25 Ιανουαρίου 2024

Ο γερο–Χρυσόστομος ὁ Κατουνακιώτης

Ο γερο–Χρυσόστομος ὁ Κατουνακιώτης κατήγετο ἀπό τήν Ἀνατολική Θράκη ἀ­πό ἕ­να γει­το­νι­κό χω­ριό τῆς Ση­λυμ­βρίας, τῆς πα­τρί­δος τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου. Τόν εἶ­χε συ­ναν­τή­σει ὅ­ταν κά­πο­τε πέ­ρα­σε ἀ­πό τό χω­ριό του ὁ Ἅ­γιος. Στά Κα­του­νά­κια, στό Κελ­λί Ἄ­ξι­όν Ἐ­στι ὅπου ἐ­μό­να­σε, εἶ­χαν πο­λλή φτώ­χεια. Γιά νά οἰ­κο­νο­μή­σουν τά ἀ­πα­ρα­ί­τη­τα τόν ἔ­στελ­ναν γιά μῆ­νες καί ἐρ­γα­ζό­ταν σέ Μο­να­στή­ρια. Ἔ­κα­νε καί ἐρ­γό­χει­ρο κου­τά­λες καί χτέ­νες. Γη­ρο­κό­μη­σε το­ύς Γε­ρον­τά­δες του, οἱ ὁ­ποῖ­οι καί οἱ τρεῖς ἐ­κοι­μή­θη­καν νέ­οι σχε­τι­κά -γύ­ρω στά 60- ἀ­πό φυ­μα­τί­ω­ση. Ὅ­ταν ὁ τρί­τος Γέροντάς του ἦ­ταν στά τε­λευ­ταῖ­α, πρίν κοι­μη­θῆ εἶδε ἕ­ναν ξανθό νέ­ο, τόν φύ­λα­κά του Ἄγ­γε­λο, καί ὕ­στε­ρα πα­ρέ­δω­σε τήν ψυ­χή του. Δι­η­γή­θη­κε ὁ γερο–Χρυσόστομος: «Ὅ­ταν ἐ­κοι­μή­θη ὁ Γέροντας τῶν Καρ­τσω­να­ί­ων, μο­ί­ρα­σαν σέ ὅ­λους το­ύς Ἀ­σκη­τές τῆς πε­ρι­ο­χῆς ἀ­πό μί­α λί­ρα Τούρ­­κι­κη, γιά νά κά­νουν κομπ­ο­σχο­ί­νι γιά τήν ψυ­χή του. Μία μέ­ρα μέ ρώ­τη­σε ὁ πα­πα–Ἐ­φρα­ίμ ὁ Κα­του­να­κι­ώ­της: “Τήν δου­λε­ύ­εις τήν Τούρ­κα;”. Ἐ­πει­δή γη­ρο­κο­μοῦ­σα το­ύς Γε­ρον­τά­δες μου καί δέν εἶ­χα χρό­νο νά κά­νω κομ­πο­σχο­ί­νι γιά ἄλ­λους, πῆ­γα καί τήν γύ­ρι­σα πί­σω». «Κάποια χρο­νιά τό Πάσχα πῆ­γα προ­σκύ­νη­μα στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Ἦ­ταν τό προ­η­γο­ύ­με­νο ἔ­τος ἀ­πό τήν ἔ­κρη­ξη στό Τσερ­νομ­πίλ. Εἶ­δα στό Ναό μί­α εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας νά δα­κρύ­ζη· αὐ­τό ἔ­γι­νε ἀν­τι­λη­πτό ἀ­πό πολ­λο­ύς καί ἀ­πό ἕ­ναν Ἄ­ρα­βα Ἀ­στυ­νο­μι­κό. Ἦρ­θε ὁ Πα­τρι­άρ­χης φο­ρε­μέ­νος τά Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κά του Ἄμ­φια καί μέ βαμ­βά­κι σκο­ύ­πι­σε τά δά­κρυ­α τῆς Πα­να­γί­ας. Στήν συ­νέ­χεια ἔ­βλε­πα τήν εἰ­κό­να νά ἀ­νοι­γο­κλε­ί­νη τά μά­τια της. Ἄλ­λη φο­ρά δι­α­νυ­κτέ­ρευ­α στό πα­ρεκ­κλήσι τῶν Κλα­πῶν, ὅ­που εἶ­ναι ἡ κο­λώ­να πού ἔ­δε­σαν καί μα­στί­γω­σαν τόν Κύριο καί ἄ­κου­γα εὐ­κρι­νῶς βουρ­δου­λι­ές ἀ­πό μα­στί­γιο. Εἶ­δα τό Ἅ­γιο Φῶς σάν φω­τει­νές ται­νί­ες πού δι­α­περ­νοῦ­σαν τόν ἀ­έ­ρα καί ἄ­να­βαν τά φυ­τί­λια τῶν κε­ρι­ῶν. Ἡ πί­στη μας εἶ­ναι με­γά­λη καί ζων­τα­νή