Ο Άγιος Γεώργιος Καρσλίδης της Δράμας προβλέπει τον πόλεμο
Την παραμονή του πολέμου με τους Ιταλούς, ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης έκλαιγε συνεχώς.Του είπαν:
«Τι έχεις, Γέροντα, και κλαις;»
Απάντησε: «Έμεινα ορφανός».
Κι όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος είπε:
«Έφυγε η Παναγία με τον άγιο Γεώργιο στο μέτωπο».
Για τον Γέροντα [τον όσιο Γεώργιο (Καρσλίδη) της Δράμας], ο πόλεμος που ξέσπασε δεν ήταν ένα αναπάντεχο γεγονός. Πολλοί χωρικοί αναφέρουν ότι το είχε προείδει και τους είχε προειδοποιήσει εμμέσως.
Η Συμέλα Σπυριδοπούλου, που μαζί με μία φίλη της είχαν επισκεφθεί τον Γέροντα μια εβδομάδα πριν τον πόλεμο, τον άκουσε να λέει: «Σήμερα ο Άι-Γιάννης κίνησε για τον πόλεμο».
Αυτή όμως δεν έδωσαν σημασία στα λόγια του και σε πέντε μέρες το είχαν ήδη ξεχάσει. Την πέμπτη μέρα, ενώ η Συμέλα σκάλιζε έξω στον κήπο, ήρθε ο Γέροντας, κάθησε κοντά της κι άρχισαν να συζητούν.
Κάποια στιγμή αισθάνθηκαν μία δυνατή ευωδία, όχι όμως από θυμίαμα. Το καλύτερο άρωμα να χρησιμοποιούσες τέτοια ευωδία δεν θα έβγαινε! Μοσχοβολούσε ο τόπος!
Τη ρώτησε τότε ο Γέροντας:
– Συμέλα, αγροίκησες [κατάλαβες] τίποτα;
– Ναι, Γέροντα του είπε εκείνη. Μα τι όμορφη ευωδία είναι αυτή;
– Δεν πας τότε της λέει ως το μοναστήρι [την Ι.Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, στους Ταξιάρχες (Σύψα) Δράμας], να δεις τι συμβαίνει;
– Δεν πάω μόνη μου. Φοβάμαι… Αν πας εσύ, θα ’ρθω κι εγώ του είπε.
Ξεκίνησαν και οι δύο μαζί. Όταν έφθασαν, αντίκρυσαν την εικόνα της Παναγίας της Ελευθερώτριας να είναι βουτηγμένη στο μύρο! Συγκινήθηκε ο Γέροντας και βούρκωσε.
Πήρε το βαμβάκι, ο σκούπισε το μύρο και το έδωσε στη Συμέλα για ευλογία. Μετά πήρε ένα βιβλίο κι άρχισε να διαβάζει και τότε μόνο σταμάτησε το μύρο να τρέχει. Αυτό συνέβη λίγες μέρες πριν την κήρυξη του πολέμου.
Σε όλη τη διάρκειά του έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια της Παναγίας και ο Γέροντας αναστενάζοντας έλεγε:
«Γιαβρούμ, πώς να μην κλαίει η Παναγία μας μ’ αυτά που γίνονται και μ’ αυτά που θα γίνουν»;
Ο μπαρμπα-Θόδωρος, που έμενε μαζί του, διηγείται ότι λίγο καιρό πριν το ξέσπασμα του πολέμου τον άκουγε να κλαίει με λυγμούς κάθε βράδυ στο κελλί του. Σηκώθηκε μια νύχτα στενοχωρημένος να δει τι του συνέβαινε και να τον παρηγορήσει· τον βρήκε καθισμένο στο κρεβάτι του να κλαίει.
Τον ρώτησε τότε:
– Γέροντα, γιατί παίρνετε τόσο σοβαρά τα βάσανα που σας εξιστορεί ο κόσμος και κάθεστε κάθε νύκτα και κλαίτε;
Εκείνος τότε τον κοίταξε περίλυπος και του είπε:
– Εσύ δεν ξέρεις. Δεν ξέρεις τι έρχεται, παιδί μου…
Ο Όσιος έβλεπε νοερώς τη φρίκη του πολέμου και τις επερχόμενες καταστροφές. Επί μία ολόκληρη εβδομάδα έκλαιγε γοερά και συνεχώς, με αποκορύφωμα την παραμονή του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Ο κόσμος στενοχωριόταν να τον βλέπει σ’ αυτήν την κατάσταση και, συνάμα προβληματιζόταν.
– Μα, τι συμβαίνει, Γέροντα; τον ρωτούσαν. Γιατί κλαίτε συνεχώς;
Στο τέλος όμως της εβδομάδας, που κηρύχθηκε ο πόλεμος, κατάλαβαν πλέον τον λόγο…
Μετά τη γενική επιστράτευση ο Γέροντας συγκέντρωσε τα γυναικόπαιδα κι έκανε λιτανεία γύρω από το χωριό. Περιφερόταν με ένα κονσερβοκούτι γεμάτο κάρβουνα και με αυτό θύμιαζε τα σύνορα του χωριού επικαλούμενος τη θεία προστασία.
Όταν επέστρεψαν πίσω στο μοναστήρι, του ανακοίνωσε ότι η Παναγία με τον Άγιο Γεώργιο έφυγαν για να βοηθήσουν στο μέτωπο.
Απόσπασμα από το βιβλίο, ο «Όσιος Γεώργιος της Δράμας, Ο Άγιος των πτωχών και των πονεμένων», έκδοση της Ιεράς Μονής Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σύψα) Δράμας.