07 Ιουλίου 2022



Ο ΘεΌς εἶναι τά πάντα...!

Ο ζω­γρά­φος Δο­μί­νι­κος Πα­να­γι­ω­τό­που­λος,ἐ­νῶ μιὰ ζω­ὴ ζω­γρά­φι­ζε νε­κρὲς φύ­σεις, λου­λού­δια σὲ βά­ζα κι ἄλ­λα τέ­τοι­α,μιὰ μέ­ρα, ἔ­τσι, στὰ κα­λὰ κα­θού­με­να,ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ ζω­γρα­φί­σει τὸ Θε­ό. Καὶ σὰ νὰ μὴν ἔ­φτα­νε αὐ­τό, ἀ­πο­φά­σι­σε ἐ­πί­σης πὼς ὅ­,τι εἶ­χε ζω­γρα­φί­σει μέ­χρι τό­τε ἦ­ταν ἀ­νά­ξιο λό­γου κι ἄ­ξιο νὰ κα­εῖ. Ἔ­ρι­ξε λοι­πὸν στὴ φω­τιὰ ὅ­λες τὶς νε­κρὲς φύ­σειςκαὶ τὰ λου­λού­δια σὲ βά­ζα κι ὅ­λα τ’ ἄλ­λα σχε­τι­κά, ποὺ εἶ­χε φτιά­ξει,καὶ βάλ­θη­κε νὰ σκέ­φτε­ται πῶς νὰ ζω­γρα­φί­σει τὸ Θε­ό. Τὸ πρό­βλη­μα δὲν ἦ­ταν δι­ό­λου ἁ­πλό,για­τί ὁ Δο­μί­νι­κος Πα­να­γι­ω­τό­που­λος ἦ­ταν κα­λὸς ζω­γρά­φοςκαὶ δὲν τοῦ πή­γαι­νε νὰ φτιά­ξει ἕ­ναν ἀ­σπρο­μάλ­λη γέ­ρο σὰν τὸν Ἄϊ Βα­σί­λη ἢ κά­τι τέ­τοι­ο. Ἔ­με­νε λοι­πὸν σι­ω­πη­λός, μέ­ρες ἀ­τέ­λει­ω­τες, μπρο­στὰ στὴν κά­τα­σ­πρη, λεί­α ἐ­πι­φά­νεια τοῦ στο­κα­ρι­σμέ­νου μου­σα­μά του, μὲ μιὰ μό­νο σκέ­ψη νὰ γυ­ρί­ζει μέ­σα στὸ μυα­λό του: «Πῶς εἶ­ναι ὁ Θε­ός;» Οἱ μέ­ρες ἔ­γι­ναν μή­νας κι ὁ μή­νας μῆ­νες κι ὁ Δο­μί­νι­κος δὲν ἔ­λε­γε νὰ κου­νή­σει ἀ­π’ τὴ θέ­ση του, δὲν ἔ­λε­γε νὰ βά­λει ἄλ­λη σκέ­ψη στὸ μυα­λό του. Τὸ φαΐ ποὺ τοῦ ‘­φερ­νε μιὰ γριὰ γει­τό­νισ­σα ἔ­με­νε σχε­δὸν ἀ­νέγ­γι­χτο. Οἱ φί­λοι του, κα­φε­νό­βιοι καλ­λι­τέ­χνες, ὅ­πως ἄλ­λω­στε ἦ­ταν κι ὁ ἴ­διος κά­πο­τε, τὸν ἔ­χα­σαν ἀ­π’ τὶς πα­ρέ­ες τους. Ἕ­νας δε­σμός, ποὺ πι­θα­νὸν νὰ ὁ­δη­γοῦ­σε στὸ γά­μο, δι­α­λύ­θη­κε. Ἀ­κό­μα κι ἡ γριὰ γει­τό­νισ­σα, ποὺ τὸν φρόν­τι­ζε, στα­μά­τη­σε στὸ τέ­λος νὰ πη­γαι­νο­έρ­χε­ται, για­τί φο­βή­θη­κε πὼς τοῦ ‘­χε στρί­ψει καί, πο­τὲ δὲν ξέ­ρεις τί γί­νε­ται μ’ αὐ­τοὺς τοὺς τρε­λοὺς καλ­λι­τέ­χνες. Μιὰ μέ­ρα, ἕ­νας ζη­τιά­νος χτύ­πη­σε τὴν πόρ­τα του. Μὴν παίρ­νον­τας ἀ­πάν­τη­ση καὶ βρί­σκον­τας ξε­κλεί­δω­τα, μπῆ­κε κι εἶ­δε τὸ Δο­μί­νι­κο νὰ κά­θε­ται, μὲ τὴν πλά­τη γυ­ρι­σμέ­νη πρὸς τὴν πόρ­τα, ἀ­κί­νη­τος μπρο­στὰ στὸ κα­βα­λέ­το του. «Ὁ Θε­ὸς νὰ σοῦ δί­νει χρό­νια, πα­λι­κά­ρι μου», εἶ­πε ο ζη­τιά­νος, «δῶ­σε μου μιὰ βο­ή­θεια». Στὸ ἄ­κου­σμα τῆς λέ­ξης Θε­ός, ὁ Δο­μί­νι­κος βγῆ­κε ἀ­π’ τὸν ἱ­ε­ρό του λή­θαρ­γο καὶ στρά­φη­κε πρὸς τὸ γέ­ρο. «Ἔ­χεις δεῖ πο­τὲ τὸ Θε­ό;» ρώ­τη­σε. «Συ­νέ­χεια τὸν ἔ­χω ἐμ­πρός μου», ἀ­πάν­τη­σε ὁ ζη­τιά­νος.«Ἀ­κό­μα καὶ τού­τη τὴ στιγ­μὴ πού σου μι­λῶ τὸν βλέ­πω,για­τί ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι τὰ πάν­τα». «Τὰ πάν­τα…», ἐ­πα­νέ­λα­βε σὰν ἠ­χὼ ὁ Δο­μί­νι­κος. «Ναί, τὰ πάν­τα», ξα­νά­πε ὁ ζη­τιά­νος.«Εἶ­ναι μα­χαί­ρι καὶ ἀρ­νὶ καὶ πυρ­κα­γιὰ καὶ δά­σος καὶ ἔ­ρη­μος καὶ πο­τα­μὸς καὶ σύν­νε­φο καὶ γῆ καὶ κό­κα­λα γυ­μνὰ καὶ γυ­μνὸ κορ­μί… Τὰ πάν­τα». «Εἶ­σαι ζη­τιά­νος ἢ σο­φός;» ρώ­τη­σε, γε­μά­τος θαυ­μα­σμό, ὁ Δο­μί­νι­κος. «Εἶμαι Θεός», ἀποκρίθηκε ὁ ζητιάνος. Ὁ Δομίνικος πετάχτηκε τότε ἀπ’ τὴ θέση του κι ἔπεσε στὰ γόνατα νὰ προσκυνήσει ἐκεῖνον ποὺ τόσον καιρὸ ἔψαχνε τὴ μορφή του. Ὁ ζητιάνος γέλασε καλοσυνάτα. «Δὲν εἶπα ὁ Θεός», εἶπε, «εἶπα Θεός, ὅπως Θεὸς εἶσαι κι ἐσὺ καὶ οἱ μπογιὲς καὶ τὰ πινέλα σου.Δέ σοῦ ‘πα ὅτι τὰ πάντα εἶναι Θεός; Σήκω τώρα καὶ δῶσε μου μιὰ βοήθεια,γιατί ἔχω τρεῖς μέρες νὰ βάλω Θεὸ στὸ στόμα μου». Ὁ Δομίνικος ὑπάκουσε κι ὁ ζητιάνος ἔφυγε εὐχαριστημένος. Ὅταν ξανάμεινε μόνος, ὁ Δομίνικος ἄρχισε νὰ κλαίει. Δὲν ἔκλαιγε ἀπὸ ἀπελπισία οὔτε ἀπὸ χαρά,δὲν καταλάβαινε κὰν ὅτι ἔκλαιγε. Τὰ δάκρυα ἀνάβλυζαν μονα τους ἀπ’ τὰ μάτια του. Ἀπὸ τότε, ὁ Δομίνικος ξανάρχισε νά ζωγραφίζει νεκρὲς φύσεις καὶ ζωντανὲς κι ὅ,τι ἄλλο τοῦ ‘ρχότανε στὸ νοῦ νὰ ζωγραφίσει καὶ ποτὲ δὲν ξανάκαψε τίποτα, γιατί τὰ πάντα ἦταν τώρα Θεός. Αργύρης Χιόνης
ΛΕΥΚΑΔΑ
ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
ΣΚΙΑΘΟΣ
ΛΕΥΚΑΔΑ
 
  • ΧΡΩΜΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ▼
    • ΑΠΑΛΟ ΠΡΑΣΙΝΟ
    • ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
  • ΧΡΩΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ▼

Δεν υπάρχουν σχόλια: