ένα φιλέρημο στρουθίο της αρετής, από τά έρημοπούλια της πίστεως, πού χτίζουν τις φωλιές τους στις απάτητες κορυφές της αρετής, καλλικέλαδο ώς προς την αδιάκοπη δοξολογία τού Θεού μας. Υπήρξε ό Όσιος Ασκητής του Μοναστηριού του Προφήτη Ηλία, στα ψηλώματα τών Ζαγοροχωρίων, στου όποιου το πρόσωπο διαπιστώνουμε περίτρανα για μια ακόμη φορά, ότι έχει και ή εποχή μαστούς Αγίους της, αφού ή αγιότητα είναι διαχρονικό φαινόμενό προς βεβαίωση τών λόγων τού Αποστόλου τών εθνών: «Όπου έπλεόνασεν ή αμαρτία, ύπερεπερίσσευσεν ή χάρις» (Ρωμ. ε’ 20).
Ό πατήρ Ιάκωβος ζούσε στα ύψηλά. Δεν αναπαυόταν στα χαμηλά, αφού είχε υψηλές πνευματικές ανατάσεις και δεν συμβιβαζόταν με τη ζωή στα χειμαδιά της πνευματικής ζωής. Ανέπνεε τον καθαρό αέρα της ολοκληρωτικής αφιερώσεως στο έργο του ευαγγελισμού τών ψυχών και στη θεία Αγάπη. Προτιμούσε τη σκληρή ζωή τών στερήσεων και τών θλίψεων λέγοντας ότι «διά πολλών θλίψεων δει ημάς είσελθεϊν εις την Βασιλείαν τών Ουρανών» (Πράξ. ιδ’ 22). Κακουχία γι’ αυτόν σήμαινε αναψυχή. Στέρηση σήμαινε πλουτισμός. Λύπη και πειρασμός σήμαινε άγαπητική επίσκεψη τού Θεού. Ήθελε να βιώνει την πτωχεία του Ιησού σέ όλο της το μεγαλείο. Είχε εγκαταλείψει τον εαυτό του στο θειο έλεος και από τον ουρανό αντλούσε δύναμη και υγεία.
Ασκητικός, γλυκύτατος, λαμπερός ό π Ιάκωβος, με απλά λόγια εξηγούσε το Ιερό Ευαγγέλιο στους πιστούς. Ό λόγος του ήταν βαθειά θεολογικός, αλλά απόλυτα κατανοητός και πάντοτε συμβουλευτικός. Για κάθε πρόβλημα έδινε μία λύση, ή οποία ήταν πάντοτε ή καλύτερη. Αν κάποιος έκανε σοβαρή αμαρτία τον συμβούλευε πατρικά και έδειχνε ιδιαίτερη ευαισθησία στη συκοφαντία, την οποία θεωρούσε μεγάλο ολίσθημα μισητό από τον ακατάκριτο Κύριό μας. Αυτή είναι διαβολή, έλεγε, και είναι βέβαιο ότι ό διάβολος είναι ό εφευρέτης της, αφού είναι ό πατέρας τού ψεύδους.
Ό βίος τού π. Ιακώβου ήταν στολισμένος με όλες τις αρετές, με καρτερία, σεμνότητα, εγκράτεια, Αγάπη και προ πάντων με την υψοποιό ταπείνωση. Γι’ αυτό κέρδισε και την Ουράνια Βασιλεία.
Στα χωριά πού περιόδευε ιεραποστολικά ο Γέροντας διδάσκοντας την ευσέβεια μαζευόταν όλη ή γειτονιά να ακούσει τον ψυχωφελή λόγο του. Όταν τού πρότειναν να φάει εκείνος έτρωγε μόνο δύο κουταλιές, πάντοτε νηστίσιμο, και ευχαριστούσε τούς πάντες. Μιλούσε και προφητικά λέγοντας:
«Μή χαίρεστε! Πίσω θα έρθουν χειρότερες ήμερες».
Επίσης έλεγε: «Θα έρθει καιρός πού ό ένας δεν θα θέλει να δει τον άλλον. Θα αλλάξει ό κόσμος. Το μεγάλο ποτάμι δεν ήρθε ακόμη, πίσω είναι. Γι` αυτό εξομολογηθείτε, κοινωνήστε. Δεν ξέρουμε την ώρα μας. Θα έχετε όλα τά καλά, αλλά δεν θα τά χαίρεστε».
Στην εκταφή τών λειψάνων του βρήκαν ένα λουλούδι στο κεφάλι του. Πώς να μή ανθήσει λουλούδι, όταν ό ίδιος ήταν το ρόδο της ασκητικής ζωής, το κρίνο της ιεραποστολική δράσεως και το ζουμπούλι της ψυχικής κενώσεως στις ανάγκες τών συνανθρώπων του; Το άνθισμα τού λουλουδιού έδειχνε την ευαρέσκεια τού ουρανού στους αγώνες τού Γέροντος Ιακώβου.
Στα δύσκολα χρόνια της πείνας και της ανέχειας, αν εξοικονομούσε καμιά οκά αλεύρι ή καμιά χούφτα φασόλια μπορούσε να πάει και δύο ώρες δρόμο σέ κάποιο χωριό, για να τα δώσει σέ φτωχές οικογένειες. Όλα για τούς άλλους! Τίποτα δεν κρατούσε για τον εαυτό του. Τά βράδια, στη μικρή ανάπαυση πού έδινε στον εαυτό του κοιμόταν κατάχαμα πάνω σέ ένα χράμι από γιδόμαλλο με μαξιλάρι μια πέτρα.
Στον εμφύλιο σπαραγμό πού έζησε σέ δυσχείμερα χρόνια τον ρωτούσαν:
-Γέροντα, πόλεμος γίνεται, φονικά βλέπουμε, με ποιόν να πάμε;
-Με αυτόν πού έχει το μικρότερο πειρασμό, απαντούσε, χωρίς να παίρνει θέση.
Στην αμφίεση του ήταν πάντοτε ταπεινός. Έτσι, όταν τού έδωσαν σέ ένα Ί. Ναό πού πήγε για να λειτουργήσει ωραία άμφια με φανταχτερά χρώματα χωρίς να τούς προσβάλει ρώτησε:
-Δεν υπάρχουν άλλα πιο απλά, με πιο μουντά χρώματα;
Φρονούσε και έλεγε ότι ό Ιερεύς είναι υπηρέτης τού Παμβασιλέως Θεού. Και όπως ό υπηρέτης παρουσιάζεται πάντοτε στο Βασιλέα ευπρεπής, καθαρός, καλοντυμένος και πρόθυμος να τον εξυπηρετήσει, έτσι και ό Ιερεύς παρουσιάζεται ευπρεπής και ιεροπρεπής στο Ιερό Θυσιαστήριο. Δεν ντύνεται, όμως, ό υπηρέτης με βασιλικές φορεσιές. Δεν μπορεί ό υπηρέτης να ντύνεται με ακριβότερα ρούχα από το αφεντικό του. Δεν τού ταιριάζει ή πορφύρα και ό βύσσος. Κόσμημά του είναι ή απλότητα, ή καθαριότητα, ή σεμνότητα. Τά πολύτιμα κοσμήματα και ενδύματα τά φυλάει για την αθάνατη ψυχή του, αυτή πού θα μετέχει τού ουρανίου Μεγάλου Δείπνου.
Αφού σώθηκε από νάρκες και πολλούς ορατούς και αοράτους εχθρούς με τη Θεία συνέργεια και με θαύμα στους τρόπους πού μόνο σέ Αγίους συμβαίνουν, ο π. Ιάκωβος κοιμήθηκε τις 15 Φεβρουάριου του 1960 ήσυχα και Άγγελοι Κυρίου παρέλαβαν τη μακαρία του ψυχή, για να τη μεταφέρουν στο θρόνο τού Έσφαγμένου Άρνίου. Ήταν ημέρα νίκης, ημέρα λυτρωμού, ημέρα θριάμβου, για το Γέροντα, πού έσπαγε το φράγμα της ύλης και πορευόταν στην αφθαρσία, στην αιωνιότητα, κοντά στο Χριστό μας, «όπου ήχος καθαρός έορταζόντων και βοώντων άπαύστως, Κύριε, δόξα Σοι.