31 Μαρτίου 2022

Η μετάνοια είναι εργόχειρο πού δεν τελειώνει ποτέ (από το Γεροντικό)

Οταν ο αββάς Αντώνιος ασκήτευε στην έρημο, έπεσε κάποτε σε ακηδία και σε μεγάλη σύγχυση των λογισμών του και έλεγε στον Θεό: “Κύριε, θέλω να σωθώ αλλά δεν μ΄ αφήνουν οι λογισμοί μου. Τι να κάνω με τη θλίψη μου αυτή; Πώς να σωθώ;” Κάποια φορά λοιπόν βγήκε λίγο προς τα έξω και βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του να κάθεται και να κάνει εργόχειρο. Μετά από λίγο άφηνε το εργόχειρο, σηκωνόταν και προσευχόταν, και ξανά καθόταν και συνέχιζε να πλέκει το σχοινί του. Ύστερα πάλι σηκωνόταν για προσευχή. Ήταν άγγελος Κυρίου που είχε σταλεί για να διορθώσει τον Αντώνιο και να του δώσει σιγουριά και άκουσε τον άγγελο να του λέει: “Κάνε κι εσύ το ίδιο και θα σωθείς”. Και ο Αντώνιος όταν τ” άκουσε, πήρε μεγάλη χαρά και κουράγιο. Και έτσι κάνοντας προχωρούσε στο έργο της σωτηρίας του. ***** Ζούσε κάποτε στην Αλεξάνδρεια ένας μορφωμένος άνθρωπος που τον έλεγαν Κοσμά. Ήταν αξιοθαύμαστος και πολύ ενάρετος, με ταπεινό φρόνημα, σπλαχνικός, εγκρατής, παρθένος, άνθρωπος της ησυχίας, φιλόξενος, φίλος των φτωχών. Επειδή εγώ του είχα μεγάλη οικειότητα, μια φορά του λέω: “Κάνε αγάπη, πόσο χρόνο ζεις τη ζωή της ησυχίας; ” Επειδή σώπαινε και δεν μου έδινε κα μια απάντηση, πάλι του λέω: “Για χάρη του Κυρίου πες μου”. Κι εκείνος, αφού για λίγο κρατήθηκε, μου λέει: “Έχω τριάντα τρία χρόνια”. Πάλι του λέω: “Κάνε τέλεια την αγάπη, γιατί ξέρεις πολύ καλά ότι για ωφέλεια της ψυχής σε ρωτώ, πες μου: σε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα της ησυχαστικής σου ζωής, τι κατόρθωσες;” Εκείνος, αφού αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς, μου λέει: “Ένας άνθρωπος κοσμικός τι μπορεί να κατορθώσει και μάλιστα τη στιγμή που κάθεται στο σπίτι του; ” Όμως εγώ τον παρακαλούσα: “Για χάρη του Κυρίου πες μου και ωφέλησέ με”. Και επειδή τον πίεσα πολύ, είπε: “Συγχώρεσέ με, αυτά τα τρία ξέρω ότι κατόρθωσα: να μη γελώ, να μην ορκίζομαι και να μη λέω ψέματα”. ***** Είπε ο αββάς Λογγίνος: “Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα, η αγρυπνία καθαρίζει τον νου, · η ησυχία φέρνει το πένθος, · το πένθος βαπτίζει τον άνθρωπο και τον απαλλάσσει από την αμαρτία”. Ο αββάς Λογγίνος είχε μεγάλη κατάνυξη την ώρα της προσευχής και της ψαλμωδίας του, και μια φορά του λέει ένας μαθητής του: “Αββά, αυτός είναι ο πνευματικός κανόνας, να κλαίει ο μοναχός, όταν κάνει την ακολουθία του; ” Και ο Γέροντας του απαντά: “Ναι, παιδί μου, αυτός είναι ο κανόνας, που επιζητεί ο Θεός. Βέβαια ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο να κλαίει, αλλά να χαίρεται και να ευφραίνεται και να τον δοξάζει, όπως οι άγγελοι, με την καθαρή και αναμάρτητη ζωή του. Όμως ο άνθρωπος έπεσε στην αμαρτία και γι αυτό είναι ανάγκη να κλαίει, ενώ όπου δεν υπάρχει αμαρτία, εκεί δεν έχει θέση το κλάμα”.
ΛΕΥΚΑΔΑ
ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
ΣΚΙΑΘΟΣ
ΛΕΥΚΑΔΑ
 
  • ΧΡΩΜΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ▼
    • ΑΠΑΛΟ ΠΡΑΣΙΝΟ
    • ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
  • ΧΡΩΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ▼

30 Μαρτίου 2022

”Φτοὺ μὲ μάτιασες!” Ἡ Βασκανία τὴν … τρίτη χιλιετία μ.Χ., τοῦ Κωνσταντίνου Ἀθ. Οἰκονόμου, δασκάλου, συγγραφέα

ΓΕΝΙΚΑ: Βασκανία ἢ μάτιασμα ὀνομαζεται ἡ πεποίθηση ὅτι εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπηρεαστεῖ ἀρνητικὰ ἕνας ἄνθρωπος ἐξ αἰτίας φθόνου ἢβλέμματος ἀπὸ ἄλλο ἄνθρωπο (ἔστω ἀκούσια). Ἡ πίστη στὸ “μάτι” εἶναι διαδεδομένη σὲ Μέση Ἀνατολή, δυτικὴ καὶ ἀνατολικὴ Ἀφρική, κεντρικὴ Ἀσία, ἀλλὰ καὶ στὴν Εὐρώπη, ἰδίως στὶς μεσογειακὲς χῶρες. Ἀναφορὲς στὴν βασκανία βρίσκονται στὸ Κοράνι καὶ σὲ Ἑβραϊκὰ ἱερὰ κείμενα (Ταλμούδ, Τανάκ). Στὸν πίνακα “Τὸ διαβολικὸ μάτι”, ὁ Τζὸν Φίλιπ (1859) ἀπεικονίζει τὸν ἑαυτό του, καθὼς φιλοτεχνεῖ τὸσκίτσο μίας Τσιγγάνας, ἡ ὁποία βλέποντάς τον νὰ τὴν κοιτάζει ἔντονα, πιστεύει ὅτι γίνεται “στόχος” βασκανίας. Ἡ ἀρχὴ τῆς βασκανίας ἀνάγεται στὴ Χαλδαία. ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ: Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες καὶ ἀργότερα οἰ Ρωμαῖοι πίστευαν στὴ βασκανία. Ὑπῆρχαν μέσα διαγνώσεως τῆς βασκανίας, ὅπως τὸκοίταγμα τοῦ λαδιοῦ τῆς καντήλας, σὰν τὸ σημερινὸ “ξεμάτιασμα”. Οἱ τρόποι ξεματιάσματος μεταφέρονταν ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ μὲ συγκεκριμένους τρόπους, γιὰ νὰ μὴν χάσουν τὴν δύναμή τους. Ὁ Δημοσθένης καταγγέλλει τὴν βασκανία ὅτι προκαλεῖ δυστυχία. Ὁ Στράβων ἀναφέρει τὸν Τιμαῖο τὸν Ταυρομενέο, χαρακτηρίζοντάς τον κακόβουλο, ἀφοῦ μποροῦσε νὰ ματιάζει. Ὁ Πλούταρχος ἀναφέρει καὶ τὴν περίπτωση τῆς αὐτοβασκανίας. Ὁ Δημόκριτος ἀναφέρει ὅτι ἐκπέμπουν τὰ μάτια τοῦ βασκάνου μοχθηρία καὶ φθόνο, προκαλώντας διαταραχὲς στὸν βασκανόμενο. Ἡ παλαιότερη ἀναφορὰ γίνεται στὰ Ἀργοναυτικὰ τοῦ Ἀπολλώνιου τοῦ Ρόδιου, ποὺ περιγράφει πῶς ἡ Μήδεια κατάφερε νὰ σταματήσει τὸν Τάλω, τὸν χάλκινο ἄνδρα ποὺ φύλαγε τὴν Κρήτη. Ἡ Μήδεια τραγουδώντας μαγικὰ τραγούδια, κάλεσε θεὲς τοῦ θανάτου καὶ τὰ σκυλιὰ τοῦ Ἅδη. Ἔβαλε τὸ κακὸ στὸ νοῦ της καὶ μὲ τὸ μάτι της ἔριξε κατάρα στὰμάτια τοῦ Τάλω. Τὸ κακὸ μάτι μποροῦσε νὰ ἐπηρεάσει ὄχι μόνο τὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ καὶ ὅ,τι εἶχε προσφιλές. Τὰ παιδιὰ θεωροῦνταν εὐκολότερα θύματα. Ἀξιοσημείωτο εἶναι τὸ πόσο ἀπαράλλακτες μεταφέρθηκαν κάποιες δοξασίες στὶς ἡμέρες μας. Το «ὀφθαλμίζειν», καὶ «ἐποφθαλμίζειν» σήμαιναν ἀκριβῶς ὅ,τι ἐννοοῦμε σήμερα «ματιάζω». Τὸ “ματιάστηκε μόνος του” περιγράφεται σὰν αὐτοβασκανία. Τὸ “μὴ λὲς μεγάλο λόγο” ἐλέχθηκε ἀπὸ τὸν Σωκράτη: «μὴ μέγα λέγε, μή τις βασκανίᾳ περιτρέψῃ τὸν λόγον τὸν μέλλοντα». Ὁ Αριστοτέλης ἀναφέρει τὸ φτύσιμο στὸν κόρφο: «ἐμπτύει αὐτοῖς ὡς μὴ βασκανθῶσιν». Οἱ Ρωμαῖοι λάτρευαν ὡς προστάτη τῶν παιδιῶν τὴ θεά Cumina, ποὺ ἀπέτρεπε τὴν ἐπίδραση τοῦ κακοῦ ματιοῦ. Τὰ κατοικίδια ζῶα ἦταν ἐπίσης δυνατὸ νὰἐπηρεαστοῦν. Ὁ Βιργίλιος γράφει τὸ παράπονο βοσκοῦ, τοῦ ὁποίου καταστράφηκε τὸ κοπάδι. ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ: Οἱ Ἀφρικανοὶ πιστεύοντας ὅτι τὸ κακὸ μάτι μπορεῖ νὰ σκοτώσει κοπάδια ἢ δέντρα, κατέφευγαν στὴν προστασία τοτέμ. Κατεξοχὴν “προστατευτικές” μορφὲς ἦταν τερατόμορφα ἀπεχθῆ πλάσματα, ἢ ζῶα (ποντικός, ὕαινα, σκορπιός, λύκος, κόρακας). Ἀκόμη, ἀντιβασκανικὰ θεωροῦνται ὁ μαγνήτης, ὁ σίδηρος, ὁ ὀρείχαλκος, ἡ γαλαζόπετρα. Ἀπὸ αὐτὰ κατασκευάζονταν διαφορα χαϊμαλιά. Οἱ Αἰγύπτιοι μεταχειρίζονταν φύλλα παπύρου μὲ μυστηριώδεις γραφὲς ποὺ φοροῦσαν στὰ ἐσώρουχά τους. Οἱ Πέρσες χρησιμοποιοῦσαν λωρίδες, πάνω στὶς ὁποῖες χάραζαν ξόρκια καὶ δένονταν μὲ αὐτὲς κατάσαρκα. Οἱ Ἑβραῖοι σὲ ἀνάλογα φυλακτὰ ἔγραφαν κομμάτια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τὰ φοροῦσαν στὸ χέρι, ἢ στὸ κεφάλι. Στὰ φυλαχτὰ τῶν μωαμεθανῶν συναντᾶμε ρητὰ τοῦ κορανίου. Τὸ βάσκαμα στὴν Θεσσαλία τὸ ἀκοῦμε συχνὰ ὡς ἀρμένιασμα, στὰ Δωδεκάνησα ὡς ματικό, στὴν Κρήτη ὡς λάβωμα ἢ θιάρισμα καὶ στὴ Μάνη ὡς ἀποσκασμό. “ΦΥΛΑΚΤΗΡΙΑ” – “ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑΤΑ”: Ἀπὸ παλιὰ οἱ ἄνθρωποι ζητοῦσαν μέσα γιὰ τὴν ἐξουδετέρωση τῆς βασκανίας. Στοὺς Ἕλληνες ἀναφέρονται: ἀποτρόπαια, φυλακτήρια, ἐγκόλπια, περίαπτα, τελέσματα, στοὺς Λατίνους amuletum, στοὺς Γάλλους amulette, fetiche, στοὺς Ἰταλοὺς ligature, alligatura. Ἀπὸ ἀποτρεπτικὲς πράξεις γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα τὸ φτύσιμο: «Ὡς μὴ βασκανθῶ τρὶς εἰς ἐμὸν ἔπτυσα κόλπον» (Θεόκριτος). Ἐπίσης ἡ μούντζα ἢ φασκάλωμα, ἡ fica τῶν Ἰταλῶν. Οἱ χειρονομίες συνοδεύονταν μὲ φράσεις ὅπως: «Εἰς τὴν κεφαλήν σοι», «Καὶ σύ», «Ἔρρε». Στὴ Ρώμη κρεμοῦσαν τὸ “fascinum”, φαλλικὸ σύμβολο, στὸ λαιμὸ τῶν παιδιῶν γιὰ προστασία ἀπὸ κακὸ μάτι, ἀλλὰ καὶ γιὰ γονιμότητα. Βουδισμός, Βραχμανισμός, καὶ Ταοϊσμὸς καλλιέργησαν τὴν πίστη στὰ φυλακτήρια. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν κατόρθωσε νὰ καταργήσει τὴ χρήση τῶν φυλακτηρίων. Μάλιστα, ὑπάρχουν “χριστιανοί”, ποὺ μὲ τὴν διακατέχουσα δεισιδαιμονία, προσπαθοῦν νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ τὸν σατανᾶ καὶ τοὺς ὁμοίους του μὲ διάφορα φυλακτήρια, ἢ “ἁγιωτικὰ – χαϊμαλιά”, προσμένοντας ἀπὸ αὐτὰ προστασία. Ἡ Ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (κανόνας 61) ὁρίζει καθαίρεση γιὰ κληρικοὺς καὶ ἑξαετῆ ἀφορισμὸ γιὰ λαϊκοὺς ποὺ ἔδιναν στὶς γυναῖκες δεμάτια ἀπὸ μεταξένια («σηρικὰ») νήματα, ὡς ἀντιβασκανικά. Σήμερα διαδεδομένα εἶναι τὰ ματόχαντρα (μπλὲ χάντρες ποὺ μοιάζουν μὲ μάτι), τὰ ὁποῖα, ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ, τὰ χρησιμοποιοῦν ἀκόμη καὶ στὶς Βαπτίσεις(!). Τὸ τί λέγεται, ἀπὸ τὴν ἄλλη, στὰ ξεματιάσματα, στὶς εὐχὲς καὶ “γητειές”, μόνο χριστιανικὸ δὲν εἶναι καὶ εἶναι, φυσικά, ἀνυπόστατο θεολογικῶς. Συνδυάζονται δεισιδαιμονίες μὲ “εὐχὲς πρὸς τὸν Χριστὸ” ἀπὸ τοὺς ξεβασκανιστὲς καί, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν, αὐτοεξαπατῶνται θεωρώντας ὅτι προσευχήθηκαν πράττοντας τὸ καλύτερο. Ἄλλοτε πάλι, ἀνακατεύοντας “ἁγιωτικὰ” καὶ ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, “ξαποστέλνουν τὸ “κακό”, στὰ “ὄρη στ’ ἄγρια βουνά, στὰ ξύλα στὰ λιθάρια”. Σὲ ἄλλες περιπτώσεις, παίρνουνἁλάτι, δένουν κόμπους σὲ πανιὰ καὶ κάνουν τὰ πάντα, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας δέχεται. Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ: Στὴ Βίβλο διαβάζουμε: “Μὴ συνδείπνει (νὰ μὴ δειπνεῖς μαζὶ) ἀνδρὶ βασκάνῳ” (Παρ. κγ΄6), ἐνῶ ἀλλοῦ: “ἀνδρὶ μικρολόγῳ οὐ καλὸς ὁ πλοῦτος καὶ ἀνθρώπῳ βασκάνῳ ἵνα τί χρήματα;” (Σ. Σειρ., ιδ΄ 3). Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἀναφορὰ στὴ βασκανία κάνει ὁ Ἄπ. Παῦλος: “Ὦ ἀνόητοι Γαλᾶται, τίς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθε;” (Γαλ. γ΄1), θεωρώντας τὴ δυσκολία τῶν Γαλατῶν νὰἐγκολπωθοῦν τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου ὀφειλόμενη στὴ βασκανία. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ: Χρήση φυλακτηρίου, σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐπέχουν ὁ ἁγιασμὸς καὶ ὁ Σταυρός, τὸ”τρόπαιον τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοῦ Διαβόλου”, (Μέγας Φώτιος). Ὁ Εὐσέβιος Ἀλεξ. λέγει ὅτι ἔχουμε τὸ Σταυρὸ “φυλακτήριον” ἐναντίον τῆς “βασκανίας καὶ τοῦ μισόκαλου”. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει: “τοῦ σταυροῦ γενομένου” κάθε εἰδωλολατρία καθαιρεῖται καὶ κάθε δαιμονικὴ φαντασία ἐξαφανίζεται. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀποδίδουν τὴ βασκανία σὲ ἐπέμβαση τοῦ πονηροῦ πνεύματος, ἔργο διαβόλου, ταυτίζοντάς την μὲ τὸ φθόνο, ἐνῶ θεωροῦν τὴ βασκανία κακὴ καὶ γιὰ αὐτὸν ποὺ τὴν προκαλεῖ. Λόγο καὶ εὐχὴ γιὰ τὴ βασκανία ἔγραψε ὀ Μέγας Βασίλειος. Ἐκεῖ διαβάζουμε: “Κύριε (…) Σοῦ δεόμεθα ἀποστησον, φυγάδευσον καὶ ἀπέλασον πάσαν διαβολικὴν ἐνέργειαν, πᾶσαν σατανικὴν ἕφοδο καὶ πᾶσαν ἐπιβουλήν, (…) καὶ ὀφθαλμῶν βασκανίαν τῶν κακοποιῶν καὶ πονηρῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τοῦδούλου σου (…).” Εἴπαμε ὅτι οἱ Πατέρες ἀποδίδουν τὸ μάτι σὲ “δαιμόνιο”. Αὐτὸς ποὺ ματιάζει ἔχει “δαιμόνιο”. Ἀκούγεται βαρύ. Κι ὅμως αὐτὸς ποὺ ματιάζει, κατὰ τοὺς Πατέρες, ἀπέχει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ μυστήριά της. Δὲν ἐξομολογεῖται, δὲν κοινωνεῖ, δὲν κάνει τὸν Σταυρό του ἢ ἁπλῶς ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία ἐπιφανειακά, ἀπέχοντας τῶν μυστηρίων της, ὅπως μᾶλλον οἱ περισσότεροι: “ὁ λαὸς οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τοῖς χείλεσι μὲ τιμᾶ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ΄ ἐμοῦ” (Ματθ. ιε,8). Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, διευκολύνει τὸν διάβολο μὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ συνεπάγεται. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πάντως, προσευχόμενη γιὰ τὴν προφύλαξη τῶν παιδιῶν της, καθιέρωσε πνευματικὰ ὅπλα γιὰ τὸν καθημερινὸ ἀγώνα. Ἔτσι, ὅταν κάποιος περνάει δοκιμασία, ἡ Ἐκκλησία ἐκτὸς ἀπὸ τὶς καθιερωμένες εὐχές, χρίει τὸν δοκιμαζόμενο ἄνθρωπο μὲ τὸ λάδι τοῦ μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου. Ὁ Διάβολος ὅμως, κατάφερε νὰ βάλει τὸν (δεισιδαίμονα) χριστιανὸ ὄχι νὰ χρισθεῖ μὲ ἁγιασμένο λάδι, ἀλλὰ νὰ πάει στὸν “εἰδικό”, ὁ ὁποῖος ρίχνει τὸ λάδι καὶ ἀντὶ νὰχρίσει μὲ τὸ νικηφόρο σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τὸ ρίχνει σὲ πιάτο μὲ νερὸ καὶ στὴν συνέχεια νὰ πλατσουρίζει τὸν δοκιμαζόμενο ἄνθρωπο. Ἔτσι, οὔτε ὁ χριστιανὸς χρίεται, οὔτε ἀντλεῖ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ ἁγιαστικοῦ μυστηρίου τοῦ Ἱεροῦ Εὐχελαίου. Ἕνα Μυστήριο ποὺ ὁ Ἱερεὺς εὔχεται μεταξὺ ἄλλων: “Δέσποτα, ἁγίασαν τὸ ἔλαιον τοῦτο, ὥστε γενέσθαι τοῖς χριομένοις ἐξ αὐτοῦ εἰς θεραπείαν καὶἀπαλλαγὴν παντὸς πάθους, μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, καὶ παντὸς κακοῦ”.
ΛΕΥΚΑΔΑ
ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
ΣΚΙΑΘΟΣ
ΛΕΥΚΑΔΑ
 
  • ΧΡΩΜΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ▼
    • ΑΠΑΛΟ ΠΡΑΣΙΝΟ
    • ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
  • ΧΡΩΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ▼

28 Μαρτίου 2022

Διαλογισμός: Μια επικίνδυνη πρακτική

Του Κωνσταντίνου Ψαρά, πρώην οπαδού τού "Υπερβατικού Διαλογισμού" Οἱ διάφορες ἀποκρυφιστικές καί γκουρουϊστικὲς ὁμάδες ἐ­φαρ­μό­ζουν ὁρισμένες τεχνικές προκειμένου, ὅπως λένε, νά ἐνεργοποιήσουν τίς ἀπόκρυφες δυνάμεις, πού βρίσκονται μέσα στόν ἄνθρωπο. Στίς πρακτικές αὐτές ἀνήκουν τά διάφορα εἴδη Γιόγκα, ὁ Διαλογισμός, τά καλά ἔργα (εἶναι καί αὐτό ἄσκηση) κ.ἄ. «Πίστευε στόν ἑαυτό σου καί στίς δυνάμεις πού κοιμοῦνται μέσα σου!», λέγουν οἱ διάφοροι γκουρού. Οἱ τεχνικές της Γιόγκα εἶναι πολλές, ἀνάλογα καί μέ τό ἐ­πι­δι­ω­κό­με­νο ἀποτέλεσμα. Ἡ λέξη γιόγκα προέρχεται ἀπό τή σαν­σκρι­τι­κὴ λέξη «jug» που σημαίνει ἕνωση μέ τήν ὑπέρτατη ὑπερβατική πραγματικότητα. Ἡ λέξη αὐτή ἔχει σάν ρίζα τήν ἑλληνική λέξη «ζυγός». Ἡ σανσκριτική εἶναι ἡ ἀρχαία ἰνδική γλώσσα καί πολλὲς λέξεις της ἔχουν τίς ρίζες τους σέ ἀντίστοιχες ἑλληνικές, πού διατηρήθηκαν στήν Ἰνδία, καθώς καί σέ ἄλλες χῶρες ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὁ περισσότερος κόσμος ὅταν ἀκούει «γιόγκα» βάζει στό νοῦ του ὅτι πρόκειται γιὰ «γυμναστική» -γιόγκα. Δυστυχῶς ἡ γυμναστική γιόγκα δέν εἶναι καθόλου ἀθώα. Ἡ Γιόγκα εἶναι ὁ προθάλαμος γιά τόν Διαλογισμό. Αὐτό εἶναι γνωστό σέ ὅσους ἀσχολοῦνται μέ τίς δραστηριότητες τῶν Ὁμάδων. Ὁ π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος ἀναφέρει στό βιβλίο του «Ἀποκρυφισμος Γκουρουϊσμός «Νέα Ἐποχή», κεφάλαιο Γιόγκα σελ. 169, ὅτι: «Ὁ γκουροὺ τοῦ Σατυανάντασραμ ὁμολογεῖ στό βιβλίο τοῦ Γιόγκα 1/80, σελ. 6, ὅτι ὁ ἀληθινός σκοπός τῆς γιόγκα εἶναι θρησκευτικός. Συγκεκριμένα λέγει ὅτι «ἐάν θέλεις νά φορμάρεις τό σῶμα σου ὑπάρχουν καί κέντρα φυσιοθεραπευτικῆς ἀγωγῆς, καθώς καί ἄλλα παρόμοια μέρη γιά νά πᾶς. Στό Κέντρο τῆς Γιόγκα θά πρέπει νά σέ φέρνει μόνο ὁ σκοπός τῆς ἀνάπτυξης τῆς συνειδητότητάς σου». Ὁμάδες πού διδάσκουν Διαλογισμὸ Γιὰ νὰ γίνει κάποιος ὀπαδος μίας κίνησης ὑπαρχουν ὁ­ρι­σμέ­νες προϋποθέσεις. Δὲν εἶναι καθόλου σίγουρο ὅτι ἡ Ὁμάδα θά δεχθεῖ τόν προσήλυτο. Πρῶτα, πρῶτα πρέπει νά ἔχει χρήματα. Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει θέση γιά τόν πτωχό. Ἐπίσης δέν ὑπάρχει θέση γιά τόν ἀσθενή καί ἀνήμπορο, οὔτε γιά ἐκεῖνον πού δείχνει δυσπιστία ἤ φαίνεται νά ἔχει κριτική διάθεση. Τίς προϋποθέσεις ἔνταξης τίς ἀναφέρω μόνο καί μόνο γιά νά φανοῦν οἱ κάθε ἄλλο παρά ἁγνές προθέσεις τῶν Ὁμάδων. Ἐκεῖνο πού δεσπόζει εἶναι τό κερδοσκοπικό κίνητρό τους. Ἡ ἀγάπη ὅμως χαρίζεται, δέν πουλιέται Ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν ἔθεσε ὅρους εἰσόδου στή Βασιλεία Του. Ἀντίθετα εἶπε: «ἐκεῖνον πού θά ἔρθει σέ μένα δέν θά τόν βγάλω ἔξω» (Ἰωάν. στ’ 38). Συνέπειες ἀπό τή δράση τῶν παραθρησκευτικῶν ὁμάδων Οἱ συνέπειες ἀπό τή δράση τῶν παραθρησκευτικῶν ὁμάδων καί ἀπό τόν Διαλογισμό, εἶναι καταστροφικές. Τά ὅρια εὐθύνης γιά τό ποιός φταίει, οἱ ὁμάδες ἤ ὁ Διαλογισμός, εἶναι ρευστά. Μή ξεχνᾶμε ὅτι, ἐκτός ἀπό τόν ἴδιο τόν γκουρού, καί ἡ ὁμάδα, σάν σύνολο διαλογιζομένων ὀπαδῶν, ἔχει εὐθύνη γιά τίς πράξεις της καί τίς παραλείψεις της. Ἄς δοῦμε τίς συνέπειες ἀπό τήν καταστροφική δράση τῶν ὁμάδων Τά μέλη παραχωροῦν στήν ὁμάδα ὄχι μόνο τά ἔσοδα τῆς ἐργασίας τους, ἀλλά πολλές φορές ἐργάζονται σκληρά χάριν τῆς ὁμάδας, διαδίδοντας τίς ἰδέες τοῦ Γκουρού ἤ ἄλλως πως. Οἱ Ὁμάδες ἀναγκάζουν τοὺς ὀπαδούς τους, ἀμέσως ἤ ἐμμέσως, νά παντρεύονται μεταξύ τους. Παντρεμένα ζευγάρια χωρίζουν. Μερικὲς ὁμάδες ἔχουν ἀναγάγει τήν πορνεία τῶν γυναικῶν μελῶν τους σέ «ὑπηρεσία» (Τά Παιδιά τοῦ Θεοῦ κ.ἄ.). Πολλοί Γκουρού ξεφτιλίζουν τούς ὀπαδούς τους, ὑποχρεώνοντάς τους νά πίνουν τό γάλα μέσα στό ὁποῖο αὐτοί ἔπλυναν προηγουμένως τά πόδια τους. Γίνονται καί ἄλλες φρικαλεότητες πού δυστυχῶς δέν μπορῶ νά τίς ἀναφέρω. Ἀρκετές κινήσεις δημιουργοῦν ἔσοδα ἀπό τήν ἐπαιτεία τῶν μελῶν τους. Στίς Νευρολογικές Κλινικές καταλήγουν καταπονημένα καί ἐ­ξου­θε­νω­μέ­να μέλη τῶν ὁμάδων αὐτῶν. Οἱ αὐτοκτονίες, ἀτομικὲς ἤ ὁμαδικές, εἶναι ἡ τραγική κατάληξη πολλῶν διαλογιζομένων. Τά δράματα πού παίζονται μέσα στό χῶρο τῶν ὁμάδων τὰ βλέπουμε συχνά στίς ἐφημερίδες, στά περιοδικά, στήν τηλεόραση. Φυσικά τά πιό πάνω εἶναι ἁπλῶς ἡ σκιά τῆς συμφορᾶς. Ὁ ὄλεθρος καί ἡ τραγωδία εἶναι ἡ ἀπώλεια ψυχῶν. Οἱ Ὁμάδες ἀποπροσανατολίζουν τούς ὀπαδούς τους, διδάσκοντάς τους «ἐντάλματα ἀνθρώπων», (Ματθ. ΙΕ’ 9), θανατηφόρες ἐ­πι­νο­ή­σεις. Πιστεύοντας στίς κακοδοξίες τῆς Μετενσάρκωσης καί τοῦ Κάρμα. Ὁ ἄνθρωπος μακριά ἀπό τόν Τριαδικό Θεό καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, διακυβεύει τή σωτηρία του. Τί εἶναι Διαλογισμός Ὁ Διαλογισμός εἶναι μία ἄσκηση αὐτοσυγκέντρωσης, πού γίνεται τίς περισσότερες φορές μέ τή βοήθεια μίας συλλαβῆς ἤ λέξης, πού λέγεται μάντρα, καὶ πού δὲν ἔχει γιὰ τὸν ἀμύητο καμιὰ σημασία. Πρέπει νὰ διευκρινισθεῖ ὅτι πολλές φορές ὁ «διαλογισμός» γίνεται χωρίς «μάντρας». Αὐτό τό ἐπιλέγει ἡ συγκεκριμένη κάθε φορᾶ γκουρουϊστική ἤ ἀποκρυφιστική Ὁ­μά­δα. Ἔτσι μπορεῖ σάν βοηθητικό μέσο διαλογισμοῦ νά χρησιμεύσει ἡ φλόγα ἑνός κεριοῦ, ἕνα λουλούδι, μία φωτογραφία (τίς περισσότερες φορές τοῦ ἴδιου τοῦ Γκουρού) κ.λπ. Ἀκόμα τή θέση τοῦ μάντρα μπορεῖ νά τήν πάρει, ἕνας ρυθμικά ἐπαναλαμ­βα­νό­με­νος ἦχος. Οἱ λέξεις πού χρησιμεύουν σάν «μάντρας» τὶς περισσότερες φορές εἶναι ὀνόματα ἰνδουιστικῶν θεοτήτων. Οἱ Ὁμάδες πρέπει νά πείσουν τούς ὀπαδούς τους ὅτι ὁ διαλογισμός πέραν τῆς χαλάρωσης, πού τούς προσφέρει, τούς βοηθάει στήν αὐτοεξέλιξή τους. Ἡ ἄσκηση τοῦ Διαλογισμοῦ εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ὅλης φιλοσοφίας τοῦ δόγματος τῆς Μετενσάρκωσης καί τῆς δοξασίας τοῦ Κάρμα. Μύηση Ὁ νεοεισερχόμενος στήν ὁμάδα, ἀφοῦ ἐγκριθεῖ σάν νέο μέλος ἀπό τόν Γκουρού ἤ τόν ἐκπρόσωπό του, πρέπει νά πάρει τή μύηση, ὅποτε τότε κατά τή διάρκεια κάποιας τελετῆς παίρνει τό «μάντραμ» ἤ «μάντρα», ὅπως λέγεται. Ἄν δέν ὑπάρχει μάντρα κατά τή μύηση ἐξηγεῖται στόν ὀπαδό ἁπλῶς ὁ τρόπος δι­α­λο­γι­σμοῦ. Τό «μάντρα» εἶναι μία λέξη «ὁδηγός», πού χρησιμοποιεῖ ὁ ὀπαδός τῆς ὁμάδας κατά τόν «διαλογισμό», εἴτε αὐτός γίνεται ἀτομικά, εἴτε γίνεται ὁμαδικά. Μοιάζει, ἄν θέλετε, μέ τό σκάφανδρο πού φοράει ὁ δύτης, κατά τήν κατάδυσή του. Τό ἄτομο, ὅταν διαλογίζεται κάθεται σέ μία ἀπό τίς στάσεις πού προβλέπονται. Αὐτές οἱ στάσεις ἔχουν διάφορα ὀνόματα. Εἶναι ἡ στάση χελώνας, ἐλαφιοῦ, λωτοῦ, καθιστή κ.λπ. Ση­μει­ῶ­στε ὅτι μέ τά ἴδια ὀνόματα ὑπάρχουν καί ἀσκήσεις γιόγκα πού συνδυάζονται μὲ ἀναπνοές. Μέ τόν διαλογισμό ὁ ἄνθρωπος αὐτονομεῖται. Παίρνει στά χέρια του τήν σωτηρία του ἤ τήν ἐναποθέτει στά χέρια τοῦ γκουρού του ἤ κάνει καί τά δύο. Νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Γκουρού, γιά τόν ὀπαδό τῆς ὁμάδας εἶναι καί θεός του. Συνέπειες ἀπὸ τὸ Διαλογισμό Τώρα νομίζω, πώς μποροῦμε νά δοῦμε τί κακό κάνει ἡ ἄσκηση τοῦ Διαλογισμοῦ. Προηγουμένως θά σᾶς ἐξομολογηθῶ κάτι. Πρίν 25 περίπου χρόνια ἐγώ ὁ ἴδιος ἐπέστρεψα στήν Ἐκκλησία μας, γλιτώνοντας, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπό μία πολύ ἐπικίνδυνη ὁμάδα, ἀπό τήν κίνηση τοῦ Ὑπερβατικοῦ Δι­α­λο­γι­σμοῦ, τοῦ Μαχαρίσι Μαχές Γιόγκι. Ἄς εἶναι δοξασμένο τό ὄνομα τῆς Ἅγιας Τριάδος. Οἱ παρατηρήσεις πού ἀκολουθοῦν δέν εἶναι μόνον δικές μου. Μέ τήν ἄσκηση τοῦ Διαλογισμοῦ ἐπιδιώκει τό ἄτομο νά ἀ­δειά­σει τό νοῦ του ἀπό κάθε σκέψη, φτάνοντας σ’ ἕνα κενό, σέ μία ἀπύθμενη ἄβυσσο. Ἡ ἐμπειρία τοῦ Διαλογισμοῦ εἶναι ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς καθόδου του στόν Ἅδη χωρίς τήν ἐλπίδα τῆς ἀνάστασής του. Πρωτίστως, ὁ διαλογισμὸς ἀποπροσανατολίζει τό ἄτομο. Ὁ διαλογιζόμενος ἔχει τήν ἐντύπωση ὅτι ὑπάρχει μέσα του κάτι τό ἀνικανοποίητο, τό ἀνεκπλήρωτο καί χάνει τήν αἴσθηση τοῦ μέτρου. Ἔτσι οἱ ἐνέργειές του πολλές φορές εἶναι ἀκραῖες, ὑ­περ­βο­λι­κές. Τό ἄτομο ὑπερεκτιμᾶ ἤ τό συχνότερο ὑποεκτιμᾶ καταστάσεις, μέ ἀποτέλεσμα νά εἶναι ἀναποτελεσματικὸ στίς σπουδές του, στήν ἐργασία του, στίς κοινωνικές του σχέσεις. Ὁ διαλογιζόμενος γίνεται ὑπερβολικός καί ἐξωπραγματικός. Ἔχει διάθεση γιά διαλογισμό σέ κάθε εὐκαιρία, ὅπως μέσα στό λεωφορεῖο, σέ μία αἴθουσα ἀναμονῆς καί ἀλλοῦ. Οἱ σχέσεις του μέ τό οἰκογενειακό του περιβάλλον γίνονται πολύ δύσκολες. Ὁ ὀπαδός τῆς ὁμάδας ἔχει τήν ἐντύπωση ὅτι, σέ σχέση μέ τούς ἀμύητους, εἶναι ὑπεράνθρωπος. Λυπᾶται τούς ἄλλους πού δέν ἔχουν τή γνώση, πού ἔχει αὐτός. Ἡ ἀλαζονεία καί ἡ ἔπαρσή του εἶναι, ἀλίμονο, μόνιμα στοιχεῖα τῆς νέας του ἀλλοιωμένης προ­σω­πι­κό­τη­τας. Οἱ συμβουλές τῶν ἄλλων δέν τόν ἀγγίζουν, ἐνῶ ὁ ἴδιος θέλει νά συμβουλεύει. Ὁ διαλογιζόμενος, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀλλοτριώνεται, χάνει τήν ταυτότητά του. Οἰ­κο­γέ­νειά του γίνεται πλέον ἡ ὁμάδα. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ Γκουρού εἶναι γι’ αὐτόν τό θέλημα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ καί ὁπωσδήποτε το­πο­θε­τεῖ­ται πάνω ἀπό τίς Δέκα Ἐντολές. Ἄν τύχει καί τό ἄτομο τηρεῖ τή χορτοφαγία, κάτι πού κατά κανόνα συμβαίνει σέ ὅσους ἀνήκουν σέ ὁμάδες, τότε αὐτό ἐλεεινολογεῖ κάθε κρεοφάγο! Ὅσους τὸν ἐνοχλοῦν ἤ πρέπει νά τούς ἐγκαταλείψει ἤ πρέπει νά τούς κάνει κι αὐτούς μέλη τῆς Ὁμάδας του. Δέν ἔχει καμία ἀμφιβολία ὅτι μέσα στίς 3.000 κινήσεις, πού ὑπάρχουν σήμερα καί στίς 50.000, πού μπορεῖ νά ὑπάρχουν σέ 5 χρόνια, ἡ κίνησή του κατέχει τήν ἀλήθεια. Γι’ αὐτό τό ψέμα πού κυνηγάει μέ τόσο πάθος ἐγκατέλειψε σπουδές, οἰκογένεια, ἐργασία, φίλους. Θυσίασε ὧρες καί κούφιες ἐλπίδες σωτηρίας. Ὁ ὀπαδὸς τῆς ὁμάδας, μέ τό νά ἀποδέχεται τή διδασκαλία τῆς Μετενσάρκωσης καί τοῦ Νόμου τοῦ Κάρμα, ἀπαλλάσσει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του ἀπό τήν εὐθύνη τῶν ἁμαρτιῶν του, ἀφοῦ θά ἔχει ἔτσι ἤ ἀλλιῶς τήν εὐκαιρία, σέ ἄλλη ζωή, νά ἀποκαταστήσει τό κακό ποὺ ἔχει προξενήσει στούς ἄλλους. Σέ προχωρημένες καταστάσεις μακροχρόνιου Διαλογισμοῦ, ἔχουμε ἐξωσωματικὲς ἐμπειρίες, ἀστρικά ταξίδια, ἀνυψώσεις ἀπό τό ἔδαφος, μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς κουνταλίνι κ.ἄ. Ὅλες αὐτές οἱ καταστάσεις, εἶναι πολύ ἐπικίνδυνες γιά τόν ἄνθρωπο καί συμβαίνουν μέ τή μεσολάβηση τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων. Ἔχω ἕνα φίλο, εἴμαστε κάποτε μαζί στόν Ὑπερβατικό Διαλογισμό. Αὐτὸς ἀργότερα πῆγε στίς Ἰνδίες ὅπου καί συνάντησε ἕνα σύγχρονο γκουρού. Ἔγινε ὀπαδός του. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ φίλος μου ἐπέστρεψε στήν Ἐκκλησία μας καί ἄρχισε νά προσεύχεται λέγοντας τήν εὐχή. Μία ἡμέρα, δέν εἶχε περάσει πολὺς χρόνος ἀπό τότε πού εἶχε ἐπιστρέψει ἀπό τίς Ἰνδίες καί ἐνῶ καθόταν μόνος του σέ ἕνα δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ του, ξαφνικά παρουσιάσθηκε μπροστά του ὁ πρώην γκουρού του καί τοῦ λέγει μειλίχια: «Γιατί μου ἔφυγες; Γύρισε πίσω»! Φαντάζεσθε τήν ταραχὴ πού πῆρε ὁ φίλος μου. Μοῦ εἶπε χαρακτηριστικά: «Ἐκείνη τή στιγμή ἀνατριχίασα, αἰσθάνθηκα σά νά μέ διαπερνᾶ ἠλεκτρικὸ ρεῦμα». Εὐτυχῶς, τήν κρίσιμη ἐκείνη στιγμή ὁ ἄλλοτε πλανεμένος μπόρεσε καί εἶπε τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησον με» καί ἀμέσως ὁ Θεὸς τόν ἐλέησε. Ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ὁ γκουρού ἐξαφανίσθηκε καί δέν τόλμησε νά ξαναπαρουσιασθεῖ. Αὐτό πού σᾶς διηγήθηκα εἶναι πέρα γιά πέρα ἀληθινό! Ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων πάντες ὅσοι ἦλθον πρό ἐμοῦ, κλέπται εἰσί καί λησταί, ἀλλ’ οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τά πρόβατα. ἐγώ εἰμί ἡ θύρα, δι’ ἐμοῦ ἐὰν τίς εἰσέλθη, σωθήσεται καὶ εἰσελεύσεται καί ἐξελεύσεται, καί νομήν εὐρήσει» (Ἰωάν. Ι’, 7-8) καί ἐννοοῦσε, ἐκτός τῶν ἄλλων, τούς Γιόγκι καί τούς Γκουροὺ τῆς πρό αὐτοῦ ἐποχῆς, ἀλλά καί τούς διαλογιζόμενους τῆς κάθε ἐποχῆς. Ἐννοοῦσε ὅλες τίς ψευδοθρησκεῖες καί τίς αἱρέσεις. Ἄν προσέξουμε λίγο τήν περικοπή θά δοῦμε ὅτι, ἐνῶ ὁ Κύριος ἀναφέρεται σέ αὐτοὺς πού ἦλθαν πρίν ἀπό Αὐτόν, χρησιμοποιεῖ χρόνο ἀόριστο καί τούς ἀποκαλεῖ κλέπτες καί ληστές. Ἀργότερα χρησιμοποιεῖ χρόνο ἐνεστώτα, δείχνοντας ἔτσι τή διαχρονικότητα τῆς πλάνης, πού δέν λείπει σέ καμιά ἐποχή. Ὁ Χριστός ὅμως εἶναι καί ἡ θύρα τῶν προβάτων, πού ὁδηγεῖ στήν ἀσφαλῆ μάνδρα, τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὑπάρχει νομή. Νομή σημαίνει βοσκή. Αὐτή ἡ βοσκή εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι τό Ἄχραντο Σῶμα Του καί τό Τίμιο Αἷμα Του. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ δέν ὑπάρχει Χριστός, δέν ὑπάρχει νομή. Σέ κάθε εὐκαιρία τόσον ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅσο καί οἱ Ἀπόστολοι μᾶς θυμίζουν τόν κίνδυνο ἀπό τίς πλάνες. Ἀξίζει νά θυμούμαστε πάντοτε αὐτές τίς δύο εὐαγγελικές περικοπές. Ἡ πρώτη εἶναι στό Ματθ. κδ’ 11 «… καί πολλοί ψευδοπροφῆται ἐ­γερ­θή­σον­ται καί πλανήσουσι πολλούς». Ἡ ἄλλη εἶναι: «Ἐγώ γάρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πράξ. κ’ 29). Ἀλλά μήν ἀπελπιζόμαστε, γιατί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν κινδυνεύει «πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. ιστ’ 18). Ἐδῶ, θά ἦταν καλό μέ τήν εὐκαιρία νά ἐπισημάνουμε ἰ­δι­αί­τε­ρα κάτι πού ἔπρεπε νά γίνεται ἀπό ὅλους μας, ἱερεῖς καί λαϊκοὺς καί πού δυστυχῶς δέν γίνεται. Τί εἶναι αὐτό; Αὐτό εἶναι ἡ πνευματική βοήθεια καί συμπαράσταση πού πρέπει νά δίνουμε σέ ἐκεῖνον πού ἐπιστρέφει ἀπό κάποια πλάνη ἤ αἵρεση. Ἐδῶ ἀναφερόμαστε στήν περίοδο προσαρμογῆς τοῦ πλανεμένου. Στήν Παραβολή τοῦ «Καλοῦ Σαμαρείτη» (Λουκ. ι’ 30) θά δοῦμε καί ἐκεῖ τούς ληστές, τούς ψευδομεσίες τῆς κάθε ἐποχῆς. Θά δοῦμε ὅμως καί τόν Καλό Σαμαρείτη, τόν ἴδιο τόν Χριστό νά φροντίζει ἰδιαίτερα τόν περιπεσόντα στούς ληστές ἄνθρωπο, πού εἶναι ὁ κάθε πλανεμένος καί νά ἀναθέτει στόν πανδοχέα νά τόν περιποιηθεῖ, ὑποσχόμενος ἀνταμοιβή στήν ἐπιστροφή Του. Θά δοῦμε ἀκόμη καί τό πανδοχεῖο, πού συμβολίζει τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας. Ὁ «περιπεσῶν στοὺς ληστές» εἶχε ἀνάγκη αὐτῆς τῆς βοηθείας, πού ἔχει καί σήμερα ὁ κάθε πλανεμένος ἀδελφός μας, ὅταν ἐπιστρέφει στήν Ἐκκλησία-πανδοχεῖο. Κατά τό στάδιο προσαρμογῆς καί ἀποθεραπείας του ἀπό τά τραύματα, πού τοῦ προξένησαν οἱ ληστές, τό ἄτομο χρειάζεται γιά καιρό τή φροντίδα ὅλων μας. Ἰδιαίτερα ὅμως χρειάζεται ὁ ἱερέας ἐ­ξο­μο­λό­γος νά ἐνημερώνεται γιά τήν πνευματική πορεία τοῦ πρώην πλανεμένου. Ὅπως ἀκριβῶς κάνει ἡ Ἐκκλησία μας γιά τόν κατηχούμενο, πού πρόκειται νά βαπτισθεῖ, μέ τόν ἴδιο τρόπο θά πρέπει, νομίζουμε, νά φροντίζει καί τόν πλανεμένο ἀδελφό μας, πού ἐ­πέ­στρε­ψε στήν Ἐκκλησία μας, ἀλλά ἀκόμα δέν στέριωσε καλά. Γίνεται αὐτό; Δυστυχώς, ἐλάχιστες φορές. Ξέρετε τί πιέσεις γίνονται καί τί προσπάθειες κάνει ἡ κάθε ὀργάνωση, γιά νά καταφέρει νὰ ξανακερδίσει τό πρώην μέλος της; Νά σκεφθοῦμε ζευγάρια πού ἦταν στήν αἵρεση, ἄνδρας καί γυναίκα, καί ποὺ τώρα ἐπιστρέφει μόνον ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο. Ὑπάρχουν παιδιά στὴ μέση. Ὑπάρχουν διαλυμένες οἰκογένειες. Γιά νά φανοῦμε ὅμως στούς ἀδελφούς μας χρήσιμοι, χρειάζεται νά γνωρίζουμε ἀρκετά πάνω στίς αἱρέσεις. Νά διαβάζουμε βιβλία. Νά ἐ­νη­με­ρω­νό­μα­στε. Τό μόνο πού μπορεῖ νά φέρει πίσω στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τόν πλανεμένο, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι’ αὐτὸ τό καλύτερο πού ἔχουν νά κάνουν οἱ συγγενεῖς του καί οἱ φίλοι του εἶναι νά προσεύχονται γι’ αὐτόν. Ἀπὸ τή δική μας πλευρά, ἐμεῖς τοῦ περιβάλλοντός του πρέπει νά φροντίσουμε νά διατηροῦμε μαζί του φιλικές σχέσεις. Συζητήσεις ποὺ εἶναι σίγουρο, ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι θά ἀποτύχουν δέν πρέπει νά γίνονται διότι ἐκνευρίζουν τό ἄτομο καί πιθανόν νά τό ὁδηγήσουν μία ὥρα γρηγορότερα σέ κοινόβιο (Ashram). α) Διαλογισμός ἤ προσευχή Προκειμένου νά ἀντιπαραβάλουμε τόν Διαλογισμό τῶν γκουρουϊστικῶν ὁμάδων μέ αὐτό πού ἐννοοῦμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ὡς προσευχή, πρέπει, ὅπως λέγει καί ὁ μακαριστός πατήρ Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος στό βιβλίο του «Διαλογισμός ἤ προσευχή», «νά ὁριοθετήσουμε τό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς. Νά κατανοήσουμε δηλαδή τί εἶναι προσευχή στό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας. Ἡ προσευχή, συνεχίζει, ἀποτελεῖ στροφή τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό καί στροφή τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Αὐτή ἡ στροφή ἀναφέρεται στήν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως ὁ καρπός τῆς προσευχῆς δέν είναι συνέπεια τοῦ ἀνθρώπινου μόχθου. Εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὄχι μόνο ἡ προσευχή, ἀλλά τό κάθε τί πού ἔχει σχέση μέ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος μέ τήν προσευχή ἐγκαταλείπει τήν αὐτονομία του καί ὑποτάσσεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἡ προσευχή δέν ἀποτελεῖ διαδικασία αὐτο-εμβύθισης τοῦ αὐτονομημένου ἀνθρώπου, ἀπό τήν ὁποία ἀναμένεται ἀφύπνιση κάποιων κρυφῶν δυνάμεων μέσα στόν ἄνθρωπο». Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἡ προσευχή δέν μπορεῖ νά «διδαχθεῖ» ἀπό ἀνθρώπους ὡς «γνώση». Δέν εἶναι κάποια «τεχνική» πού μπορεῖ κανείς νά τήν μάθει καί νά τήν ἀσκεῖ. Γιά τόν διαλογιζόμενο δέν ἔχει σημασία ἡ θρησκεία στήν ὁποία ἀνήκει ἤ ὁ Θεός στό ὄνομα τοῦ ὁποίου διαλογίζεται. Ὁ διαλογιζόμενος, τίς περισσότερες φορές, πιστεύει ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός καί εἶναι ἀδιάφορο τό ὄνομά του. Ἕνας σύγχρονος γκουρού, λέγει: «Δέν ἔχει σημασία σέ ποιό Θεό προσεύχεσαι, γιατί ὅλες οἱ προσευχές τελικῶς σέ μένα ἔρχονται». Πολλές ὁμάδες, πού διδάσκουν διαλογισμό καί στήν Ἑλλάδα, ἰσχυρίζονται ὅτι διαλογισμός καί προσευχή εἶναι τό ἴδιο πράγμα. Φυσικά μέ αὐτόν τόν τρόπο κατορθώνουν νά πείσουν μόνον ἐκείνους πού δέν γνωρίζουν οὔτε τίς δογματικές ἀλήθειες τῆς θρησκείας μας οὔτε καί ἔχουν ποτέ γευθεῖ τούς καρπούς τῆς προσευχῆς. Ὁ χριστιανός προσεύχεται, δέν διαλογίζεται, ὅπως κάνει ὁ ὀπαδός τῆς ὁμάδας, πού ἐπικαλεῖται μία ἰνδική θεότητα, δηλαδή ἕνα δαιμόνιο, οὔτε προσεύχεται στον ἑαυτό του ἤ τόν γκουρού του ἤ μπροστά σέ μία ἀπρόσωπη δύναμη ἤ ὑπερσυνειδητότητα. Ὁ χριστιανός προσεύχεται «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» μπροστά σ᾽ ἕναν προσωπικό Θεό, σέ ἕναν ἐλεήμονα Σωτήρα, στόν σταυρωθέντα καί ἀναστημένο Ἰησοῦ Χριστό, πού κένωσε τόν ἑαυτό Του καί πῆρε δούλου μορφή, γιά νά προσλάβει τόν ἄνθρωπο καί νά τόν κάνει συγκληρονόμο Του, θεόν κατά χάριν. Σχετικά μέ τήν προσευχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ὁ π. Anthony Bloom, στό βιβλίο του «Μάθε νά προσεύχεσαι», (σελ. 29, ἔκδ. Ἔλαφος) μᾶς λέγει: «Πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ἀπαραίτητο νά θυμόμαστε ὅτι ἡ προσευχή εἶναι μία συνάντηση, μία σχέση. Εἶναι μία σχέση βαθιά, μία σχέση πού δέν μπορεῖ βίαια νά ἐπιβληθεῖ, οὔτε σέ μᾶς, οὔτε στόν Θεό. Τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά κάνει αἰσθητή τήν παρουσία Του ἤ μπορεῖ νά μᾶς ἀφήνει μέ τήν αἴσθηση τῆς ἀπουσίας Του, εἶναι ἀπόδειξη αὐτῆς τῆς ἀβίαστης, ζωντανῆς καί πραγματικῆς σχέσης. Ἄν μπορούσαμε μηχανικά νά τόν παρασύρουμε σέ μία συνάντηση (ὅπως λανθασμένα πιστεύον οἱ περί τόν διαλογισμό), νά τόν ἀναγκάσουμε δηλαδή νά μᾶς συναντήσει, ἁπλᾶ καί μόνον γιατί ἐμεῖς διαλέξαμε αὐτή τή στιγμή νά Τόν συναντήσουμε, τότε δέν θά ὑπῆρχε οὔτε συνάντηση, οὔτε σχέση. Κάτι τέτοιο μπορεῖ νά γίνει μόνο μέ μία εἰκόνα, μέ τή φαντασία ἤ μέ διάφορα εἴδωλα πού μποροῦμε νά τοποθετήσουμε μπροστά μας ἀντί τοῦ Θεοῦ (μάντρα, φωτογραφίες τοῦ γκουρού κ.λπ.). Ἀλλά μέ τόν ζωντανό Θεό δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτε περισσότερο ἀπ᾽ ὅτι μποροῦμε νά κάνουμε μ᾽ ἕνα ζωντανό πρόσωπο». «Ἡ ἀληθινή αὐτογνωσία (διαβάζουμε σέ ἕνα βιβλίο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, Νοερά Ἄθληση, σελ. 184) φέρνει τή διορατικότητα ὡς πρός τίς ἐλλείψεις καί ἀδυναμίες μας, μέ τίς ὁποῖες εἶναι πεπληρωμένα ὅλα μέσα μας. Ἄς προσέξουμε δέ γιατί, ὅσο περισσότερο βρίσκεται μέσα ἡ σκέψη ὅτι εἴμαστε, σάν ἄνθρωποι καί ἄξιοι γιά κάθε κατάκριση, τόσο πιό πολύ ἀνερχόμαστε πνευματικά». Σέ ἄλλο κεφάλαιο τοῦ ἰδίου βιβλίου (σελ. 62) διαβάζουμε ὅτι «τό ἐνδιαφέρον σας γιά τή νοερή προσέγγιση πρός τόν Κύριον, ἄς τό εὐλογήσει ὁ Κύριος. Αἰτεῖτε καί δοθήσεται ὑμῖν. Αὐτός εἶναι ὁ νόμος γιά κάθε ἐπιθυμοῦντα τήν πνευματική προκοπή καί πρόοδο. Τίποτε δέν προσφέρεται χωρίς κόπο. Ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε ἕτοιμη καί πλησίον, ἀρκεῖ ὀ ἀπογοητευμένος ἄνθρωπος νά κράξει: Κύριε βοήθησέ με! Νά ξέρουμε ὅτι καί ἡ παραμικρή αὐτοπεποίθηση τοῦ ἀνθρώπου στίς δικές του δυνάμεις ἐμποδίζει τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση μέ τόν ἀληθινό Θεό εἶναι πράγματι σχέση πρόσωπο μέ πρόσωπο, ἀντικριστή σχέση». β) Διαλογισμός καί Νοερά Προσευχή Λέγουν μερικές ὁμάδες, πού κάνουν διαλογισμό χρησιμοποιώντας σάν «μάντρα» τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», ὅτι και αὐτοί προσευχή στόν Χριστό κάνουν, ὅπως καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι. Ποιά ἡ διαφορά; Ἡ διαφορά εἶναι μεγάλη! Ὁ διαλογιζόμενος κι ὅταν ἀκόμη λέει τήν εὐχή δέν προσεύχεται στόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό! Προσεύχεται εἴτε σέ μία ἀπρόσωπη συμπαντική ἤ ὑπερβατική δύναμη, εἴτε στόν γκουρού του εἴτε στόν ἑαυτό του εἴτε καί στά τρία μαζί! Ὑπάρχει ὅμως καί ἄλλη διαφορά. Στό διαλογισμό λείπει ἡ ταπείνωση τοῦ Τελώνη. Ὑπάρχει ἡ ἔπαρση τοῦ Φαρισαίου. Στόν 50 Ψαλμό διαβάζουμε ὅτι «καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουθενώσει». Συνεπῶς τήν καρδιά, πού εἶναι γεμάτη ὑπερηφάνεια καί ἐγωϊσμό τήν ἐξουθενώνει, δηλαδή τήν ἀποστρέφεται καί τήν περιφρονεῖ ὁ Κύριος. Πράγματι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἐνῶ κατέκρινε τόν Φαρισαῖο, ἐπαίνεσε ἰδιαίτερα τόν γεμάτο ἐνοχές, ἀλλά μετανοιωμένο Τελώνη τῆς παραβολῆς. Ὁ Χριστός θέλει νά ὑπάρχει ταυτότητα λόγων καί ἔργων. Ἄλλωστε καί νοερά προσευχή αὐτό ἀκριβῶς εἶναι: «νά στέκεσαι μπροστά στόν Θεό, προσευχόμενος μέ τόν νοῦ μέσα στήν καρδιά. Ἐπίσης νά ασκεῖσαι διαρκῶς στή συνεχή κατά τό δυνατόν κοινωνία μέ τόν Θεό, μακριά ἀπό ὀποιοδήποτε σχῆμα, μακριά ἀπό κάθε λογισμό, μακριά ἀπό κάθε ὁρατή (αἰσθητή) κίνηση καί σκέψη» (Νοερά ἄθληση, κεφ. 33). Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μᾶς δίνει τήν πιό κάτω κρίση του γιά τήν προσευχή: «Ἡ ἀδιάλλειπτη προσευχή βρίσκεται στήν ἀδιάκοπη ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Εἴτε κουβεντιάζει κανείς εἴτε κάθεται, εἴτε περπατᾶ εἴτε κατασκευάζει κάτι, εἴτε τρώει εἴτε εἶναι ἀπασχολημένος μέ κάποιον ἄλλον τρόπο, πρέπει παντοῦ καί πάντοτε νά ἐπικαλεῖται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τῆς Γραφῆς: “Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε” (Α’ Θεσ. ε’ 17). Πρέπει νά ἔχουμε ἐπίγνωση ὅτι ὁ Χριστός εἶναι μπροστά μας, κατά τό «προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός» (Πράξ. β’ 25). Ὁ Χριστός εἶπε: “Στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν δέν θά εἰσέλθει κάθέ ἕνας πού λέει Κύριε Κύριε, ἀλλά ἐκεῖνος πού κάνει τό θέλημα τοῦ Πατέρα μου πού εἶναι στούς οὐρανούς” (Ματθ. ζ’ 21)». Οἱ διαλογιζόμενοι ὅμως πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἀγαποῦν τόν γκουρού τους καί τόν ἑαυτό τους. Σέ ἐπιβεβαίωση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, σᾶς παραθέτω, σάν παράδειγμα, πού ἀφορᾶ λίγο πολύ ὅλες τίς ὁμάδες, μερικούς ἀπό τούς ὕμνους πoύ ἀπηύθυναν οἱ ὀπαδοί τοῦ Σάϊ Μπάμπα, στόν γκουρού τους: «Ὤ Κύριε Σάϊ, φίλε τῶν ἀβοήθητων, συγχώρεσε τίς ἁμαρτίες μας. Ὤ Γκουρού, ἐνσάρκωση τῆς Ἁγίας Τριάδος, Σωτήρα τῶν ἀδυνάτων ὑμνῶ τό ὄνομά Σου. Ὤ, Σάϊ Κύριε τοῦ Σύμπαντος…Ὤ Σάϊ, Κύριε ὅλης τῆς δημιουργίας». Ἑπομένως, ὅταν κάνουν διαλογισμό οἱ ὀπαδοί τῶν ὁμάδων καί λένε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», μόνο στόν Χριστό δέν προσεύχονται. Στό νοῦ τους καί στήν καρδιά τους, ἔχουν ἄλλο θεό, τόν γκουρού τους καί τήν αὐτοῦ μεγαλειότητα τόν ἑαυτό τους. Ὁ ὀπαδός τῆς ὁμάδας πού διαλογίζεται εἴτε μέ τή βοήθεια τοῦ μάντρα, εἴτε διαφορετικά, χρησιμοποιώντας τή νόηση και ὄχι καρδιά, ἀδρανοποιεῖ τίς αἰσθήσεις καί ἐπιτυγχάνει βαθμιαίως τήν ἀφαίρεση, τήν ἀδράνεια. Ἀργότερα μέ τόν καιρό, ἡ νοητική ἀδράνεια γίνεται κατάσταση, δεύτερη φύση του. Αὐτό πού λέμε ἐμεῖς καρδιά, μέ τήν πνευματική ἔννοια (κατά τόν Π. Τρεμπέλα, τήν ἕδρα τοῦ συναισθήματος), ὁ διαλογιζόμενος δέν τό γνωρίζει, τό ἀγνοεῖ. Τό ἄτομο ὅταν διαλογίζεται μένει παγωμένο καί ἀδιάφορο σάν ἄγαλμα τοῦ Βούδα, ἡ καρδιά δέν συμμετέχει. Ἡ πορεία του, ἄν δέν ἀνακάμψει εἶναι πορεία καθόδου πρός τόν Ἅδη, χωρίς ἐλπίδα γιά Ἀνάσταση. Ἀντίθετα, στόν ὀρθόδοξο χριστιανό, πού προσεύχεται νοερά, νοῦς καί καρδιά, συμψάλλουν τήν εὐχή καί συνευφραίνονται. Ὁ χριστιανός, μέ φρόνημα πένθιμο καί παρακλητικό, συνομιλεῖ μέ τόν «ἀγαπημένο». Προσφέρει στόν Χριστό δάκρυα συγνώμης καί δέχεται ἀπό Αὐτόν παραμυθία, τή χάρη τῆς λύτρωσης καί τήν ὑπόσχεση γιά ἀνάσταση. Ὁ διαλογιζόμενος δίνει σημασία στίς στάσεις τοῦ σώματος. Ὁ χριστιανός καί ἰδιαίτερα ὁ Ὀρθόδοξος, πού δέν διαλογίζεται, ἀλλά προσεύχεται, συμβαίνει νά ἔχει καί αὐτός νά προβάλλει τίς δικές του «στάσεις». Προβάλλει τή στάση τοῦ ἀσώτου: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν και ἐνώπιόν σου, καί οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου» (Λουκ. ιε’ 21-22). Προβάλλει τή στάση τοῦ Τελώνου: «καί ὁ τελώνης μακρόθεν ἐστώς οὐκ ἤθελεν οὐδέ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν ἐπᾶραι, ἀλλ᾽ ἔτυπτεν εἰς τό στῆθος αὐτοῦ λέγων˙ ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. ιη’ 13). Προβάλλει τή στάση τοῦ Ζακχαίου: «καί προσδραμών ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπί συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν». (Λουκ. ιθ’ 4). Προβάλλει τή στάση τῆς αἱμορροούσης γυνῆς: «ἔλεγε γάρ ἐν ἑαυτῇ, ἐάν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι» (Ματθ. θ’ 21). Προβάλλει τή στάση τοῦ εὐγνώμονα ληστή ἐπάνω στόν σταυρό: «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. κγ’ 42). Προβάλλει τή στάση τῆς ἁμαρτωλῆς γυναικός, πού κατάβρεχε τά πόδια τοῦ Ἱησοῦ μέ τά δάκρυά της καί ἡ ὁποία «στᾶσα ὀπίσω παρά τούς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τούς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καί ταῖς θριξί τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασε, καί κατεφίλει τούς πόδας αὐτοῦ καί ἤλειφε τῷ μύρῳ» (Λουκ. ζ’ 38). Αὐτές εἶναι οἱ «στάσεις» τῶν Ὀρθοδόξων. Δέν ἔχουμε ὅμως μόνον στάσεις ἔχουμε καί πορεία. Ναί, ἔχουμε μία σταυροαναστάσιμη βιωματική πορεία. Μᾶς σταυρώνουν καθημερινά τά πάθη μας καί οἱ ἐπιθυμίες μας καί μᾶς ἀνασταίνει πάντοτε τό ἔλεος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἐκεῖνοι ἔχουν νά ἐπιδείξουν Ἰμαλάϊα. Ἐμεῖς Γολγοθᾶ. Ἐκεῖνοι ἔχουν νά δείξουν ἕνα ψυχρό καί ἄψυχο Βούδα, πού δέν μπορεῖ οὔτε τόν ἑαυτό του νά σώσει. Ἐμεῖς ἔναν ἀνεπανάληπτο Σωτήρα Χριστό, σταυρωμένο γιά τίς δικές μας ἁμαρτίες, ἀλλά καί ἀναστημένο καί ἀναληφθέντα στούς οὐρανούς. Ἄς εὐχηθοῦμε ὁ Χριστός μας νά μᾶς ἐλεήσει ὅλους καί νά βοηθήσει τούς πλανεμένους ἀδελφούς μας νά ἐπιστρέψουν σύντομα κοντά Του, γιατί αὐτός εἶναι «ἡ ὁδός, καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». (Περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ΤΕΥΧΟΣ 95, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΜΑΡΤΙΟΣ 2019
ΛΕΥΚΑΔΑ
ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
ΣΚΙΑΘΟΣ
ΛΕΥΚΑΔΑ
 
  • ΧΡΩΜΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ▼
    • ΑΠΑΛΟ ΠΡΑΣΙΝΟ
    • ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
  • ΧΡΩΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ▼

27 Μαρτίου 2022

Η προσευχή διαλύει τις συμφορές…

Πως θα ελεηθούμε; Πως θα σωθούμε; Εγώ θα σας το πω˙ ας έχουμε πάντοτε μέσα στην ψυχή μας την προσευχή και τους καρπούς της, εννοώ δηλαδή την ταπεινοφροσύνη και την πραότητα. Διότι λέγει: «Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά και θα βρήτε ανάπαυσι στις ψυχές σας» ( Ματθ. 11, 29 )˙ και πάλι ο Δαυίδ λέγει˙ «Θυσία για το Θεό είναι το συντριμμένο πνεύμα˙ καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη ο Θεός δεν θα την περιφρονήση» ( Ψαλμ. 50, 19 ) . Διότι ο Θεός τίποτε δεν αποδέχεται και δεν αγαπά τόσο, όσο ψυχή πράη, ταπεινή και ευχάριστη. Πρόσεχε λοιπόν και συ αδελφέ, και όταν δης κάτι από τα απροσδόκητα να έρχεται και να σε ενοχλή, μην καταφύγης στους ανθρώπους και στηρίξης την ελπίδα σου σε θνητή βοήθεια αλλά αφήνοντας τους όλους κατά μέρος, τρέξε με τη σκέψι σου στο γιατρό των ψυχών. Διότι μόνον Εκείνος μπορεί να θεραπεύση την καρδιά. Εκείνος που μόνος έπλασε τις καρδιές και γνωρίζει όλα τα έργα μας (Ψαλμ. 32,15). Αυτός μπορεί να μπη στη συνείδησί μας, ν’ αγγίξη την διάνοιά μας και να παρηγορήση την ψυχή μας. Διότι εάν Εκείνος δεν παρηγορήση τις καρδιές μας, περιττά και ανώφελα είναι τα των ανθρώπων˙ όπως πάλι όταν μας παρηγορή και μας ενθαρρύνη ο Θεός, και αν ακόμη μας παρενοχλούν αμέτρητοι άνθρωποι, δεν θα μπορέσουν να μας βλάψουν σε τίποτε˙ διότι όταν Εκείνος στερεώση την καρδιά, κανένας δεν μπορεί να την κλονίση. Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά αγαπητοί, ας καταφεύγουμε πάντοτε στο Θεό, ο Οποίος θέλει και μπορεί να μας απαλλάξη από τις συμφορές . Διότι, όταν χρειάζεται να παρακαλέσουμε ανθρώπους , πρέπει πρώτα να συναντήσουμε και θυρωρούς και παρασίτους και να παρακαλέσουμε και κόλακες και πολύ δρόμο να βαδίσουμε˙ ενώ στην περίπτωσι του Θεού, δε χρειάζεται τίποτε το παρόμοιο, αλλά μπορεί να Τον παρακαλέση κανείς χωρίς να χρησιμοποιήση μεσίτη, χωρίς χρήματα˙ χωρίς δαπάνη αποδέχεται την παράκλησί μας˙ αρκεί μόνο με την καρδιά του να φωνάξη κανείς και να χύση δάκρυα και αμέσως θα τρέξη και θα τον βοηθήση… Χρυσοστομικός Άμβων Ε΄ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ Τα νεύρα της ψυχής» Έκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου Νέα Σκήτη Αγ. Όρους Πηγή: Εις δόξαν Θεού
ΛΕΥΚΑΔΑ
ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
ΣΚΙΑΘΟΣ
ΛΕΥΚΑΔΑ
 
  • ΧΡΩΜΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ▼
    • ΑΠΑΛΟ ΠΡΑΣΙΝΟ
    • ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
  • ΧΡΩΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ▼

26 Μαρτίου 2022

Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής 27 Μαρτίου 2022 - Γ΄ Νηστειών (Σταυροπροσκυνήσεως)

ΚΑΝΕΙΣ ΑΠΟ ὅσους σκέπτονται ὀρθὰ δὲν θὰ ἔχη, νομίζω, ἀντίρρησι ὅτι ἡ καταλαλιὰ γεννᾶται ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν μνησικακία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν ἐτοποθετήσαμε στὴν σειρά της μετὰ τοὺς προγόνους της. Καταλαλιὰ σημαίνει γέννημα τοῦ μίσους, ἀσθένεια λεπτή, ἀλλὰ καὶ παχειά· παχειὰ βδέλλα, κρυμμένη καὶ ἀφανής, ποὺ ἀπορροφᾶ καὶ ἐξαφανίζει τὸ αἷμα τῆς ἀγάπης. Σημαίνει ὑπόκρισις ἀγάπης, αἰτία τῆς ἀκαθαρσίας, αἰτία τοῦ βάρους τῆς καρδιᾶς, ἐξαφάνισις τῆς ἁγνότητος. 2. Ὑπάρχουν κόρες ποὺ διαπράττουν αἴσχη, χωρὶς νὰ κοκκινίζουν. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες οἱ ὁποῖες φαίνονται ντροπαλές, καὶ ὅμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αἴσχη ἀπὸ τὶς προηγούμενες. Κάτι παρόμοιο παρατηροῦμε καὶ στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Τέτοιες κόρες εἶναι ἡ ὑποκρισία, ἡ πονηρία, ἡ λύπη, ἡ μνησικακία, ἡ ἐσωτερικὴ καταλαλιὰ τῆς καρδιᾶς. Ἄλλη ἐντύπωσι δημιουργοῦν ἐξωτερικὰ καὶ ἄλλος εἶναι ὁ στόχος τους. 3. Ἄκουσα μερικοὺς νὰ καταλαλοῦν καὶ τοὺς ἐπέπληξα. Καὶ γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν οἱ ἐργάτες αὐτοὶ τοῦ κακοῦ μοῦ ἀπήντησαν ὅτι τὸ ἔκαναν ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον πρὸς αὐτὸν ποὺ κατέκριναν. Ἐγὼ τότε τοὺς εἶπα νὰ τὴν ἀφήσουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ μὴ διαψευσθῆ ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Τὸν καταλαλούντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. ρ´ 5). Ἐὰν ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἀγαπᾶς τὸν ἄλλον, ἂς προσεύχεσαι μυστικὰ γι᾿ αὐτὸν καὶ ἂς μὴ τὸν κακολογῆς. Διότι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπὸ τὸν Κύριον. 4. Ἐπὶ πλέον ἂς μὴ λησμονῆς καὶ τοῦτο, καὶ ἔτσι ὁπωσδήποτε θὰ συνέλθης καὶ θὰ παύσης νὰ κρίνης αὐτὸν ποὺ ἔσφαλε: Ὁ Ἰούδας ἀνῆκε στὴν χορεία τῶν μαθητῶν, ἐνῷ ὁ λῃστὴς στὴν χορεία τῶν φονέων. Καὶ εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ πῶς μέσα σὲ μία στιγμὴ ὁ ἕνας ἐπῆρε τὴν θέσι τοῦ ἄλλου! 5. Ὅποιος θέλει νὰ νικήση τὸ πνεῦμα τῆς καταλαλιᾶς, ἂς ἐπιρρίπτη τὴν κατηγορία ὄχι στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἁμάρτησε, ἀλλὰ στὸν δαίμονα ποὺ τὸν ἔσπρωξε στὴν ἁμαρτία. Διότι κανεὶς δὲν θέλει νὰ ἁμαρτήση στὸν Θεόν, μολονότι ὅλοι αὐτοπροαίρετα ἁμαρτάνομε. 6. Εἶδα ἄνθρωπο ποὺ φανερὰ ἁμάρτησε, ἀλλὰ μυστικὰ μετενόησε. Καὶ αὐτὸν ποὺ ἐγὼ τὸν κατέκρινα ὡς ἀνήθικο, ὁ Θεὸς τὸν ἐθεωροῦσε ἁγνό, διότι μὲ τὴν μετάνοιά του Τὸν εἶχε πλήρως ἐξευμενίσει. 7. Αὐτὸν ποὺ σοῦ κατακρίνει τὸν πλησίον, ποτὲ μὴ τὸν σεβασθῆς, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τοῦ εἰπῆς: «Σταμάτησε, ἀδελφέ. Ἐγὼ καθημερινῶς σφάλλω σὲ χειρότερα, καὶ πῶς μπορῶ νὰ κατακρίνω τὸν ἄλλον»; Ἔτσι θὰ ἔχης δυὸ ὀφέλη, μὲ ἕνα φάρμακο θὰ θεραπεύσης καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν πλησίον. 8. Μία ὁδός, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὶς σύντομες ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἄφεσι τῶν πταισμάτων, εἶναι τὸ νὰ μὴ κρίνωμε, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθῆτε» (Λουκ. στ´ 37). Ὅπως δὲν συμβιβάζεται ἡ φωτιὰ μὲ τὸ νερό, ἔτσι καὶ ἡ κατάκρισις μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶ τὴν μετάνοια. 9. Ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, ἂν ἰδῆς κάποιον νὰ ἁμαρτάνη, μήτε τότε νὰ τὸν κατακρίνης. Διότι ἡ ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστη στοὺς ἀνθρώπους. Μερικοὶ ἔπεσαν φανερὰ σὲ μεγάλα ἁμαρτήματα, κρυφὰ ὅμως ἔπραξαν πολὺ μεγαλύτερα καλά. Ἔτσι ἐξαπατήθηκαν οἱ φιλοκατήγοροι, καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἐκρατοῦσαν στὰ χέρια τους ἦταν καπνὸς καὶ ὄχι ἥλιος. 10. Ἂς μὲ ἀκούσετε, ἂς μὲ ἀκούσετε ὅλοι ἐσεῖς οἱ κακοὶ κριταὶ τῶν ξένων ἁμαρτιῶν. Ἐὰν εἶναι ἀλήθεια, ὅπως καὶ πράγματι εἶναι, ὅτι «ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. ζ´ 2), τότε ἂς εἶσθε βέβαιοι, ὅτι γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα κατηγορήσαμε τὸν πλησίον εἴτε ψυχικὰ εἴτε σωματικά, θὰ περιπέσωμε σ᾿ αὐτά. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη διαφορετικά. 11. Ὅσοι εἶναι αὐστηροὶ καὶ σχολαστικοὶ κριταὶ τῶν σφαλμάτων τοῦ ἄλλου, νικῶνται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος, ἐπειδὴ δὲν ἀπέκτησαν ἀκόμη γιὰ τὰ ἰδικά τους ἁμαρτήματα ὁλοκληρωτικὴ φροντίδα (γνῶσι) καὶ μνήμη. Διότι ὅποιος ἀφαιρέση «τὸ περικάλυμμα τῆς φιλαυτίας» καὶ ἰδῆ μὲ ἀκρίβεια τὰ ἰδικά του κακά, γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν θὰ φροντίση πλέον στὴν ζωή του, ἀναλογιζόμενος ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του δὲν τοῦ ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ πενθήση τὶς ἰδικὲς τοῦ ἁμαρτίες, ἔστω καὶ ἂν θὰ ἐζοῦσε ἑκατὸ ἔτη, καὶ ἂν θὰ ἔβλεπε ὁλόκληρο τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ νὰ βγαίνη ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του ὡς δάκρυ. 12. Περιεργάσθηκα καλὰ τὴν κατάστασι τοῦ πένθους καὶ δὲν εὑρῆκα σ᾿ αὐτὴν ἴχνος καταλαλιᾶς ἢ κατακρίσεως. 13. Οἱ δαίμονες μᾶς σπρώχνουν πιεστικὰ ἢ στὸ νὰ ἁμαρτήσωμε ἤ, ἂν δὲν ἁμαρτήσωμε, στὸ νὰ κατακρίνωμε ὅσους ἁμάρτησαν, ὥστε μὲ τὸ δεύτερο νὰ μολύνουν οἱ κακοῦργοι τὸ πρῶτο. Ἂς γνωρίζης ὅτι γνώρισμα τῶν μνησικάκων καὶ φθονερῶν ἀνθρώπων εἶναι καὶ τοῦτο: Τὶς διδασκαλίες, τὰ πράγματα ἢ τὰ κατορθώματα τοῦ ἄλλου τὰ κατηγοροῦν καὶ τὰ διαβάλλουν μὲ εὐχαρίστησι καὶ εὐκολία, (νικημένοι καὶ) καταποντισμένοι ἄθλια ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ μίσους. 14. Εἶδα μερικοὺς οἱ ὁποῖοι μυστικὰ καὶ κρυφὰ διαπράττουν σοβαρώτατα ἁμαρτήματα, καὶ στηριζόμενοι στὴν ὑποκριτικὴ καθαρότητά τους, ἐπιτιμοῦν μὲ αὐστηρότητα αὐτοὺς ποὺ ὑποπίπτουν σὲ μερικὰ μικρὰ σφάλματα, τὰ ὁποῖα καὶ φανερώνουν. 15. Ἡ κρίσις εἶναι ἀναιδὴς ἁρπαγὴ τοῦ δικαιώματος τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ἡ κατάκρισις ὄλεθρος τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ὁ ὁποῖος κατακρίνει. 16. Ὅπως ἡ «οἴησις» καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχη ἄλλο πάθος, μπορεῖ νὰ καταστρέψη τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι καὶ ἡ κατάκρισις, ἐὰν καὶ μόνη ὑπάρχη μέσα μας, μπορεῖ νὰ μᾶς καταστρέψη ὁλοσχερῶς, ἀφοῦ ἄλλωστε καὶ ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος τῆς παραβολῆς ἐξ αἰτίας αὐτῆς κατεδικάσθη. 17. Ὁ καλὸς «ραγολόγος» τρώγει τὶς ὥριμες ρῶγες τῶν σταφυλιῶν καὶ δὲν πειράζει καθόλου τὶς ἄγουρες. Παρόμοια ὁ καλόγνωμος καὶ συνετὸς ἄνθρωπος, ὅσες ἀρετὲς βλέπει στοὺς ἄλλους τὶς σημειώνει μὲ ἐπιμέλεια, ἐνῷ ὁ ἀνόητος ἀναζητεῖ τὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς κατηγορίες. Γι᾿ αὐτὸν μάλιστα ἔχει λεχθῆ: «Ἐξηρεύνησαν ἀνομίαν, ἐξέλιπον ἐξερευνῶντες ἐξερευνήσεις» (Ψαλμ. ξγ´ 7). 18. Μὴ κατακρίνης καὶ ὅταν ἀκόμη βλέπης κάτι μὲ τοὺς ἴδιους τοὺς ὀφθαλμούς σου, διότι καὶ αὐτοὶ πολλὲς φορὲς ἐξαπατῶνται. Βαθμὶς δεκάτη! Ὅποιος τὴν κατέκτησε εἶναι ἐργάτης τῆς ἀγάπης ἢ τοῦ πένθους. Κλῖμαξ
ΛΕΥΚΑΔΑ
ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
ΣΚΙΑΘΟΣ
ΛΕΥΚΑΔΑ
 
  • ΧΡΩΜΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ▼
    • ΑΠΑΛΟ ΠΡΑΣΙΝΟ
    • ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
  • ΧΡΩΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ▼

25 Μαρτίου 2022

Λόγος περί καταλαλιάς του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακoς

ΚΑΝΕΙΣ ΑΠΟ ὅσους σκέπτονται ὀρθὰ δὲν θὰ ἔχη, νομίζω, ἀντίρρησι ὅτι ἡ καταλαλιὰ γεννᾶται ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν μνησικακία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν ἐτοποθετήσαμε στὴν σειρά της μετὰ τοὺς προγόνους της. Καταλαλιὰ σημαίνει γέννημα τοῦ μίσους, ἀσθένεια λεπτή, ἀλλὰ καὶ παχειά· παχειὰ βδέλλα, κρυμμένη καὶ ἀφανής, ποὺ ἀπορροφᾶ καὶ ἐξαφανίζει τὸ αἷμα τῆς ἀγάπης. Σημαίνει ὑπόκρισις ἀγάπης, αἰτία τῆς ἀκαθαρσίας, αἰτία τοῦ βάρους τῆς καρδιᾶς, ἐξαφάνισις τῆς ἁγνότητος. 2. Ὑπάρχουν κόρες ποὺ διαπράττουν αἴσχη, χωρὶς νὰ κοκκινίζουν. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες οἱ ὁποῖες φαίνονται ντροπαλές, καὶ ὅμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αἴσχη ἀπὸ τὶς προηγούμενες. Κάτι παρόμοιο παρατηροῦμε καὶ στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Τέτοιες κόρες εἶναι ἡ ὑποκρισία, ἡ πονηρία, ἡ λύπη, ἡ μνησικακία, ἡ ἐσωτερικὴ καταλαλιὰ τῆς καρδιᾶς. Ἄλλη ἐντύπωσι δημιουργοῦν ἐξωτερικὰ καὶ ἄλλος εἶναι ὁ στόχος τους. 3. Ἄκουσα μερικοὺς νὰ καταλαλοῦν καὶ τοὺς ἐπέπληξα. Καὶ γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν οἱ ἐργάτες αὐτοὶ τοῦ κακοῦ μοῦ ἀπήντησαν ὅτι τὸ ἔκαναν ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον πρὸς αὐτὸν ποὺ κατέκριναν. Ἐγὼ τότε τοὺς εἶπα νὰ τὴν ἀφήσουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ μὴ διαψευσθῆ ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Τὸν καταλαλούντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. ρ´ 5). Ἐὰν ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἀγαπᾶς τὸν ἄλλον, ἂς προσεύχεσαι μυστικὰ γι᾿ αὐτὸν καὶ ἂς μὴ τὸν κακολογῆς. Διότι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπὸ τὸν Κύριον. 4. Ἐπὶ πλέον ἂς μὴ λησμονῆς καὶ τοῦτο, καὶ ἔτσι ὁπωσδήποτε θὰ συνέλθης καὶ θὰ παύσης νὰ κρίνης αὐτὸν ποὺ ἔσφαλε: Ὁ Ἰούδας ἀνῆκε στὴν χορεία τῶν μαθητῶν, ἐνῷ ὁ λῃστὴς στὴν χορεία τῶν φονέων. Καὶ εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ πῶς μέσα σὲ μία στιγμὴ ὁ ἕνας ἐπῆρε τὴν θέσι τοῦ ἄλλου! 5. Ὅποιος θέλει νὰ νικήση τὸ πνεῦμα τῆς καταλαλιᾶς, ἂς ἐπιρρίπτη τὴν κατηγορία ὄχι στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἁμάρτησε, ἀλλὰ στὸν δαίμονα ποὺ τὸν ἔσπρωξε στὴν ἁμαρτία. Διότι κανεὶς δὲν θέλει νὰ ἁμαρτήση στὸν Θεόν, μολονότι ὅλοι αὐτοπροαίρετα ἁμαρτάνομε. 6. Εἶδα ἄνθρωπο ποὺ φανερὰ ἁμάρτησε, ἀλλὰ μυστικὰ μετενόησε. Καὶ αὐτὸν ποὺ ἐγὼ τὸν κατέκρινα ὡς ἀνήθικο, ὁ Θεὸς τὸν ἐθεωροῦσε ἁγνό, διότι μὲ τὴν μετάνοιά του Τὸν εἶχε πλήρως ἐξευμενίσει. 7. Αὐτὸν ποὺ σοῦ κατακρίνει τὸν πλησίον, ποτὲ μὴ τὸν σεβασθῆς, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τοῦ εἰπῆς: «Σταμάτησε, ἀδελφέ. Ἐγὼ καθημερινῶς σφάλλω σὲ χειρότερα, καὶ πῶς μπορῶ νὰ κατακρίνω τὸν ἄλλον»; Ἔτσι θὰ ἔχης δυὸ ὀφέλη, μὲ ἕνα φάρμακο θὰ θεραπεύσης καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν πλησίον. 8. Μία ὁδός, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὶς σύντομες ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἄφεσι τῶν πταισμάτων, εἶναι τὸ νὰ μὴ κρίνωμε, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθῆτε» (Λουκ. στ´ 37). Ὅπως δὲν συμβιβάζεται ἡ φωτιὰ μὲ τὸ νερό, ἔτσι καὶ ἡ κατάκρισις μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶ τὴν μετάνοια. 9. Ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, ἂν ἰδῆς κάποιον νὰ ἁμαρτάνη, μήτε τότε νὰ τὸν κατακρίνης. Διότι ἡ ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστη στοὺς ἀνθρώπους. Μερικοὶ ἔπεσαν φανερὰ σὲ μεγάλα ἁμαρτήματα, κρυφὰ ὅμως ἔπραξαν πολὺ μεγαλύτερα καλά. Ἔτσι ἐξαπατήθηκαν οἱ φιλοκατήγοροι, καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἐκρατοῦσαν στὰ χέρια τους ἦταν καπνὸς καὶ ὄχι ἥλιος. 10. Ἂς μὲ ἀκούσετε, ἂς μὲ ἀκούσετε ὅλοι ἐσεῖς οἱ κακοὶ κριταὶ τῶν ξένων ἁμαρτιῶν. Ἐὰν εἶναι ἀλήθεια, ὅπως καὶ πράγματι εἶναι, ὅτι «ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. ζ´ 2), τότε ἂς εἶσθε βέβαιοι, ὅτι γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα κατηγορήσαμε τὸν πλησίον εἴτε ψυχικὰ εἴτε σωματικά, θὰ περιπέσωμε σ᾿ αὐτά. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη διαφορετικά. 11. Ὅσοι εἶναι αὐστηροὶ καὶ σχολαστικοὶ κριταὶ τῶν σφαλμάτων τοῦ ἄλλου, νικῶνται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος, ἐπειδὴ δὲν ἀπέκτησαν ἀκόμη γιὰ τὰ ἰδικά τους ἁμαρτήματα ὁλοκληρωτικὴ φροντίδα (γνῶσι) καὶ μνήμη. Διότι ὅποιος ἀφαιρέση «τὸ περικάλυμμα τῆς φιλαυτίας» καὶ ἰδῆ μὲ ἀκρίβεια τὰ ἰδικά του κακά, γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν θὰ φροντίση πλέον στὴν ζωή του, ἀναλογιζόμενος ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του δὲν τοῦ ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ πενθήση τὶς ἰδικὲς τοῦ ἁμαρτίες, ἔστω καὶ ἂν θὰ ἐζοῦσε ἑκατὸ ἔτη, καὶ ἂν θὰ ἔβλεπε ὁλόκληρο τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ νὰ βγαίνη ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του ὡς δάκρυ. 12. Περιεργάσθηκα καλὰ τὴν κατάστασι τοῦ πένθους καὶ δὲν εὑρῆκα σ᾿ αὐτὴν ἴχνος καταλαλιᾶς ἢ κατακρίσεως. 13. Οἱ δαίμονες μᾶς σπρώχνουν πιεστικὰ ἢ στὸ νὰ ἁμαρτήσωμε ἤ, ἂν δὲν ἁμαρτήσωμε, στὸ νὰ κατακρίνωμε ὅσους ἁμάρτησαν, ὥστε μὲ τὸ δεύτερο νὰ μολύνουν οἱ κακοῦργοι τὸ πρῶτο. Ἂς γνωρίζης ὅτι γνώρισμα τῶν μνησικάκων καὶ φθονερῶν ἀνθρώπων εἶναι καὶ τοῦτο: Τὶς διδασκαλίες, τὰ πράγματα ἢ τὰ κατορθώματα τοῦ ἄλλου τὰ κατηγοροῦν καὶ τὰ διαβάλλουν μὲ εὐχαρίστησι καὶ εὐκολία, (νικημένοι καὶ) καταποντισμένοι ἄθλια ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ μίσους. 14. Εἶδα μερικοὺς οἱ ὁποῖοι μυστικὰ καὶ κρυφὰ διαπράττουν σοβαρώτατα ἁμαρτήματα, καὶ στηριζόμενοι στὴν ὑποκριτικὴ καθαρότητά τους, ἐπιτιμοῦν μὲ αὐστηρότητα αὐτοὺς ποὺ ὑποπίπτουν σὲ μερικὰ μικρὰ σφάλματα, τὰ ὁποῖα καὶ φανερώνουν. 15. Ἡ κρίσις εἶναι ἀναιδὴς ἁρπαγὴ τοῦ δικαιώματος τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ἡ κατάκρισις ὄλεθρος τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ὁ ὁποῖος κατακρίνει. 16. Ὅπως ἡ «οἴησις» καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχη ἄλλο πάθος, μπορεῖ νὰ καταστρέψη τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι καὶ ἡ κατάκρισις, ἐὰν καὶ μόνη ὑπάρχη μέσα μας, μπορεῖ νὰ μᾶς καταστρέψη ὁλοσχερῶς, ἀφοῦ ἄλλωστε καὶ ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος τῆς παραβολῆς ἐξ αἰτίας αὐτῆς κατεδικάσθη. 17. Ὁ καλὸς «ραγολόγος» τρώγει τὶς ὥριμες ρῶγες τῶν σταφυλιῶν καὶ δὲν πειράζει καθόλου τὶς ἄγουρες. Παρόμοια ὁ καλόγνωμος καὶ συνετὸς ἄνθρωπος, ὅσες ἀρετὲς βλέπει στοὺς ἄλλους τὶς σημειώνει μὲ ἐπιμέλεια, ἐνῷ ὁ ἀνόητος ἀναζητεῖ τὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς κατηγορίες. Γι᾿ αὐτὸν μάλιστα ἔχει λεχθῆ: «Ἐξηρεύνησαν ἀνομίαν, ἐξέλιπον ἐξερευνῶντες ἐξερευνήσεις» (Ψαλμ. ξγ´ 7). 18. Μὴ κατακρίνης καὶ ὅταν ἀκόμη βλέπης κάτι μὲ τοὺς ἴδιους τοὺς ὀφθαλμούς σου, διότι καὶ αὐτοὶ πολλὲς φορὲς ἐξαπατῶνται. Βαθμὶς δεκάτη! Ὅποιος τὴν κατέκτησε εἶναι ἐργάτης τῆς ἀγάπης ἢ τοῦ πένθους. Κλῖμαξ Ἐκδόσεις Ἱ Μ. Παρακλήτου Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος
ΛΕΥΚΑΔΑ
ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
ΣΚΙΑΘΟΣ
ΛΕΥΚΑΔΑ
 
  • ΧΡΩΜΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ▼
    • ΑΠΑΛΟ ΠΡΑΣΙΝΟ
    • ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
  • ΧΡΩΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ▼

24 Μαρτίου 2022

Γιατί ελιές και όχι λάδι; Γιατί ταραμάς και όχι ψάρι;

«Τώρα πού μπήκαμε στην περίοδο της νηστείας έχω, μαζί με άλλους, δύο απορίες. Η πρώτη έχει σχέση με την εβδομάδα της Τυροφάγου: Γιατί επιτρέπεται το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα και δεν επιτρέπεται το κρέας; Απαγορεύονται τα κοτόπουλα καί επιτρέπονται τά αυγά. Η δεύτερη. Γιατί στόν καιρό τής Μ. Τεσσαρακοστής δεν τρώμε ψάρια καί τρώμε τα «θαλασσινά» καί τό χαβιάρι ή μερικές φορές τρώμε ελιές καί όχι λάδι;» Εύστοχη απάντηση καί στά δύο ερωτήματα έχει δώσει ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, μεγάλος διδάσκαλος της Εκκλησίας. Γράφει σ’ ένα γιατρό: «Κατηγορείς τόν φίλο σου επειδή τήν εβδομάδα τής Τυρινής τρώγει αυγά δέν τρώγει όμως τήν κότταν πού γεννά τά αυγά… Αλλά ποία σύγκρισις ημπορεί νά γίνη μεταξύ τού αυγού, πού δέν είναι ζώον καί τής κόττας, πού είναι ζώον; Τό αυγό είναι πολύ κατώτερον από τήν όρνιθα. Καί ως απόδειξιν επικαλούμαι τήν δικήν σας γνώμην, δηλαδή τήν γνώμη τών ιατρών. Εις όσους είναι άρρωστοι καί αρχίζουν νά εισέρχωνται εις το στάδιον τής αναρρώσεως ορίζετε ως τροφήν τά μικρά καί τρυφερά κοττόπουλα καί όχι μίαν μεστωμένην όρνιθα. Διά ποίον λόγον τό κάμνετε αυτό; Διότι, λέγετε, τό παχύ καί λιπαρόν φαγητόν θα βλάψη αυτόν πού τώρα αρχίζει νά συνέρχεται από τήν ασθένειάν του, επειδή ο στόμαχός του δέν έχει ακόμη τήν δύναμιν να δεχθή καί νά χωνεύση βαρείας τροφάς. Αφού λοιπόν υπάρχει διαφορά μεταξύ μικρού κοττόπουλου καί μεγάλης κόττας καί τό κοττόπουλον είναι ως τροφή πολύ κατώτερον εις δύναμιν από τήν κότταν καί ουδείς ιατρός είπε ποτέ ότι αυγό, κοττόπουλον, κόττα είναι ομοία τροφή καί εξ ίσου κατάλληλος διά τούς ασθενείς, δέν είναι φανερόν ότι ανοήτως μάς κατηγορούν διατί τρώγομεν αυγά καί όχι όρνιθας;… Μάς κατηγορούν ακόμη διατί τρώγομεν ελαίας, όχι όμως καί έλαιον, ενώ μέσα εις τά ελαίας υπάρχει έλαιον. Αλλά καί μέσα εις τά σταφύλια υπάρχει οίνος. Όσα όμως σταφύλια άν φάγωμεν δέν πρόκειται νά μεθύσωμεν` τό πολύ πολύ νά βαρυστομαχιάσωμεν…». Άλλωστε οι ελιές αποτελούν ξηροφαγία. Τρώγονται, δηλαδή ως καρπός με ψωμί καί ξηρούς καρπούς σέ καιρό αυστηρής νηστείας, ενώ τό λάδι αφορά στά φαγητά – πολυάριθμα καί νοστιμώτατα – πού παρασκευάζονται μέ τό λάδι. Γιά τά πανάκριβα θαλασσινά καί τό χαβιάρι δέν θά μπορούσε κανείς νά κάνη λόγο. Αποτελούν παρωδία νηστείας. Ο θεσμός τής νηστείας έχει μεγάλο πλάτος καί βάθος καί δέν περιορίζεται μονάχα στή χύτρα μας. Έχει βαθύ πνευματικό περιεχόμενο. Γιά τόν πνευματικό σκοπό τής νηστείας γράφει στήν «Επί τού Όρους Ομιλία» ο αείμνηστος π. Σεραφείμ Παπακώστας τα εξής: «Η νηστεία είναι σπουδαίο μέσο επιβολής επί τού εαυτού μας καί κυριαρχίας επί επιθυμιών τού σώματος, πού δύνανται νά οδηγήσουν εις πάσαν αμαρτίαν… Η νηστεία είναι επίσης σπουδαία άσκησις καί γυμνασία, διά νά αποκόπτη ο Χριστιανός τό ίδιον θέλημα, να ταπεινώνεται, νά υπακούη, να πειθαρχή εις ανωτέραν αυθεντίαν, καί δή εις τόν Θεόν καί τήν Εκκλησίαν… Ακόμη βοηθεί τόν Χριστιανόν αφ’ ενός νά επιμένη καί προσκαρτερή εις τήν προσευχήν, διότι κάμνει τόν νούν καθαρώτερον καί προσεκτικώτερον… Αφ’ ετέρου δέ βοηθεί εις τήν ελεημοσύνην…», όταν φυσικά κάνουμε οικονομία μέ τή νηστεία. Σχετική είναι καί μιά άλλη επιγραμματική διατύπωση: «Ου τό βραδυφαγήσαι τούτο μόνον νηστεία εστίν, αλλά καί τό βραχυφαγήσαι καί τό μή ποικιλοφαγήσαι». Συμπληρωματική καί η παρακάτω φράση: «Άσκησίς εστι τράπεζα εν μονοειδή τροφή συνισταμένη». Δέν αρκεί, δηλαδή, μονάχα νά περιμένης τό βράδυ γιά φαγητό. Πρέπει καί η τροφή νά είναι μετρημένη. Καί προπάντων όχι πολυδάπανες νηστίσιμες ποικιλίες, πού είναι παρωδία καί εμπαιγμός τής νηστείας. Σ’ αυτό τό σημείο ιδιαίτερα επιμένει ο λόγος τού Θεού καί η πατερική σοφία. Η νηστεία δέν είναι ένας ξηρός τύπος. Είναι προπάντων διάθεση ψυχική. Συνδυάζεται πάντα μέ τίς άλλες αρετές, τήν εγκράτεια, τήν προσευχή, τη φιλανθρωπία. «Τιμή νηστείας ου σιτίων αποχή, αλλά αμαρτημάτων αναχώρησις» τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος. Η νηστεία μάλιστα πρέπει νά είναι έκφραση ειλικρινούς μετανοίας, χωρίς τήν οποία τίποτα δέν μάς ωφελεί. Ίσα-ίσα μπορεί νά μάς παραπλανά καί νά μάς δημιουργή τήν ψευδαίσθηση τής πνευματικής αυταρκείας. Μάς τό υπογραμμίζει τόσο καθαρά ο Θεός μέ τό στόμα τού προφήτου Ησαΐα. Η γλώσσα πού χρησιμοποιεί ο φλογερός προφήτης εξ ονόματος τού Θεού, είναι πολύ σκληρή, αλλά καί αφυπνιστική. Στηλιτεύει τόν ύπουλο πειρασμό τής αποκοιμιστικής τυπολατρίας, στόν οποίο μπορεί νά καταντήση η νηστεία (Ησ. α’ 13, νη’ 3-7). «Μήν περιορίζης τό καλό τής νηστείας μονάχα στήν αποχή από τά φαγητά. Νηστεία αληθινή είναι η αποξένωση από τίς κακίες», τονίζει ο υμνητής τής νηστείας ο Μ. Βασίλειος. Πηγή: Ιερός Ναός Αποστόλου Φιλίππου Γραμματικούς
ΛΕΥΚΑΔΑ
ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
ΣΚΙΑΘΟΣ
ΛΕΥΚΑΔΑ
 
  • ΧΡΩΜΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ▼
    • ΑΠΑΛΟ ΠΡΑΣΙΝΟ
    • ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
  • ΧΡΩΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ▼