19 Ιανουαρίου 2024

Η βάναυση σφαγή του παπα--Δημήτρη Γκελῆ από τον ΕΑΜ/ΕΛΑΣ

Για ένα άλλο θύμα της ίδίας σφαγής στα Δίυμα της Αργολίδος, τον ανιψιό του, έχει γράψει και το βιβλίο του «Φαντάσματα τοῦ Ἐμφυλίου», ο Στυλιανός Περράκης. Στις άδικες σφαγές αθώων ανθρώπων στις Σπηλιές, στα Δίδυμα, από το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΟΠΛΑ Αργολίδος, έχω αναφερθεί και εγώ στο έργο μου "Αθώων Αίμα", Τόμος Β΄. Ο Τόπος Θυσίας τους είναι στο εξώφυλλο: "Στά Δίδυμα, οἱ κρατούμενοι ἔμειναν τρεῖς ἡμέρες. Κάθε βράδυ οἱ φρουροί ἔπαιρναν 7-8 κρατούμενους καί τούς ὁδηγοῦσαν γιά σφαγή στή Μεγάλη Σπηλιά, μιά κυκλική καθίζηση πλάτους περί τά 200 μέτρα, ἀλλά εὔκολα προσιτή ἀπό τή μιά της πλευρά. Ὅταν τούς ἔπερναν ἀπό τή Μικρή Σπηλιά, νύχτα πρίν τό ξημέρωμα, τούς ἔλεγαν τό σύνηθες ψεῦδος: «πᾶμε γιά μιά μικρή ἀνάκριση». Φυσικά, οἱ κρατούμενοι ὑποψιάζονταν τήν τύχη τους, ἀσχέτως ἄν δέν ἤθελαν νά τό πιστέψουν. Κανείς δέν ἐπέστρεφε ἀπό τή δῆθεν ἀνάκριση. Μόνο κανένα καλό κομμάτι ἐνδυμασίας γύριζε, στά χέρια κάποιου φρουροῦ ἤ καί φορεμένο. Ἐξ ἄλλου, παρά τή σχετική ἀπόσταση ἀνάμεσα στίς δυό σπηλιές, οἱ κρατούμενοι ἄκουγαν τίς κραυγές αὐτῶν πού σφάζονταν. Ἰδιαίτερα, ὅσων βασανίζονταν μέ σαδισμό πρίν σφαγοῦν. Ἡ περίπτωση τοῦ ἱερέα τοῦ Ἀγγελοκάστρου Δημητρίου Γκελῆ , παρέμεινε ἐπί μακρόν στήν τοπική μνήμη. Τόν εἶχε στείλει γιά σφαγή ὁ ὑπεύθυνός τοῦ ΕΑΜ Ἀγγελοκάστρου Κωνσταντῖνος Μάρας, ὁ ὁποῖος ἐκτελέστηκε ἀπό τούς Γερμανούς στό Σοφικό μέ διαφορά λίγων ἡμερῶν. Ὁ ἰατρός Γεώργιος Πέτρου ἀπό τά Δίδυμα, σέ ἕνα ἡμερολόγιο πού κράτησε, ἀναφέρει: «...Πρό τῆς Ἐκκαθαριστικῆς ἐπιχειρήσεως τῶν Γερμανῶν ἦλθεν ἐνταῦθα καί ἡ ΟΠΛΑ Ναυπλίου μεταφέρουσα περί τούς τεσσαράκοντα ὁμήρους..[...] κάθ᾽ ἑκάστην νύκταν ἐξήγοντο καί ἐσφάζοντο ὁμάδες ἐξ αὐτῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων καί εἵς ἱερεύς ἐκ τῆς περιφερείας Ἀγγελοκάστρου Ναυπλίας καί τοῦ ὁποίου οἱ φωναί ἠκούσθησαν καί ἀπό τούς ποιμένες τῆς περιοχῆς ...». Μιά κάτοικος τοῦ ἰδίου χωριοῦ -ἀναφερόμενη μόνο μέ τό μικρό της ὄνομα, Δήμητρα- ἔλεγε ὅτι ὡς νεαρή κοπέλα τότε, ὑπῆρξε αὐτόπτης μάρτυρας τῆς βάναυσης σφαγῆς τοῦ πάπα-Δημήτρη: «…εἶχα πάει δεκαπέντε καρβέλια ψωμί μέ δυό γαϊδάρους καί ἤμουνα ἐκεῖ καί μοῦ εἴπανε: «Κοίταξε μήν πεῖς τίποτε, γιατί ὅτι τραβάει ὁ παπάς θά τραβήξεις καί σύ». [...] ἕνας τόν κτύπησε μ᾽ ἕνα ρόπαλο στό κεφάλι, κι ἕνας ἄλλος τοῦ ἔκοψε τό κεφάλι. Φώναξε ὁ παπάς: «Πατέρα μου, Θεέ μου, σῶσε με» καί περπάτησε λίγα μέτρα χωρίς κεφάλι. Τό καρφώσανε μέ μιά ξιφολόγχη δίπλα μας, στό δυτικό σημεῖο τοῦ χωριοῦ καί στούς πρόποδες τοῦ βουνοῦ σέ μιά μεγάλη γούβα ...»