23 Αυγούστου 2023

Η Πολιούχος της Σκιάθου Παναγία Εικονίστρια και η θαυμαστή διάσωση της Σκιάθου από τη θηριωδία των Γερμανών στις 23 Αυγούστου του 1944.

‘’ Ἔδωκας πανάχραντε, τήν σήν εἰκόνα τοῖς δούλοις σου, ἀσφαλές περιτείχισμα. Ἀσπίδα καί θώρακα, καί ἄμαχον ρύστιν, καί φόβητρον μέγα τοῦ πολεμήτορος ἐχθροῦ, ὠρυομένου οἷαπερ λέοντος, ἠμᾶς καταπιεῖν δεινῶς ὥσπερ στρουθίον παιζόμενον…[1]’’ Με ύμνους σαν και αυτόν ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης διακήρυττε, 20 χρόνια πριν τα φοβερά γεγονότα του Αυγούστου του 1944, τη διαρκή παρουσία της χάριτος του Θεού και της σκέπης της Θεοτόκου στο μικρό νησί της Σκιάθου, το οποίο επέλεξε ως κατοικία της η Παναγία, όταν με θαυμαστό τρόπο βρέθηκε να λάμπει πλημμυρισμένο από θείο φώς, στα κλαδιά ενός πεύκου, το 1650, το θαυματουργό εικόνισμά της. Η πολιούχος του νησιού, η φρουρός, η σκέπη, το καταφύγιο, η παναγία της Σκιάθου, η Ιερά και θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Εικονιστρίας. 20 χρόνια πριν τον επερχόμενο όλεθρο, όταν ο διηγηματογράφος και ακαδημαϊκός Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, ο μετέπειτα μοναχός Ανδρόνικος, συνέθεσε το 1924 την ακολουθία της Ευρέσεως της Ιεράς Εικόνος της Παναγίας της Εικονιστρίας, η οποία καθιερώθηκε να γιορτάζεται ως η δεύτερη μεγάλη εορτή της πολιούχου μας, αφιερωμένη στους ναυτικούς του παλιού καιρού που δεν μπορούσαν να παρευρίσκονται το χειμώνα, την ημέρα των Εισοδίων, στη μεγάλη πανήγυρη της Κυρίας Θεοτόκου. Όμως η ώρα του πειρασμού δεν άργησε να έρθει. Η Ελλάδα από τον Οκτώβρη του 1940 βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με την φιλόδοξη Ιταλία, η οποία λίγο πριν δεχτεί το ηχηρό ‘’όχι’’ από τον Μεταξά και τον Ελληνικό λαό, σε ένα παροξυσμό στρατιωτικής υπεροχής και προκλήσεων, τορπιλίζει το καταδρομικό πλοίο ‘’Έλλη’’, τη στιγμή που απέδιδε τιμές σε μια άλλη Παναγιά του Αιγαίου, την Παναγία της Τήνου, την ημέρα της Κοιμήσεώς της. Για μια ακόμη φορά η Θεοτόκος περιφρούρησε με τη σκέπη της τον πιστό λαό της. Άπειρες οι μαρτυρίες των στρατιωτών, που είδαν την Παναγία να τους ενθαρρύνει την ώρα της μάχης, να τους δίνει κουράγιο και να τους ενισχύει. Άλλοι γλίτωσαν από εχθρικά πυρά, άλλοι σώθηκαν βαριά τραυματισμένοι, ενώ άλλοι τη στιγμή που είχαν εξαντλήσει και τα τελευταία τους τρόφιμα επέζησαν με τροφή την οποία τους παρείχε η Παναγία, με θαυμαστή επέμβασή της[2]. Αλλά και στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, όταν τους Ιταλούς διαδέχθηκαν οι Γερμανοί κατακτητές, οι οποίοι νικηφόροι προέλαυναν στα ελληνικά εδάφη, η Υπεραγία Θεοτόκος, αρωγός και προστάτης των ικετών της, δεν εγκαταλείπει το πιστό λαό της, όπως δεν εγκατέλειψε και το ταπεινό νησί της. Άφθονη η λαδιά, πνιγμένα τα οπωροφόρα δένδρα από τους καρπούς με τα κλαδιά τους να γέρνουν στο έδαφος, πλούσιες οι σοδειές τα χρόνια εκείνα. Όσα στερούσε ο δεινός κατακτητής από το λαό του Θεού, τα παρείχε πλουσιοπάροχα η τροφός της ζωής, η Παναγία η Εικονίστρια. Ωστόσο το πρωινό της 23ης Αυγούστου του 1944, η Σκιάθος έμελε να ζήσει έναν εφιάλτη. Είχε προηγηθεί, λίγες μέρες πριν, η σύλληψη του Γερμανού διοικητή των Βορείων Σποράδων Άντλερ, από το 54 σύνταγμα του ΕΛΑΣ Πηλίου, κατόπιν εντολής του ΕΑΜ Βόλου, γεγονός που επιβεβαίωσε τους φόβους της τοπικής επιτροπής ΕΑΜ Σκιάθου για αντίποινα από μέρους των Γερμανών[3]. Μόλις κατάπεσε ο θόρυβος και σταμάτησαν να επαγρυπνούν οι ντόπιοι, ισχυρές Γερμανικές δυνάμεις με καταδιώξεις και επιταγμένα σκάφη εισβάλουν στο νησί, με σκοπό να διαπράξουν αντίποινα για την σύλληψη του Άντλερ. Σκοπός τους το ολοκαύτωμα της πόλης της Σκιάθου και η ομαδικές εκτελέσεις όλων των κατοίκων του νησιού. Αρχίζουν ήδη τις συλλήψεις όσων εντοπίζουν μέσα στο χωριό, μιας και οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν καταφύγει στις πλαγιές του νησιού, ενώ ταυτόχρονα πυρπολούν από στεριά και θάλασσα το χωριό. Σε λίγο η φωτιά είχε εξαπλωθεί και δεν ξεχώριζε τίποτα, ούτε κι αυτός ο ήλιος, όπως μας πληροφορεί ένας αυτόπτης μάρτυρας[4]. Η φωτιά δυναμώνει όλο και περισσότερο που μέχρι το βράδυ έχει καλύψει το μεγαλύτερο μέρος της πόλεως. Καίγονται ολοσχερώς περί τα διακόσια σπίτια. Οι γερμανικές δυνάμεις αποχωρούν με σκοπό να καλέσουν ενισχύσεις από το Βόλο, ώστε να χτενίσουν τη Σκιάθο και να μη μείνει κανείς ζωντανός. Το προηγούμενο βράδυ, πολλοί κατέφυγαν στο παλαιό μοναστηράκι της Παναγίας της Κεχριάς, για να γιορτάσουν τα εννιάμερα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και να παρακαλέσουν την Θεοτόκο να τους βοηθήσει. Όμως τη χαρά διαδέχθηκε η λύπη, την ελπίδα κάλυψε το σκοτάδι. Έντρομοι όσοι γλίτωσαν από τη σύλληψη και την πυρκαγιά κοιτούν την πόλη που καίγεται και ζητούν το έλεος της Παναγίας, Κλαιν απαρηγόρητοι και ζητούν τις μεσιτείες της στον Υιό της για τη σωτηρία τους. Και ιδού, η Παναγία η Εικονίστρια, η μητέρα των Χριστιανών, δεν άργησε να απαντήσει στις προσευχές των πενήτων της. Ενώ όλα έδειχναν ότι δεν υπάρχει σωτηρία η Θεοτόκος δεν διέψευσε τις ικεσίες των δούλων της. Ενώ ο ήλιος έδυε πίσω από τους πυκνούς καπνούς της κατά τα άλλα αίθριας και ζεστής εκείνης αποφράδας ημέρας, έξαφνα, εμφανίστηκαν μαύρα πυκνά σύννεφα, που σκέπασαν τον ουρανό. Ισχυρή καταιγίδα ξέσπασε, που σε λίγα λεπτά πλημμύρισαν τα πάντα. Η δυνατή νεροποντή διήρκεσε όλο το βράδυ και κατέσβεσε την πυρκαγιά, προτού καταστρέψει τα πάντα. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Την επόμενη μέρα ο καιρός επιδεινώθηκε ραγδαία με ισχυρούς, ψυχρούς και βροχερούς ανέμους επί οκτώ ημέρες, φαινόμενο ασυνήθιστο για την εποχή. Άρχισε να φυσά ισχυρός Γρεγολεβάντε, ο οποίος φρεσκάριζε ολοένα και περισσότερο. Η τρικυμία που επικράτησε εμπόδισε τα γερμανικά καταδρομικά και επίτακτα καΐκια να προσεγγίσουν στο νησί. Ταυτόχρονα ξεκίνησε η κατάρρευση της Γερμανίας, ματαιώνοντας διαπαντός τα αιμοδιψή σχέδιά τους[5]. Όπως και άλλοτε, έτσι και τώρα, η Παναγία η Εικονίστρια, στην οποία όλο το νησί απέδωσε το θαύμα, επιβεβαίωσε τα όσα έγραψε στους ύμνος του ο Μωραϊτίδης, ο οποίος σε ένα τροπάριο της τετάρτης Ωδής του Κανόνα της, παρακαλεί την Θεοτόκο να εμφανίσει τη θεία χάρη της και με την λάμψη της να αποδιώξει τον τύραννο εχθρό. ‘’… Ἐν ὥρᾳ θλίψεως… ἐμφάνηθι, καί λάμψει τῆς εἰκόνος σου, ἐξελοῦ τῆς τυραννίδος’’[6]. Μα το μεγαλύτερο θαύμα υπήρξε ένα και μοναδικό. Μέσα σε εκείνη την παραζάλη, το πρωινό της 23ης Αυγούστου, το χωριό είχε εξ ολοκλήρου παραδοθεί στις φλόγες. Όσα σπίτια γλίτωσαν από την επέλαση της φωτιάς, δεν γλίτωσαν από το πλιάτσικο στο οποίο γερμανοί στρατιώτες και έλληνες καταδότες επιδίδονταν χωρίς ενδοιασμούς. Οι φλόγες από τα διπλανά σπίτια έγλυφαν το Μητροπολιτικό Ναό των Τριών Ιεραρχών, στον οποίο φυλάσσεται μέχρι σήμερα η θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας της Εικονίστριας. Την ώρα που όλοι έντρομοι έτρεχαν να γλιτώσουν από τον όλεθρο, κανείς δεν σκέφτηκε να φυγαδεύσει την Ιερά Εικόνα, το μεγαλύτερο κειμήλιο του νησιού. Και όμως παρέμεινε απείραχτη στο θρόνο της, όπως απείραχτος έμεινε και ο Ναός της, στον οποίο σήμερα αναπέμπουμε ευχαριστηρίους δεήσεις, και δοξολογίες, για την διάσωση της πόλεως και τα θαυμαστά ‘‘ξένα και τεράστια’’ που η Θεοτόκος χάρισε και χαρίζει μέχρι σήμερα σε όσους την επικαλούνται με ευλάβεια και πίστη[7] Και μαζί με τον υμνωδό της, τον άλλο Αλέξανδρο, τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, ψάλλουμε: ‘‘ Ἐλέους τήν χάριν σου Παρθένε καί σκέπης ἰσχύν τήν κραταιάν, οὐ σιωπῶμεν πώποτε κηρύττομεν τοῖς πέρασιν, ὅτι κινδύνων ἔσωσας, πολλῶν ἡμᾶς Εἰκονίστρια’’[8].