Κάθε Αὔγουστο λοιπόν τό Ἔθνος δένεται καί συναρμολογεῖται ἐκ νέου.
ΠΑΡΕΛΑΣΕΙΣ ὑπερηφάνειας: Ὅταν μιλοῦμε γι’ αὐτές, ξέρουμε τί ἀκριβῶς σημαίνουν. Διαρκοῦν συνήθως μερικές ὧρες καί διοργανώνονται στά ἀστικά κέντρα ἀπό μέλη συγκεκριμένης κοινότητας.
Τά ὁποῖα προσπαθοῦν νά τραβήξουν τήν προσοχή γιά νά διαφημίσουν τήν ταυτότητά τους. Ὑπάρχουν ὅμως κι ἄλλες παρελάσεις ὑπερηφάνειας. Οἱ ὁποῖες διαρκοῦν σχεδόν ἕνα μῆνα. Πραγματοποιοῦνται στήν ἄλλη Ἑλλάδα. Καί εἶναι σιωπηρές. Δέν τραβοῦν τήν προσοχή, γιατί θεωροῦνται συνηθισμένες. Δέν μεταδίδονται τηλεοπτικῶς. Δέν πᾶνε πρέσβεις καί ὑπουργοί σέ αὐτές. Μόνον ὁ ἁπλός λαός. Ὁ ὁποῖος θέλει ἁπλῶς νά ἐπιβεβαιώσει τήν ταυτότητά του. Ὄχι νά προκαλέσει.
Κι ὅμως σ’ αὐτές τίς «παρελάσεις» κάθε Δεκαπενταύγουστο τό Ἔθνος ἀνανεώνει τό διαβατήριό του μέσα στόν χρόνο. Τά ἔθιμα παραδίδονται ἀπό γενιά σέ γενιά. Ἡ παράδοση δέν θεωρεῖται ντεκαντάνς καί φολκλόρ ἀλλά πλοῦτος ἀκριβός. Τό τραπέζι στρώνεται μέ τοπικές γεύσεις καί ὄχι μέ ἀνθυγιεινά burger ἀπό ἁλυσίδες. Ἡ σχέση μας μέ τό θεῖο καί μέ τήν ὀρθόδοξη παράδοση ὁλοκληρώνεται σέ ξωκκλήσια καί σέ πανηγύρια γύρω ἀπό τραπέζια μέ παραδοσιακά μουσικά ὄργανα. Ἕνα δοξάρι, ἕνα λαοῦτο, ἕνα κλαρῖνο, ἕνα οὔτι.
Ἐάν μένει ὄρθιος λοιπόν ὁ ἑλληνικός λαός καί ἄν διατηρεῖται ἀτόφια ἡ ταυτότητά του παρά τίς ὀργανωμένες ἐπιθέσεις πού δέχεται, αὐτό τό ὀφείλει στόν Αὔγουστο. Ὅταν ὁλόκληρες οἰκογένειες, ὁλόκληρες κοινότητες, ὁλόκληρα νησιά, πού τόν χειμῶνα εἶναι διάσπαρτες στά ἀστικά κέντρα, χαμένες στά τρία σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα μετακομίζουν στούς γενέθλιους τόπους, ἑνώνονται, πιάνονται σφιχτά ἀπό τό χέρι, θυμοῦνται ἀπό ποῦ παραλαμβάνουν τήν σκυτάλη, ἀνανεώνουν τό διαβατήριο τοῦ Ἕλληνος, καί πᾶνε παρακάτω.
Σᾶς μεταφέρω μερικές εἰκόνες ἀπό τά Κυκλαδονήσια: ἡ μάνα πού χορεύει ὄρθια νησιωτικό χορό μέ τό ἡλικίας μόλις τριῶν ἐτῶν κοριτσάκι της μαθαίνοντάς του ἀπό αὐτήν τήν ἡλικία τόν ρυθμό καί τά βήματα.
Ὁ παπᾶς πού χτυπᾶ τήν καμπάνα ἀμέσως μετά τήν λειτουργία τοῦ Δεκαπενταυγούστου καί ξοπίσω του ἀκολουθοῦν στήν λιτανεία τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας δεκάδες νέα παιδιά. Ὁ παπποῦς πού παίρνει τά ἐγγόνια ἀπό τό χέρι καί πᾶνε μέ τό ἀγκίστρι καί τό καλάμι γιά ψάρεμα στό λιμάνι. Ἡ γιαγιά πού φέρνει ἄρτο καί ἀντίδωρο στό σπίτι ἀπό τήν λειτουργία, εὐλογία γιά τήν γιορτή. Ἡ νεαρά πού ξενυχτισμένη περνᾶ ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία, κοντοστέκεται, δέν μπαίνει σέ αὐτήν γιατί ἔχει μαύρους κύκλους στά μάτια, ἀλλά κάνει τρεῖς φορές τόν σταυρό της καί συνεχίζει τόν δρόμο της. Οἱ χωριανοί πού τοῦ Σωτῆρος, τῆς Ἁγίας Μαρίνας, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τοῦ Προφήτη Ἠλία, τῆς Παναγίας, πηγαίνουν σέ ἐξωκκλήσια γιά νά γιορτάσουν τήν ὀρθοδοξία, καί ὁ καθένας παίρνει μαζί του τά καλούδια του, προκειμένου νά δειπνήσουν ὅλοι μαζί, ταπεινά μέ τσίπουρο, κρασί, ντομάτες, ἐλιές, κρεμμύδια, ρεβύθια πού παρήγαγε ἡ μάνα γῆ τους.
Ὁ πατέρας πού παίρνει ἀπό τό χέρι τόν 11χρονο γυιό του νά κόβει μαζί του εἰσιτήρια στό φέρρυ μπότ τῆς γραμμῆς καί νά μαθαίνει ἀπό μικρός πῶς βγαίνει ὁ ἐπιούσιος. Τά ἐγγόνια πού πηγαίνουν στούς τάφους τῶν παππούδων καί ἀφήνουν στεφάνια, λουλούδια ἀκόμα καί καρδιές σχηματισμένες ἀπό κοχύλια γιά νά τούς δείξουν τήν ἀγάπη τους. Καί ὅτι δέν τούς ξεχνοῦν. Γιά νά εἶναι ἀναπαυμένοι.
Κάθε Αὔγουστο λοιπόν τό Ἔθνος δένεται καί συναρμολογεῖται ἐκ νέου. Ὅ,τι εἶχε χάσει τόν χειμῶνα, τό ξαναβρίσκει τό καλοκαίρι. Ἀσχέτως ἄν ὅλη τήν προηγούμενη χρονιά κάποιοι κάνουν τά πάντα γιά νά τό διαλύσουν καί νά τό ἀποσυναρμολογήσουν. Μά πάντοτε κάθε Αὔγουστο τό χάνουν ἀπό τά μάτια τους καί μετά τό φθινόπωρο ἀποροῦν ὅταν τό ξαναβλέπουν μπροστά τους ἀνανεωμένο.
Δέν εἶμαι βέβαιος ὅτι ἡ κυρίαρχη ἐλίτ πού λατρεύει τήν παγκοσμιοποίηση συλλαμβάνει στά ραντάρ της αὐτήν τήν σιωπηλή παρέλαση ὑπερηφάνειας. Αὐτή πού γίνεται γύρω ἀπό ἕνα οἰκογενειακό τραπέζι, γύρω ἀπό ἕνα ξωκκλήσι, μπροστά στήν λαβίδα τῆς Θείας Κοινωνίας, μέσα στόν χορό ἑνός διονυσιακοῦ παραδοσιακοῦ πανηγυριοῦ, κατά τήν διάρκεια μιᾶς βαρκάδας, κατά τήν τέλεση ἑνός γάμου στήν δύση τοῦ ἡλίου ἤ μιᾶς βαπτίσεως τοῦ μεσημεριοῦ. Συμβαίνουν ὅμως ὅλα αὐτά. Γιατί τελικῶς παγκόσμιο εἶναι τό τοπικό καί τό ἐθνικό πού ἔχουν ἰσχυρό χρῶμα.
Τά καλοκαίρια ἡ ταυτότητα παραδίδεται σιωπηρῶς ἀπό γενιά σέ γενιά. Σέ σημεῖο πού νά συγκινεῖσαι ὅταν ἀκοῦς ἕνα μικρό παιδάκι δύο ἐτῶν νά λέει στήν μητέρα του «θέλω νά πάω νά προσκυνήσω στήν Παναγίτσα.» Καί ὅταν βλέπεις ἕνα νεαρό δεκαπεντάχρονο νά ξεφυλλίζει τό οἰκογενειακό ἄλμπουμ καί νά ἀνακαλύπτει σέ ἀσπρόμαυρες φωτογραφίες ποιά ἦταν καί ἀπό ποῦ ξεκίνησε ἡ οἰκογένειά του. Σέ ποιά ἀσβεστωμένη αὐλή ἔπαιξε πρώτη φορά ὁ πατέρας του, ἀπό ποιό μπλέ παράθυρο ἀντίκρυσε πρώτη φορά τόν ἥλιο καί σέ σέ ποιό ξύλινο θρανίο κάθισε ἡ μητέρα του, κάτω ἀπό τόν ἴσκιο ποιᾶς μπουκαμβίλιας ἔδωσε τό πρῶτο ἐρωτικό ραντεβού του. Ὅσο περισσότερο βλέπω αὐτές τίς εἰκόνες μέ πρωταγωνιστή τήν… «ὕπουλη τρομοκρατική ὀργάνωση παππούδων καί γιαγιάδων» τῆς ἑλληνικῆς περιφέρειας πού ξέρουν πῶς νά περνοῦν συνωμοτικά τά μηνύματα στά ἐγγόνια τους, τόσο λιγώτερο ἀνησυχῶ.
Κρατᾶ ὁ ἑλληνισμός. Ἔστω καί μές τήν σιωπή. Ἔτσι κι ἀλλιῶς αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία μας πάντα! Ἕνα διαρκές κρυφό σχολειό! Τό ψιθύρισμα τῶν θρύλων μας στά αὐτιά τῶν παιδιῶν μας. Τίποτε δέν μπορεῖ νά μολύνει τίς δεμένες ἑλληνικές οἰκογένειες καί τίς κλειστές κοινότητες πού ἀναπτύσσονται μέσα στήν μικρή κλίμακα. Αὐτές νά δεῖτε τί ὅρκους σιωπῆς δίνουν καί τί μυστικά κρύβουν. Τύφλα νά ἔχουν οἱ λέσχες Μπίλντερμπεργκ ὅλου τοῦ κόσμου. Οἱ ἑλληνικές Μπίλντερμπεργκ γύρω ἀπό ἕνα στρωμένο τραπέζι σέ μιά ἀσβεστωμένη αὐλή εἶναι κλάσης ἀνώτερες. Γιατί συνωμοτοῦν δημοσίως, ἀλλά δέν τίς παίρνει εἴδηση κανείς!