30 Δεκεμβρίου 2023

Είναι παρηγοριά να είσαι χριστιανός μέσα στον χρόνο

Κάθε που πλησιάζει η αλλαγή του χρόνου η σκέψη μας πηγαίνει προς τα εμπρός. Θέλουμε να είμαστε αισιόδοξοι, ότι τα όσα έχουμε πετύχει θα τα κρατήσουμε, στα όσα δυσκολευτήκαμε θα βρούμε απαντήσεις, οι άλλοι θα είναι δίπλα μας και όχι απέναντί μας και θα έχουμε υγεία και χαρά. Γεμάτο το ευχολόγιο των ιθυνόντων. Διαφημίσεις και μηνύματα παντού, τόσο τετριμμένα που κανείς δεν τα δίνει σημασία. Απλά πρέπει να μπούνε για να μην κατηγορηθούν οι αμελήσαντες ότι δεν νοιάζονται για τη γνώμη των άλλων. Κάθε που πλησιάζει η αλλαγή του χρόνου πονάνε τα τραύματα του χτες. Κατανοούμε ότι δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω, πως ό,τι ζήσαμε δεν γιατρεύεται από τον χρόνο, ούτε μπορούμε να το ξαναζήσουμε, αν δεν ήταν κάτι καλό. Κι όμως. Ο λογισμός μάς ταλαιπωρεί, καθώς θα θέλαμε η ζωή μας να εξαρτάται από εμάς, τα γεγονότα να τα διαμορφώνουμε καθώς επιθυμούμε. Έτσι, η αλλαγή του χρόνου συχνά φέρνει μια μελαγχολία. Ο κόσμος προσπαθεί να την ξεπεράσει με γιορτές, εκδηλώσεις, ρεβεγιόν, νυχτερινή διασκέδαση. Τα προγράμματα των τηλεοπτικών καναλιών την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, πανομοιότυπα, σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο, το μαρτυρούν. Να ξεδώσουμε. Αυτός είναι ο τρόπος. Να ξεχαστούμε. Υπάρχει κι ένας δρόμος λίγο διαφορετικός. Είναι το να συλλογιστούμε τι σημαίνει να είσαι χριστιανός μέσα στον χρόνο. Να μπορείς να δεις τη δωρεά του, καθώς μέσα σ’ αυτόν ζούμε και υπάρχουμε ως πρόσωπα, και σε δύο άλλες διαστάσεις. Η μία είναι η λειτουργική. Ο χρόνος είναι για μας «καιρός», ευκαιρία, ώρα, στιγμή να ζήσουμε τη ζωή μας με δοξολογία προς τον Θεό. Να Τον ευχαριστήσουμε που έγινε άνθρωπος για μας. Που μας δίδαξε και μας διδάσκει την αγάπη. Που δεν αφήνει τον θάνατο να μας καταπιεί. Κι αυτό το βιώνουμε ιδιαιτέρως κατά τη στιγμή της θείας λειτουργίας. Είναι πολύ ευλογημένη η ώρα αυτή. Συναντιόμαστε μεταξύ μας, με τον Χριστό, με τους αγίους, με τον κόσμο που έφυγε, τον κόσμο που είναι αυτή τη στιγμή, τον κόσμο που θα έρθει. Προσφέρουμε τα δώρα μας, τον άρτο και τον οίνο, και λαμβάνουμε σώμα και αίμα Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον. Και παίρνουμε κουράγιο, όχι για να σβήσει το χτες, αλλά για να προχωρήσουμε μ’ αυτό ως άνθρωποι τραυματισμένοι, αλλά και γιατρεμένοι, διότι με τον Χριστό καμιά πληγή δεν μπορεί να νικήσει την αγάπη. Η άλλη είναι η εσχατολογική. Ο χριστιανός ζει τον χρόνο ως προσδοκία. Περιμένουμε να συναντήσουμε τον Χριστό στο πρόσωπο του κάθε συνανθρώπου μας. Στα πρόσωπα των οικείων μας, οι οποίοι δεν είναι πεδία ανταγωνισμού και εξουσίας, αλλά πρόσωπα αναφοράς, καθώς καλούμαστε αγαπώντας να ανοιχτούμε και στον κάθε άνθρωπο. Περιμένουμε όχι να περάσει ο χρόνος γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, αλλά διότι κάθε στιγμή μάς φέρνει πιο κοντά στην ώρα που η φθορά, το κακό, η αμαρτία δεν θα μπορούν να νικήσουν την αγάπη τού να είμαστε μαζί με τον Χριστό για πάντα. Περιμένουμε ανάσταση νεκρών και ζωήν αιώνιον για τους δικούς μας που έφυγαν, αλλά και για μας, όταν θα έρθει η ώρα. Και ξέρουμε πως τίποτα δεν πάει χαμένο, ιδίως όταν αυτό είναι σφραγισμένο από την αγάπη, η οποία ουδέποτε εκπίπτει. Είναι παρηγοριά να είσαι χριστιανός μέσα στον χρόνο. Παρηγοριά να ζεις τον χρόνο στην Εκκλησία.

28 Δεκεμβρίου 2023

Άγιος Νέος Ιερομάρτυς Αλέξανδρος Νικολάεβιτς (Αρχάγγελσκι)

Ο ιερομάρτυς Αλέξανδρος γεννήθηκε την 1η Φεβρουαρίου του 1874 στο χωριό Σόσκα της επαρχίας Λιπέτσκ. Ήταν γιος του ιεροψάλτη Νικολάου Αρχάγγελσκι. Το 1896 αποφοίτησε από το Εκκλησιαστικό Σεμινάριο του Ταμπώφ και την ίδια χρονιά διορίστηκε ιεροψάλτης σ’ έναν ναό της πόλης. Εκεί γνώρισε και νυμφεύθηκε την κόρη του πρωτοπρεσβυτέρου π. Καπίτωνος Αλεξέγιεφ Αικατερίνα. Η οικογένεια του π. Καπίτωνος ήταν μεγάλη και πολύ ευσεβής. Όλοι οι γιοι του έγιναν αργότερα ιερείς. Κάποτε η Αικατερίνα αρρώστησε σοβαρά και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Ταμπώφ. Τότε ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να πάρει στο σπίτι του μια ορφανή κοπέλα που ήταν κουφή, τη Μαρία, για να τον βοηθάει στις δουλειές. Κάποια μέρα ο Αλέξανδρος και η Μαρία μίσθωσαν μιαν άμαξα και κίνησαν για το νοσοκομείο. Στον δρόμο συνάντησαν ένα μικρό πλήθος πιστών ιερέων και λαϊκών, που λιτάνευαν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας του Καζάν. Ο Αλέξανδρος είπε στον αμαξά να σταματήσει. Κατέβηκε από την άμαξα και, πλησιάζοντας τους πιστούς που μετέφεραν την εικόνα, τους παρακάλεσε ν’ αφήσουν και το κουφό κορίτσι να την κρατήσει για λίγο. Εκείνοι δέχτηκαν πρόθυμα. Ύστερα έψαλαν όλοι μαζί Παράκληση. Μόλις τελείωσαν, ο Αλέξανδρος και η Μαρία ανέβηκαν πάλι στην άμαξα και συνέχισαν τον δρόμο τους. Καθώς περνούσαν από μια γέφυρα, ένα αστροπελέκι έσχισε τον μολυβένιο ουρανό και σχεδόν αμέσως μια δυνατή βροντή ακούστηκε. Η Μαρία τρόμαξε και άρχισε να σταυροκοπιέται. – Τι συμβαίνει, Μαρία; τη ρώτησε με έκπληξη ο Αλέξανδρος. Μήπως άκουσες τη βροντή; – Ναι, την άκουσα! Τώρα ακούω! Ακούω πολύ καλά! απάντησε η κοπέλα ολόχαρη. Δόξασαν και οι δύο τον Θεό για το θαύμα που είχε κάνει με τη μεσιτεία της Παναγίας Μητέρας Του. Σε ηλικία τριάντα χρονών ο Αλέξανδρος χειροτονήθηκε διάκονος και διορίστηκε στον ναό του χωριού Στοροζεβί Βισέλκι της επαρχίας Βορονέζ. Δύο χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ήδη τότε είχε επτά παιδιά. Ωστόσο, πονόψυχος καθώς ήταν, όταν πέθανε ένα ανδρόγυνο της ενορίας του, πήρε στο σπίτι του τα δύο ορφανά παιδιά τους. Σ’ όλες τις μεγάλες γιορτές πλήθος πιστοί κατέφθαναν στο Στοροζεβί Βισέλκι από τα γύρω χωριά. Πολλοί απ’ αυτούς φιλοξενούνταν στο σπίτι του π. Αλεξάνδρου. Ο καλός ιερέας έστρωνε σανό στο πάτωμα και εκεί κοιμόντουσαν οι προσκυνητές, ο ένας δίπλα στον άλλον. Η Αικατερίνα, πάλι, μολονότι ήταν φιλάσθενη, τους διακονούσε όλους με χαρά και αγάπη. Κάποτε ο π. Αλέξανδρος πήγαινε με άμαξα στην πόλη Ούσμαν, στο γυμνάσιο της οποίας φοιτούσαν μερικά από τα παιδιά του. Περνώντας από ένα χωριό, είδε ένα σπίτι να καίγεται. Χωρίς χρονοτριβή, σταμάτησε την άμαξα, κατέβηκε κι έτρεξε κατά ‘κει. Από τους χωρικούς, που ήταν μαζεμένοι ολόγυρα, πληροφορήθηκε ότι μέσα στο φλεγόμενο σπίτι βρισκόταν ένα τρίχρονο κοριτσάκι, που οι γονείς του έλειπαν. Όλοι έκλαιγαν και φώναζαν, αλλά κανείς δεν τολμούσε να κάνει ό,τι αδίστακτα έκανε αμέσως ο φιλάνθρωπος ιερέας: Χώθηκε στις φλόγες κι έβγαλε το κοριτσάκι ζωντανό, λίγο πριν καταρρεύσει η σκεπή του σπιτιού. Δεν περίμενε να τον ευχαριστήσουν και να τον τιμήσουν. Γύρισε βιαστικά στην άμαξά του κι έφυγε. Το 1917 οι μπολσεβίκοι, με το που κατέλαβαν την εξουσία, απαίτησαν από τον π. Αλέξανδρο να εγκαταλείψει το σπίτι του, για να το κάνουν σχολείο. Εκείνος δεν έφερε αντίρρηση. Στη συνέχεια ζήτησαν να τους παραδώσει τα έπιπλά του, καθώς και όλα τα εκκλησιαστικά περιοδικά και βιβλία του. Τους τα έδωσε. Το σχολείο, ωστόσο, δεν λειτούργησε για πολύ. Οι δάσκαλοι και οι μαθητές άρχισαν ν’ αρρωσταίνουν ανεξήγητα ο ένας μετά τον άλλον. Οι χωρικοί κατάλαβαν πως οι αρρώστιες αυτές δεν ήταν τυχαίες. Συνδέοντάς τες με το γεγονός ότι τα μαθήματα γίνονταν στο σπίτι που είχαν αρπάξει οι μπολσεβίκοι από τον ιερέα του Θεού, απαίτησαν τη μεταφορά του σχολείου σε άλλο οίκημα. Και αυτό έγινε σύντομα. Το φθινόπωρο του 1918 οι σοβιετικές αρχές αποφάσισαν, δίχως καμιάν αφορμή, τη σύλληψη και την εκτέλεση του π. Αλεξάνδρου την παραμονή της εορτής της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου. Ο ιερέας γύρισε στο σπίτι του αργά το βράδυ κουρασμένος από τις ποιμαντικές μέριμνες και υποχρεώσεις της ημέρας. Ήταν μουσκεμένος από τη βροχή. Μπήκε στην κουζίνα και ετοιμάστηκε να ξαπλώσει πάνω στη χτιστή σόμπα για να στεγνώσει. Ξάφνου άκουσε ποδοβολητά αλόγων, που σταμάτησαν μπροστά στην αυλόπορτα. Κατάλαβε πως είχαν έρθει γι’ αυτόν. Δεν έχασε καιρό. Μπήκε στην τραπεζαρία, όπου κάθονταν η πρεσβυτέρα και τα παιδιά του, και τους είπε: – Ο Κύριος να σας σκεπάζει όλους! Φεύγω. Ήρθαν να με συλλάβουν. Μόνο ο Θεός μπορεί να με γλυτώσει από τα χέρια τους. Από ένα παράθυρο κατέβηκε στην πίσω αυλή και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Η πρεσβυτέρα άναψε ένα φανάρι και άνοιξε την πόρτα. Όρμησαν τότε μέσα τρεις οπλισμένοι άνδρες. Ένας απ’ αυτούς ρώτησε άγρια: – Ποιος μένει εδώ; – Ο ιερέας π. Αλέξανδρος Αρχάγγελσκι, του απάντησε η Αικατερίνα. – Πού είναι; – Ίσως σε κάποιο σπίτι για ιεροτελεστία ή στον μύλο. Χωρίς να πουν τίποτ’ άλλο, ερεύνησαν όλο το σπίτι. Έφυγαν, αφού αναποδογύρισαν τα πάντα. Στο μεταξύ ο π. Αλέξανδρος πήγε στο σπίτι μιας θεοσεβούμενης γριούλας, της Μάρθας Ιβάνοβνας, και την παρακάλεσε: – Κρύψε με! Με κυνηγούν οι κακούργοι. – Παππούλη, αποκρίθηκε εκείνη, όλοι γνωρίζουν ότι έρχεσαι στο σπίτι μου, όπως έρχομαι κι εγώ στο δικό σου. Θα σε αναζητήσουν, λοιπόν, εδώ. Καλύτερα είναι να φύγεις μακριά. Ο π. Αλέξανδρος άκουσε τη συμβουλή της και τράβηξε για το γειτονικό χωριό Μανσούρωφ. Βρήκε καταφύγιο στο σπίτι ενός πιστού χωρικού, που τον έκρυψε μέσα σ’ έναν σωρό σανό. Οι άθεοι εξουσιαστές μέσα στη νύχτα άρχισαν να ερευνούν τα σπίτια των πιστών το ένα μετά το άλλο. Δεν άργησαν να φτάσουν και στο σπίτι όπου ήταν κρυμμένος ο ιερέας. Κάποιος απ’ αυτούς έχωσε το ξίφος του κάμποσες φορές μέσα στον σανό. Με τη χάρη του Θεού, όμως, ο π. Αλέξανδρος διαφυλάχθηκε αβλαβής. Χαράματα έφυγε με τα πόδια για την πόλη Ούσμαν κι από ‘κει πήγε στο Βορονέζ. Ο επίσκοπος της επαρχίας τον διόρισε εφημέριο του ναού του χωριού Λιπόφκα, όπου υπηρέτησε δυόμισι χρόνια. Έπειτα τοποθετήθηκε διαδοχικά στα χωριά Μέτσεσκα και Μπουτουρλίνκα. Συνελήφθη ύστερ’ από χρόνια, στις 8 Απριλίου του 1930. Στη διάρκεια των ανακρίσεων αντιστάθηκε σθεναρά στις πιέσεις και δεν παραδέχθηκε καμία από τις ανυπόστατες κατηγορίες που του απέδωσαν. Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στις 2 Αυγούστου, για την αγάπη του στον Χριστό και την Εκκλησία.

27 Δεκεμβρίου 2023

«Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην»

«Ο άγιος Στέφανος, όταν κάποτε έγινε συζήτηση μεταξύ Ιουδαίων και Σαδδουκαίων και Φαρισαίων και Ελλήνων περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και άλλοι από αυτούς έλεγαν ότι είναι Προφήτης, άλλοι ότι είναι ένας που πλανά τον κόσμο, άλλοι δε ότι είναι ο Υιός του Θεού, στάθηκε σε υψηλό τόπο και ευαγγελίστηκε σε όλους τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, λέγοντας: "Άνδρες αδελφοί, γιατί πληθύνθηκαν οι κακίες σας και ταράχτηκε όλη η Ιερουσαλήμ; Μακάριος είναι ο άνθρωπος, που δεν δίστασε να πιστέψει στον Ιησού Χριστό. Διότι Αυτός είναι ο Θεός που έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε για τις αμαρτίες μας και γεννήθηκε από αγία και αγνή Παρθένο, η οποία είχε εκλεγεί πριν δημιουργηθεί ακόμη ο κόσμος. Αυτός πήρε τις αμαρτίες μας και βάστασε τις ασθένειές μας: έκανε τυφλούς να βρουν το φως τους, καθάρισε λεπρούς και έδιωξε τους δαίμονες". Αυτοί δε, όταν τον άκουσαν, τον οδήγησαν στο συνέδριο των Αρχιερέων. Διότι οι ίδιοι δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη σοφία και στο Πνεύμα του Θεού με το Οποίο μιλούσε. Κι αφού εισήλθαν έβαλαν κάποιους άνδρες να πουν: «Ότι τον ακούσαμε να λέει βλάσφημα λόγια κατά του Ναού και κατά του Μωσαϊκού Νόμου», όπως τον κατηγόρησαν και για τα υπόλοιπα που αναφέρονται στις ιερές Πράξεις των Αποστόλων. Όταν τον ατένισαν λοιπόν και είδαν όλοι το πρόσωπό του σαν πρόσωπο αγγέλου, μη υποφέροντας την ντροπή της ήττας τους, τον φόνευσαν διά λιθοβολισμού, ενώ εκείνος προσευχόταν υπέρ αυτών με τα λόγια: «Κύριε, μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτήν». Επειδή λοιπόν ο θείος πρωτομάρτυρας, με τη θεωρηθείσα πτώση του, κατέβαλε τον αντίπαλο, ρίχνοντάς τον κάτω σαν πτώμα, και αναπαύτηκε τον γλυκό ύπνο, τότε άνδρες ευλαβείς μάζεψαν το ιερό σκήνωμά του σε μία θήκη φτιαγμένη από κάποιο φυτό, κι αφού το ασφάλισαν πολύ καλά, το κατέθεσαν στα πλάγια του Ναού. Ο δε Νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ και ο υιός του Αβελβούς πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίστηκαν από τους αποστόλους. Τελείται δε η σύναξή του στο μαρτυρείο του πλησίον των Κωνσταντιανών». Ο υμνογράφος του αγίου, Ιωάννης ο μοναχός, αναφέρεται σε όλη την αγιασμένη διαδρομή της ζωής του Στεφάνου. Και στο γεγονός ότι ήδη από τη στιγμή που έγινε χριστιανός υπήρξε «ανήρ πλήρης πνεύματος και δυνάμεως», και στο γεγονός ότι εκλέχτηκε από τον λαό και χειροτονήθηκε από τους αποστόλους ως βοηθός αυτών: στη διακονία των τραπεζών αλλά και στο κήρυγμα, και στο γεγονός της συλλήψεώς του, της απολογίας του, της θεοπτικής εμπειρίας του, του χαρισματικού μαρτυρίου του. Εκείνο που ιδιαιτέρως προβάλλει ο υμνογράφος του είναι ο τρόπος με τον οποίο έφυγε από τη ζωή αυτή: διά λιθοβολισμού – ένας συνηθισμένος τρόπος των Ιουδαίων για εκείνους που θεωρούνταν ότι βλασφημούσαν την πίστη τους. Κι ως εξαίσιος ποιητής δεν μένει σε ό,τι επισημαίνουν μόνον οι αισθήσεις: το πέταγμα των λίθων, αλλά αποκαλύπτει και τη μη αισθητή πλευρά: Πρώτον, ότι οι λίθοι που έριχναν εναντίον του οι Ιουδαίοι γίνονταν την ίδια ώρα τα σκαλοπάτια ανόδου του στη Βασιλεία του Θεού («οι λίθοι που σαν νιφάδες έπεφταν εναντίον σου, σου έγιναν σκαλοπάτια και σκάλες για την ουράνια άνοδό σου. Αυτά τα σκαλοπάτια ανεβαίνοντας είδες τον Κύριο να στέκεται στα δεξιά του Πατέρα»)∙ Δεύτερον, ότι «οι λίθοι αυτοί έγιναν ο διάκοσμος του Στεφάνου, όπως στολίζεται κανείς με ποικίλα και ωραία λουλούδια, και έτσι στολισμένος πήγε ενώπιον του ζωοδότη Χριστού». Και πέραν τούτων, τρίτον, ο λιθοβολισμός του συνιστά το στεφάνι που του έθεσαν οι φονευτές του, όταν εκείνος τους είχε «λιθοβολίσει» με τις νιφάδες των θεοπνεύστων λόγων του («ο Πρωτομάρτυρας κτύπησε τους άθλιους φονευτές του με τις νιφάδες του θεηγόρου στόματός του, γι’ αυτό στεφόταν σαν νικητής από αυτούς με τις νιφάδες των λίθων»). Επικεντρώνοντας ο μοναχός Ιωάννης στο μαρτυρικό τέλος του αγίου Στεφάνου δεν είναι δυνατόν να μη σταθεί στο κορυφαίο σημείο του μαρτυρίου του: τη συγχώρηση των λιθοβολιστών του, την άφεση της εχθρικής προς αυτόν ενεργείας τους. Και το μυαλό του βεβαίως πηγαίνει εκεί που πηγαίνει το μυαλό όλων μας: στον εσταυρωμένο Κύριο, ο Οποίος πάνω στον Σταυρό συγχωρεί και Αυτός τους σταυρωτές Του. «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», είπε ο Κύριος, «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» λέει ο Στέφανος. Τα ίδια λόγια, με ελαφρά παραλλαγή, η ίδια στάση ζωής. Ο δούλος ο οποίος ακολουθεί επακριβώς τα χνάρια του Κυρίου του. «Δέσποτα Χριστέ, ο Στέφανος χρημάτισε πανάριστος μιμητής του τιμίου πάθους σου, και αντιδρά απέναντι στους φονευτές του με την ευλογία». «Ω η μακάρια φωνή, που βγήκε από το στόμα σου, Στέφανε: Μη καταλογίσεις, φωνάζοντας, Δέσποτα Χριστέ, στους φονευτές την άγνοιά τους. Αλλά σαν Θεός και Δημιουργός, δέξου το πνεύμα μου, σαν ευωδέστατο θύμα». Κι είναι ευνόητο ότι η στάση του αγίου Στεφάνου, να στέκεται δηλαδή κανείς με αγάπη απέναντι και προς τους εχθρούς, δεν είναι μία επιλογή μόνο δική του, σαν ένα είδος εξαίρεσης. Συνιστά την εντολή του Κυρίου, σύμφωνα με τα λόγια και την ίδια τη ζωή Του, που αφορά όλους μας. Αν δηλαδή δεν συγχωρούμε εκ καρδίας όλους εκείνους που μας βλάπτουν και μας αδικούν, έστω κι αν φαίνεται ότι έχουμε χίλια δίκια, δεν μπορούμε να ανήκουμε στον Χριστό. Το αποδεικτικό στοιχείο ότι είμαστε Εκείνου, ότι Εκείνος κατοικεί μέσα μας, ότι Εκείνος θα μας δεχθεί χαίρων στη Βασιλεία Του, ευλογώντας την εκεί παρουσία μας, είναι η χωρίς όρια αγάπη μας προς όλους και η άφεση των αμαρτιών των συνανθρώπων μας. Χωρίς την ανεξικακία αυτή, η οποία τίθεται σε ενέργεια με τη δύναμη ασφαλώς του ίδιου του Κυρίου, δεν βλέπουμε πρόσωπο Θεού, κι ακόμη χειρότερα: ευρισκόμαστε υπό την κυριαρχία του πονηρού διαβόλου. Μακάρι το τέλος της ζωής μας, δηλαδή δυνητικά η κάθε στιγμή μας, να μας βρει σε αυτή τη συγχώρηση. Σημαίνει ότι το Πνεύμα του Θεού θα μας συνοδεύει αιωνίως. π.Γεώργιος Δορμπαράκης

25 Δεκεμβρίου 2023

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ-ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ-ΨΑΛΛΟΥΝ ΟΜΟΥ ΟΙ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΑΙ Γ.ΝΑΟΥΜ ΚΑΙ Θ. ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ

24 Δεκεμβρίου 2023

Ντοστογιέβσκι »Ένα αγόρι τα Χριστούγεννα»

Έχω την εντύπωση, λοιπόν, ότι υπήρχε στο υπόγειο ένα αγόρι, όμως πολύ μικρό ακόμα, έξι χρονών ή μπορεί και μικρότερο. Αυτό το αγόρι ξύπνησε το πρωί μέσα σε ένα υγρό, κρύο υπόγειο. Φορούσε κάτι σαν ρομπάκι και τουρτούριζε. Η ανάσα του έβγαινε από το στόμα του σαν άσπρος αχνός, κι εκείνο, καθισμένο πάνω σε ένα σεντούκι στη γωνίτσα, διασκέδαζε παρατηρώντας τη να πετάει και να χάνεται. Όμως, ήθελε τόσο πολύ να φάει κάτι. Είχε πλησιάσει κάμποσες φορές από το πρωί το σανιδένιο κρεβάτι, όπου πάνω σε ένα λεπτό σαν φύλλο στρώμα και με έναν μπόγο για μαξιλάρι κειτόταν η άρρωστη μητέρα του. Πώς βρέθηκε άραγε εδώ; Θα πρέπει να ήρθε με το αγοράκι της από κάποια άλλη πόλη και αρρώστησε ξαφνικά. Την ιδιοκτήτρια των κρεβατιών την είχαν συλλάβει δυο μέρες πριν. Οι ένοικοι σκόρπισαν στα πόστα τους, λόγω γιορτών, κι ένας ακαμάτης που έμεινε κειτόταν ήδη μεθυσμένος του θανατά ολόκληρα εικοσιτετράωρα, χωρίς να περιμένει καν τη γιορτή. Στην άλλη άκρη του δωματίου βογκούσε μια ογδοντάχρονη γριούλα, που έζησε κάποτε, κάπου, σαν γκουβερνάντα, και τώρα πέθαινε μόνη, βογκώντας, μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας στο αγόρι, που άρχισε να φοβάται πια να πλησιάσει προς τη γωνιά της. Κάπου σε μια πεζούλα ανακάλυψε κάτι για να πιει, αλλά δε βρήκε ούτε μια κόρα ψωμί για να φάει, και πήγαινε τώρα για δέκατη φορά να ξυπνήσει τη μητέρα του. Τελικά, μέσα στο σκοτάδι ένιωσε να φοβάται: είχε βραδιάσει εδώ και ώρα, αλλά κανείς δεν άναψε φως. Ψηλαφώντας το πρόσωπο της μαμάς του, παραξενεύτηκε που εκείνη δεν κουνήθηκε καθόλου και ήταν τόσο παγωμένη όσο κι ο τοίχος. «Πολύ κρύο κάνει εδώ μέσα», σκέφτηκε. Στάθηκε λίγο ακόμα, ξεχνώντας ασυναίσθητα το χέρι του στον ώμο της μακαρίτισσας, μετά χουχούλιασε τα δαχτυλάκια του, για να τα ζεστάνει, και ξαφνικά, ξετρυπώνοντας από το κρεβάτι το κασκετάκι του, σιγά σιγά, ψηλαφητά, βγήκε από το υπόγειο. Θα είχε φύγει νωρίτερα, αλλά φοβόταν εκεί πάνω στη σκάλα το μεγάλο σκυλί που στεκόταν ολημερίς έξω από την πόρτα των γειτόνων. Όμως, τώρα πια το σκυλί δεν ήταν εκεί, κι αυτός βγήκε γρήγορα στο δρόμο. Θεέ μου, τι πόλη ήταν αυτή! Ποτέ άλλοτε δεν είχε δει κάτι παρόμοιο. Εκεί απ’ όπου ερχόταν, τις νύχτες πέφτει μαύρο σκοτάδι, ένας φανοστάτης φωτίζει όλο το δρόμο. Τα ξύλινα, χαμηλούτσικα σπιτάκια κλειδαμπαρώνονται με παντζούρια. Έξω, με το που θα πάρει να σουρουπώνει, δε θα δεις κανέναν— κλείνονται όλοι στα σπίτια τους, και το μόνο που ακούς είναι το ουρλιαχτό από ολόκληρα κοπάδια σκυλιών, εκατοντάδες και χιλιάδες από αυτά αλυκτούν και γαβγίζουν όλη τη νύχτα. Ωστόσο, εκεί κάτω ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν να φάει, ενώ εδώ, ω Θεέ μου, ας έτρωγε μια στάλα! Και τι θόρυβος και φασαρία είναι αυτή, πόσο φως και πόσοι άνθρωποι, άλογα και άμαξες, και παγωνιά, παγωνιά! Παγωμένος αχνός βγαίνει από τα καταπονημένα άλογα, από τις καυτές ανάσες τους. Κάτω από το λιωμένο χιόνι βροντοκοπούν πάνω στην πέτρα τα πέταλά τους, κι όλοι σπρώχνονται τόσο και, ω Θεέ μου, πόσο θέλει να φάει, ένα κομματάκι οτιδήποτε έστω, και τα δάχτυλα άρχισαν ξαφνικά να πονάνε τόσο. Δίπλα του πέρασε το όργανο της τάξης που έστρεψε αλλού το πρόσωπό του, για να μη δει το μικρό. Να κι άλλος δρόμος, τόσο πλατύς! Εδώ σίγουρα μπορούν να σε ποδοπατήσουν. Πώς φωνάζουν όλοι, πώς τρέχουν και τι φώτα, τι φώτα! Ω, αυτό τι είναι; Α, ένα μεγάλο τζάμι, και πίσω από το τζάμι ένα δωμάτιο, και στο δωμάτιο ένα δέντρο ίσαμε το ταβάνι. Είναι ένα έλατο, και πάνω στο έλατο τόσα φωτάκια, τόσα χρυσαφένια χαρτάκια και μήλα και κουκλάκια και μικρά αλογάκια. Πέρα δώθε στο δωμάτιο τρέχουν παιδιά, στολισμένα και καθαρά, γελούν και παίζουν και κάτι τρώνε και πίνουν. Να, το κοριτσάκι εκείνο άρχισε να χορεύει με το αγοράκι, τι όμορφη κοπελίτσα! Ορίστε κι η μουσική που ακούγεται πίσω από το τζάμι. Κοιτάζει ο μικρός και θαυμάζει, γελάει μάλιστα, τώρα του πονάνε ήδη και τα δαχτυλάκια των ποδιών, ενώ των χεριών έγιναν πια κατακόκκινα, δεν κλείνουν και πονάνε όταν τα κουνάει. Ξάφνου το αγόρι θυμήθηκε ότι του πονάνε τόσο πολύ τα δάχτυλα, έβαλε τα κλάματα και συνέχισε το δρόμο του, αλλά να που πάλι βλέπει, μέσα από ένα άλλο τζάμι, ένα άλλο δωμάτιο κι ένα δέντρο, και στα τραπέζια πάνω γλυκίσματα κάθε είδους— αμυγδαλωτά, κόκκινα, κίτρινα, και κάθονται εκεί τέσσερις πλούσιες κυρίες, που δίνουν σε όσους μπαίνουν γλυκά, κι ανοίγει για μια στιγμή η πόρτα και μπαίνουν απ’ έξω κάμποσοι κύριοι. Πλησίασε στα κλεφτά ο μικρός, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Οχ, τι φωνές ήταν αυτές και τι χειρονομίες! Μια κυρία έτρεξε γρήγορα, του έβαλε στο χέρι ένα καπίκι και του άνοιξε την πόρτα για να βγει. Πόσο φοβήθηκε ο μικρός! Το καπίκι τού έπεσε την ίδια στιγμή και κύλησε πάνω στα σκαλοπάτια, γιατί δεν μπορούσε, βλέπετε, να κλείσει τα κόκκινα δάχτυλά του και να το σφίξει. Το έβαλε στα πόδια ο μικρός κι έτρεξε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να ξέρει προς τα πού. Πάλι θέλει να κλάψει, αλλά φοβάται, και τρέχει, τρέχει χουχουλιάζοντας τα χεράκια του. Τότε τον πιάνει μια θλίψη, γιατί ξαφνικά ένιωσε τόσο μόνος και τόσο απαίσια. Όμως, ξάφνου, Θεέ και κύριε! Τι είναι αυτό πάλι; Ένα πλήθος ανθρώπων στέκεται και κάτι κοιτάζει: σε ένα παράθυρο, πίσω από το τζάμι, τρεις κούκλες, μικρές, με κόκκινα και πράσινα ρουχαλάκια, και εντελώς σαν ζωντανές! Ένα γεροντάκι κάθεται και σαν να παίζει ένα μεγάλο βιολί, δυο άλλοι στέκονται όρθιοι και παίζουν μικρότερα βιολιά, και κουνάνε τα κεφάλια τους με ρυθμό, κι έπειτα κοιτάνε ο ένας τον άλλο και τα χείλη τους κουνιούνται, μιλάνε, πραγματικά μιλάνε, μόνο που λόγω του τζαμιού δεν ακούγονται. Στην αρχή ο μικρός σκέφτηκε ότι είναι ζωντανοί, αλλά, μόλις κατάλαβε ότι είναι κούκλες, έβαλε τα γέλια. Δεν είχε δει ποτέ τέτοιες κούκλες και δεν ήξερε καν ότι υπάρχουν τέτοιες! Του έρχεται να κλάψει, αλλά είναι τόσο αστείες αυτές οι κούκλες. Ξάφνου του φάνηκε ότι κάποιος πίσω του τον άρπαξε από το ρομπάκι του: ένα ψηλό κακιωμένο αγόρι στάθηκε δίπλα του, του έδωσε μια καρπαζιά, του πέταξε το κασκέτο και του έχωσε μια κλοτσιά. Κυλίστηκε ο μικρός στο έδαφος, κάποιοι έβαλαν τις φωνές, τα έχασε τότε, πετάχτηκε πάνω και όπου φύγει φύγει, μέχρι που έφτασε κάπου, άγνωστο πού, σε μια αυλή, μια άγνωστη αυλή. Στάθηκε να πάρει ανάσα πίσω από ένα σωρό ξύλων.«Εδώ δε θα με βρουν, είναι κατασκότεινα». Κάθισε μαζεμένος, χωρίς να μπορεί να συνέλθει από το φόβο, και τότε απρόσμενα, εντελώς απρόσμενα, ένιωσε τόσο ευχάριστα: τα χεράκια και τα ποδαράκια του σταμάτησαν να πονάνε κι αισθάνθηκε μια τέτοια ζεστασιά, τέτοια ζεστασιά, σαν να βρισκόταν δίπλα στη σόμπα. Νάτος, τρεμουλιάζει ολόκληρος! Αχ, μα ναι, μοιάζει να αποκοιμιέται! Τι ωραία να κοιμόταν εδώ. Θα κάτσω λίγο και θα πάω να δω πάλι τις κούκλες», σκέφτηκε ο μικρός και χαμογέλασε, φέρνοντάς τες στο μυαλό του, εντελώς σαν αληθινές!… Αλλά τότε άκουσε τη μητέρα του να του τραγουδάει ένα νανούρισμα.«Μαμάκα, κοιμάμαι, αχ, τι ωραία κοιμάμαι εδώ πέρα!» «Πάμε σπίτι μου, στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, αγοράκι», ψιθύρισε από πάνω του μια σιγανή φωνή. Σκέφτηκε ότι θα ήταν η μητέρα του, αλλά όχι, δεν ήταν. Ποιος είναι αυτός που τον καλεί, δεν τον βλέπει, όμως ναι, κάποιος έσκυψε πάνω του και τον αγκάλιασε μέσα στο σκοτάδι, και ο μικρός του έτεινε το χέρι και… και τότε, ω, τι φως! Ω, τι έλατο είναι αυτό! Μα δεν είναι καν έλατο, τέτοια δέντρα δεν είχε ξαναδεί ποτέ! Πού βρίσκεται τώρα; Όλα λάμπουν, όλα ακτινοβολούν και γύρω τόσες κούκλες, αγοράκια και κοριτσάκια, τόσο λαμπερά, όλο στριφογυρνάνε γύρω του, πετάνε, τον φιλάνε, τον πιάνουν από το χέρι, τον παίρνουν μαζί τους, ναι, τώρα πετάει κι ο ίδιος, και βλέπει τη μητέρα του να τον κοιτάζει και να του χαμογελάει τόσο χαρούμενη. «Μαμά! Μαμά! Αχ, τι ωραία που είναι εδώ, μαμά!» της φωνάζει ο μικρός και ξαναφιλιέται με τα παιδάκια και θέλει να τους μιλήσει αμέσως για τις κούκλες εκείνες πίσω από το τζάμι.«Ποια είστε εσείς, αγοράκια; Ποιες είστε εσείς, κοριτσάκια;» ρωτάει γελώντας και αγκαλιάζοντάς τα. «Αυτό είναι το Δέντρο του Χριστού», του απαντάνε. «Στο σπίτι του Χριστού πάντα τη μέρα αυτή υπάρχει ένα δέντρο για τα μικρά παιδάκια που δεν έχουν δικά τους δέντρα…» Έμαθε τότε ότι τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν παιδάκια σαν κι αυτόν, που κάποια ξεπάγιασαν μέσα στα καλαθάκια τους, όταν τα εγκατέλειψαν στα σκαλιά των σπιτιών των αξιωματούχων της Πετρούπολης, άλλα πέθαναν στο βρεφοκομείο, κάποια τρίτα ξεψύχισαν πάνω στο στεγνό στήθος της μητέρας τους (την εποχή του λοιμού της Σαμάρας), και κάποια άλλα έσκασαν στα βαγόνια της τρίτης θέσης από τις αναθυμιάσεις, κι όλα είναι τώρα εδώ, όλα είναι τώρα άγγελοι, κοντά στον Χριστό, κι Εκείνος, ανάμεσά τους, τους απλώνει το χέρι και τα ευλογεί, όπως και τις αμαρτωλές μητέρες τους… Ναι, οι μητέρες των παιδιών στέκονται εδώ δίπλα στην ακρούλα και κλαίνε. Όλες αναγνωρίζουν το αγοράκι τους ή το κοριτσάκι τους, το πλησιάζουν και το φιλάνε, του σκουπίζουν τα δάκρυα με τα χέρια τους και του ζητάνε να μην κλαίει, γιατί εδώ είναι καλά τώρα… Κάτω, το πρωί, οι οδοκαθαριστές βρήκαν το μικρό πτωματάκι του ξεπαγιασμένου αγοριού πίσω από τα ξύλα. Αναζήτησαν και τη μητέρα του… Εκείνη είχε πεθάνει νωρίτερα. Συναντήθηκαν κοντά στον Κύριο και Θεό, στους ουρανούς. Γιατί έγραψα μια τέτοια ιστορία, που δεν ταιριάζει καθόλου σε ένα συνηθισμένο ημερολόγιο, και μάλιστα ημερολόγιο συγγραφέα; Είχα υποσχεθεί στους εκδότες μερικά διηγήματα, για αληθινά γεγονότα κατά προτίμηση! Όμως, ακριβώς αυτό είναι το ζήτημα: μου φαίνεται πως όλα αυτά θα μπορούσαν να έχουν συμβεί στ’ αλήθεια— δηλαδή αυτό που έγινε στο υπόγειο και πίσω από τα ξύλα και εκεί, δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δεν ξέρω πια πώς να το πω, μπορεί να έχουν συμβεί μπορεί και όχι… Αλλά γι’ αυτό είμαι μυθιστοριογράφος: για να επινοώ πράγματα…

23 Δεκεμβρίου 2023

'' ...έως ου έλθη ο Αναμενόμενος και Αυτός η Προσδοκία των Εθνών'' (Γένεση ΜΘ' 10)

Στο νησάκι της λίμνης των Ιωαννίνων, στη Μονή Φιλανθρωπινών, υπάρχει μια τοιχογραφία η οποία ξαφνιάζει ίσως τον ευλαβή προσκυνητή. Πριν μπεις στον κυρίως Ναό, στον Εξωνάρθηκα, υπάρχουν εικονογραφημένοι Επτά Αρχαίοι Φιλόσοφοι χωρίς φωτοστέφανο. Αριστοτέλης, Πλούταρχος, Πλάτων, Απολλώνιος, Σόλων, Θουκυδίδης και Χίλων ο Λακεδαιμόνιος. Και δεν είναι το μόνο Μοναστήρι στον Ελλαδικό χώρο το οποίο έχει τοιχογραφίες Αρχαίων Φιλοσόφων. Σε Κρήτη, Σιάτιστα, Μετέωρα και Άγιο Όρος υπάρχουν περισσότεροι από αυτούς τους επτά Φιλοσόφους. Τί θέση άραγε έχουν αυτοί οι αρχαίοι φιλόσοφοι σε ένα Χριστιανικό Μοναστήρι; Μήπως είναι ένα πνευματικό συγκέρασμα ή ένα δόλωμα για να προσελκύσουν Αρχαιολάτρες; Τίποτα από όλα αυτά. Ποιά η σχέση τους και τί κοινό έχουν με τους Αγίους και τους Προφήτες; Τους ενώνει η Προσδοκία της Έλευσης ενός Μεσσία. Όταν ο εγγονός του Αβραάμ, ο Ιακώβ βρισκόταν στην επιθανάτια κλίνη του, στάθηκαν μπροστά του τα δώδεκα παιδιά του, οι γνωστοί ως Δώδεκα Πατριάρχες των Φυλών του Ισραήλ, τους οποίους ευλόγησε ξεχωριστά και προφήτευσε για την φυλή του καθενός την πορεία της έως της Συντελείας. Χίλια πεντακόσια χρόνια προ Χριστού. Στον τέταρτο γιό του Ιούδα και όχι στον πρωτότοκο, προφήτευσε ότι από τους απογόνους του θα εξέλθει ο Αναμενόμενος Μεσσίας ''η Εξουσία του Οποίου δεν θα εκλείψει ποτέ'' και Αυτός θα είναι η Προσδοκία όχι μόνο των Ισραηλιτών, αλλά και όλων των Εθνών. '' ...έως ου έλθη ο Αναμενόμενος και Αυτός η Προσδοκία των Εθνών'' Γένεση ΜΘ' 10. Δεν υπήρχε έθνος και λαός πάνω στη γη, που να μην περίμενε Κάποιον από τον Ουρανό ο Οποίος θα τους Λύτρωνε, δίνοντας του διαφορετικά ονόματα ο κάθε λαός. Οι πιο πολλές και ακριβείς προφητείες για τον Αναμενόμενο Μεσσία δόθηκαν στους Ισραηλίτες μέσω της Παλαιάς Διαθήκης. Οι επόμενοι στους οποίους δόθηκαν αρκετές προφητείες για την Έλευση του Μεσσία ήταν οι Έλληνες οι οποίοι και αυτοί περίμεναν από τον Ουρανό έναν Άγνωστο Θεό, Δίκαιο και Αγνό που θα καταργήσει την Ειδωλολατρεία και την Θεοποίηση των Ανθρωπίνων Παθών. ''Οι θεοί δεν μπορεί να είναι ανθρωπόμορφοι με πάθη ανθρώπινα και έριδες'' φώναζε ο Σωκράτης. Αυτές οι προφητείες δόθηκαν μέσω Φιλοσόφων κυρίως, οι οποίοι όχι μόνο κήρυξαν και προανήγγειλαν την Έλευση Του, αλλά υπέφεραν και σωματικά με εξορίες και θάνατο από τους ομοεθνείς τους, όπως και οι Προφήτες του Ισραήλ. Είναι οι εξ Εθνών Προφήτες του Χριστού, όπως και στην Παλαιά Διαθήκη διαβάζουμε ότι υπήρχαν μεμονωμένοι Προφήτες και στα Έθνη. Κάποιοι από αυτούς μίλησαν πιο γενικά για τον Ερχομό Αυτού του Μεσσία και κάποιοι άλλοι με θαυμαστές λεπτομέρειες για τον τρόπο που θα έλθει, την διδασκαλία Του, αλλά και τον Μαρτυρικό Θάνατό Του. Είναι πάρα πολλές και δεν μου αρκεί ο χρόνος και ο τόπος να αναφερθώ ξεχωριστά στον καθένα. Τρείς μόνο θα αναφέρω, ίσως τις πιο άγνωστες σε πολλούς. Χίλων ο Λακεδαιμόνιος '' Άφθαρτος φύσις του Θεού θα γεννηθεί, εξ΄αυτού δε ο Ίδιος ως Ουσία και Λόγος'' Πλάτωνας στην Πολιτεία ''Χωρίς να αδικήσει κανέναν θα δυσφημισθεί πολύ ως άδικος ώστε να βασανισθεί για την δικαιοσύνη, αλλά θα μείνει αμετακίνητος μέχρι θανάτου και ενώ θα είναι δίκαιος θα θεωρείται άδικος. Ο Δίκαιος θα μαστιγωθεί, θα στρεβλωθεί, θα δεθεί και αφού πάθει κάθε κακό θα καρφωθεί πάνω σε πάσσαλο'' Το πιο θαυμαστό βρίσκεται στον Προμηθέα Δεσμώτη γραμμένο από τον Αισχύλο. Εκεί προφητεύεται και ο χρόνος Έλευσης Του. Στους στίχους 765-775 ο Προμηθέας Δεσμώτης (ο δεμένος άνθρωπος που περιμένει τον Λυτρωτή του για να του λύσει τα δεσμά) συνομιλεί με την Ιώ (Αγνή) και γίνεται ο παρακάτω διάλογος ΙΩ Λοιπόν θα τον ξεθρονιάσει τον Δία μια γυναίκα; ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ Ναι γιατί θα γεννηθεί από εκείνη ένα παιδί περίσσεια ανώτερο του. ΙΩ Ποιός είναι αυτός, που θα σε λύσει χωρίς τη θέληση του Δία; πες μου ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ Απόγονος δικός σου πρέπει νάναι. ΙΩ Τί λες; Παιδί δικό μου θα σε σώσει; ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ Σε δεκατρείς γενιές μετά από σένα. ΙΩ Δυσνόητη είναι η προφητεία αυτή. Εκπληρώθηκε με ακρίβεια. Γράφτηκε το 470 πΧ, 13 γενιές επί 40 χρόνια που υπολογίζεται η αλλαγή κάθε γενιάς φτάνουμε ακριβώς στη Σταύρωση, την Ανάσταση και την Νίκη του Χριστού. Και εάν το υπολογίσουμε με το μέσο βιολογικό όριο των 70 ετών της κάθε γενιάς, φτάνουμε στην οριστική κατάργηση της λατρείας του Δωδεκάθεου (392 μΧ) και το ξεθρόνιασμα του Δία!!! Ο Θεός διαμέσου αυτών των Ελλήνων Φιλοσόφων ετοίμασε την Οδό του Ευαγγελίου για τα Έθνη. Όσοι από τους μετέπειτα μαθητές τους σπούδασαν την Αρχαία Φιλοσοφία και γνώρισαν μετά την Αλήθεια και το Φως του Ευαγγελίου εξέφρασαν την Τέλεια Ερμηνεία και το Βάθος Του, που όμοια τους δεν βρίσκεις σε κανέναν άλλο λεγόμενο Χριστιανικό λαό. Χρήστος Κλητσινάρης

22 Δεκεμβρίου 2023

ΧΩΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟ ΟΛΑ ΑΝΟΗΤΑ!

«Ὁ λόγῳ τείνας οὐρανόν, ὑπεισέρχῃ Σπηλαίῳ, καί ἀλόγων ἐν φάτνῃ, ἀνακέκλισαι Χριστέ, τῆς ἀλογίας ἡμῶν, διά σπλάγχνα, θέλων ἐκλυτρώσασθαι» (ωδή γ΄, β΄ προερτίου κανόνος Χριστουγέννων). (Χριστέ, Συ που με τον λόγο σου δημιούργησες και άπλωσες τον ουρανό, εισέρχεσαι μέσα σε σπήλαιο και ανακλίνεσαι σε φάτνη αλόγων ζώων. Κι αυτό γιατί από την αγάπη σου θέλεις να μας λυτρώσεις από την αλογία της ζωής). Ο άγιος υμνογράφος ευρισκόμενος μέσα στο θάμβος του μυστηρίου της ταπείνωσης του Δημιουργού Υιού του Θεού, του Κυρίου Ιησού Χριστού: πώς Αυτός που είναι ο Δημιουργός ως παντοδύναμος Θεός δέχτηκε να περικλεισθεί μέσα στο σωματάκι ενός εμβρύου και να γεννηθεί σε μία σπηλιά ανακλινόμενος σε μία φάτνη αλόγων ζώων!, μέσα στο θάμβος αυτό λοιπόν ευρισκόμενος κατανοεί εν πίστει το ανεξήγητο: είναι η απειρία αγάπης του Θεού μας που Τον έκανε να «κλίνει ουρανούς και να κατέβει ως άνθρωπος» στη γη, ως ένας από εμάς «χωρίς ἁμαρτίας». Χωρίς την αγάπη και «τα σπλάγχνα» του Δημιουργού τίποτε από τη χριστιανική πίστη, κατεξοχήν δε η Γέννηση Αυτού ως ανθρώπου «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου», δεν θα μπορούσε να γίνει κατανοητό. Βγάλε την αγάπη από την κίνηση ερχομού του Θεού στον κόσμο ως «σαρκοφόρου» διαπαντός, τουτέστιν αιωνίως, και όλα διαγράφονται. Αλλά τούτο δεν γίνεται. Διότι «ὁ Θεός ἀγάπη εστί». Αυτό μας απεκάλυψε ο Χριστός και ανταποκρίνεται στην αποκάλυψή Του αυτή κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος όπου γης και κάθε χρόνου. Και ποιος ο σκοπός του ερχομού Του στον κόσμο; «Να θεώσει το πρόσλημμα» θα μας πει σε άλλο σημείο ο άγιος ποιητής, δηλαδή τον άνθρωπο που προσέλαβε να τον φέρει και πάλι στην «ευθεία» προοπτική του αρχικού του προορισμού, τη θέωση, το «καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ», να γίνει ένα με τον Δημιουργό Του – ό,τι έχασε από την επανάσταση κατά του Κυρίου με την αμαρτία του. «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεόν τόν ἄνθρωπον ἀπεργάσηται». Κι έρχεται με τον συγκεκριμένο ύμνο ο υμνογράφος να συμπληρώσει: η αποκατάσταση αυτή του ανθρώπου σημαίνει ότι αποκτά και πάλι αυτός τον λόγο της ζωής του. Γιατί; Διότι η εκτροπή της αμαρτίας κάνει τον άνθρωπο διαγράφοντας τη σχέση του με τον Υιό και Λόγο του Θεού να χάνει πράγματι και τον δικό του λόγο – ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για να προεκτείνει και να επαναλαμβάνει τον Δημιουργό του, να είναι ένας άλλος θεός μαζί με τον φύσει Θεό. Η αλογία της αμαρτίας όμως είναι η ανοησία του ανθρώπου, ο άνθρωπος της αμαρτίας δηλαδή περιπίπτει σε μία κατάσταση που αέναα ανακυκλώνει την απώλεια του εαυτού του, πορευόμενος διαρκώς στα τυφλά λόγω του σκοτισμού του νου του. «Ὁ υἱός μου οὗτος νεκρός ἦν καί ἀπολωλώς». Οπότε και τον Δημιουργό του δεν βλέπει, αλλ’ ούτε και τον εαυτό του, τον όποιο συνάνθρωπό του, ακόμη και το «σπίτι» του, το φυσικό του περιβάλλον. Τι «όνομα» να δώσει στα πάντα αυτός που απώλεσε τη δύναμη του ονοματοδοτείν, τον λόγο; Είναι τυχαίο ότι στην κατάσταση αυτή το μόνο που αναζητεί είναι η αλογία της μαγείας και του σατανισμού; Η Γέννηση του Θεού ως ανθρώπου λοιπόν λυτρώνει τον άνθρωπο από την όποια αλογία του. Ο άνθρωπος που πιστεύει στον Χριστό αποκτά και πάλι το φως του, το αληθινό φως που δίνει νόημα στην ύπαρξή του και τον κόσμο όλο. Με τον Χριστό διαλύονται όλα τα «μυστήρια», γιατί με την παρουσία Του «Ἐκεῖνος ἐξηγήσατο». Ένα με τον Χριστό ο άνθρωπος με άλλα λόγια σταματά να έχει απορίες, γιατί ζει μέσα στην «Λύση» των πάντων – γίνεται και ο ίδιος «όλος μάτια» που ρίχνουν φως σε κάθε σκοτεινιά του ίδιου και του περιβάλλοντός του. Προϋπόθεση βεβαίως στη χαρισματική αυτή κατάσταση που την επισημαίνουμε στη ζωή των αγίων μας: η «ευθεία» καρδία μας. Χωρίς «αν» και «κρατούμενα» να πέσουμε στην αγκαλιά του Θεού μας ακολουθώντας Τον μέσα από τις άγιες εντολές Του. Η έμπνευση του αγίου υμνογράφου και πάλι μας καθοδηγεί: «Θεός ἀνθρώποις ὁμοιωθείς, πτωχεύει σαρκί, ἵνα ἡμᾶς καταπλουτίσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ, καί Σπηλαίῳ τίκτεται ὁ ἀχώρητος˙ τοῦτον εὐθείᾳ γνώμῃ ἀποδεξώμεθα» (ωδή ε΄ προερτίου κανόνος Χριστουγέννων) (Ο Θεός αφού ομοιώθηκε με τους ανθρώπους, γίνεται πτωχός άνθρωπος και γεννιέται σε σπηλιά Αυτός που δεν Τον χωρούν τα σύμπαντα. Κι αυτό για να μας γεμίσει με τον πλούτο της δόξας Του. Αυτόν λοιπόν ας τον αποδεχτούμε με πραγματική πίστη και απλότητα». π.Γεώργιος Δορμπαράκης

19 Δεκεμβρίου 2023

Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΙΣΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Γ.ΚΟΜΠΟΣ-Πέρα από τον χρόνο

Στις μέρες μας το παγκόσμιο σκηνικό συνθέτουν αιματηρές συρράξεις, βίαιες αναστατώσεις, αδικίες και αγριότητες που προσβάλλουν την ανθρώπινη υπόσταση και πιστοποιούν την απογοητευτική εικόνα του πολιτισμένου κόσμου. Ο άνθρωπος και ιδιαίτερα ο νέος βρίσκεται παγιδευμένος μέσα στην πολυπλοκότητα των αντιφάσεων της σύγχρονης εποχής, που επιχειρούν την αλλοτρίωση και χειραγώγηση του. Οι αξίες κηρύσσονται έκπτωτες, προβαλλόμενα μοντέλα ζωής ακροβατούν σε εύθραυστες ισορροπίες, διαπροσωπικές σχέσεις εξασθενούν μέσα στο γενικότερο κλίμα ανασφάλειας και φόβου. Η επιβίωση του ανθρώπου με όρους ανθρωπιάς καθίσταται ολοένα δυσκολότερη και η προσπάθεια του για ανασύνταξη τον βρίσκει να έχει παραιτηθεί ασθμαίνοντας από ηθική κόπωση. Τρόπους και μεθόδους μπορεί να αναζητήσει στα μεγάλα αποθέματα της παγκόσμιας γνώσης και σοφίας, την εσωτερική ισορροπία και την προσωπική του ολοκλήρωση, όμως, μπορεί με έμπνευση να οικοδομήσει μέσα από την Ορθόδοξη Παράδοση της Εκκλησίας, που εδώ και αιώνες είναι θεμελιωμένη σε πελώριους τύμβους από ιερά οστά αγιασμένων μορφών που αγωνίστηκαν ακολουθώντας το παράδειγμα του Κυρίου. Ένα πνευματικό κεφάλαιο ανεκτίμητης αξίας, ανέγγιχτο από κάθε φθοροποιό τάση στο πέρασμα του χρόνου, αναδεικνύεται η ζωή, το έργο και η παρακαταθήκη του Επισκόπου Σισανίου και Σιατίστης Αντωνίου Γ. Κόμπου. Υπηρετώντας ως δάσκαλος αρχικά και ως καθηγητής Θεολόγος Μέσης και στη συνέχεια Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, διατελώντας ταυτόχρονα και Διευθυντής με τις δημοκρατικές και παιδαγωγικές ιδέες του, προπορευόμενος της εποχής του, με την υψηλή μόρφωσή και το σπουδαίο συγγραφικό του έργο, συνέβαλλε να ανοίξουν νέοι ορίζοντες στην Ελλάδα από το 1950 και μετά. Με βαθιά και μακρόχρονη, «παιδιόθεν», εκκλησιαστική παιδεία, προσέρχεται «περίτρομος εἰς τῆς Ἱερωσύνης το προαιρετικόν μεν, ἀλλά και τόσον μέγα Μυστήριον» με την εις πρεσβύτερον χειροτονία του στις 4-12-1967, έχοντας πλήρη επίγνωση της ευθύνης που απαιτεί το «φρικτόν θυσιαστήριον τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ». Θα αποδειχθεί ο σεμνός Κληρικός με βαθύτατη πνευματικότητα, που συνειδητά διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στην ζωή του πιστού, αφήνοντας τη σφραγίδα του στο ιστορικό πέρασμά του. Καθοδηγητής οδήγησε τους ανθρώπους από την αμάθεια και την άγνοια στη γνώση, την κατανόηση και οικειοποίηση της Χριστιανικής Διδασκαλίας και των υψηλών νοημάτων της. Οι μαθητές των Εκκλησιαστικών Σχολών όπου και δίδαξε αγαπούσαν τους καθηγητές τους καθώς η προσφορά των Σχολών υπήρξε πολύ σημαντική στην ελληνική κοινωνία. Τον καθηγητή και Διευθυντή όμως, τον π. Αντώνιο Γ. Κόμπο δεν τον αγαπούσαν απλά, τον ελάτρευαν! Δεν έμοιαζε με κανέναν ! Υπήρξε για τους μικρούς σπουδαστές Πατέρας και Διδάσκαλος, οικειοποιούμενος καθόλα τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς του Αγίου Νεκταρίου και έπαιρνε σάρκα και οστά «η φήμη του που έφτανε πριν από εκείνον και έλεγε πως πρόκειται για έναν ΑΓΙΟ!» . Αντιλαμβανόμενοι την υπεροχή του σε όλους τους τομείς, την απεραντοσύνη της καλοσύνης του και τη θυσιαστική του αγάπη να εκχέεται αθόρυβη και πλούσια, δείχνοντας την αντοχή και τη στερεότητά της μέσα στις ποικίλες δυσκολίες της καθημερινότητας, τον αποκαλούν τόσο μεταξύ τους, όσο και μπροστά του «Άγιο Διευθυντή». Έτσι σε όλους τους χώρους αντιλαλούν οι μαθητικές φωνές απευθυνόμενοι ο ένας στον άλλο: «-Σε ζητάει ο Άγιος…» «-Σε βρήκε ο Άγιος Διευθυντής ;». Ο παλμός της ζωής του «Αγίου Διευθυντή» γίνεται φανερός σε κάθε εκδήλωσή της και οι μαθητές που τον ακολουθούν στις γνώριμες οδοιπορίες και στις γοητευτικές αναβάσεις, το διαπιστώνουν: «Τον ελεύθερο χρόνο του, μας έπαιρνε μαζί του και ανεβαίναμε στον εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Του άρεσε πολύ αυτή η διαδρομή, όμως εμείς δε μπορούσαμε να τον φτάσουμε. - Άγιε Διευθυντά, τρέχετε τόσο πολύ, δε μπορούμε να σας φτάσουμε!! Λέγαμε λαχανιασμένοι. -Αχ δεν έχετε ψυχή μωρέ, δεν έχετε ψυχή … απαντούσε και συνέχιζε αυτός να προπορεύεται. Όταν φτάναμε στο εξωκκλήσι, καθόμασταν και μας μιλούσε, μας μιλούσε Θεέ μου, τόσο ωραία! Μας ανέλυε το Συναξάρι της ημέρας, μας εξηγούσε λόγους του Αγίου Βασιλείου, μας συμβούλευε και εμείς ακούγαμε, ακούγαμε και δε χορταίναμε να βλέπουμε εκείνο το πρόσωπό του με την τόση ιλαρότητα …! Εμείς τον αποκαλούσαμε «ο Άγιος Διευθυντής» και πολλές φορές μόνο «ο Άγιος», γιατί ό,τι έλεγε και έκανε αυτός ο άνθρωπος έβγαινε από την ψυχή του!» Ακόμα και σήμερα στην Εκκλησιαστική Σχολή στις παρυφές της Ξάνθης, μπορεί ο ευλαβικός προσκυνητής να αφουγκραστεί τον απόηχο, μέσα στο θρόισμα των φύλλων, την ώρα που τα κλαδιά γέρνουν πάνω στον ιστορικό Ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, από τις νεανικές προσφωνήσεις προς τον Διδάσκαλο και να βιώσει την κατάπληξή τους όταν μπροστά στα μάτια της άδολης νεανικής ψυχής τους κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, την ώρα της Μεγάλης Εισόδου έβλεπαν τον π. Αντώνιο «να ίπταται!» κρατώντας στα χέρια του τα προσφερόμενα Τίμια Δώρα. Στον ιστορικό αυτό ναό πόσες φορές τον είχαν δει «να μην πατά στη γη», πόσες συγκινήσεις είχαν ζήσει. Πόσες φορές ενώ έκλειναν τα βλέφαρά τους γέρνοντας στα στασίδια στις 4:00 τα ξημερώματα, εκείνος «φιλακόλουθος και ακούραστος διάβαζε ώρες ολόκληρες… και δεν τελείωνε, δεν τελείωνε, τι κουράγιο είχε! Δεν έχανε ούτε ένα νι ή ένα σίγμα...εκείνες οι καταβασίες!». Πόσες εμπειρίες τους είχαν σημαδέψει και διαμόρφωσαν μια σχέση που θα διατηρηθεί σε όλη την πορεία της ζωής τους. Εκείνοι θα τον κλείσουν στην ψυχή τους και εκείνος ο στοργικός Ποιμένας θα έχει την πατρική του αγκαλιά ανοιχτή να τους περιμένει πάλι και πάλι. Ι.Ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχών-Εκκλησιαστική Σχολή Ξάνθης Υπέρμαχος του δικαίου ο π. Αντώνιος Κόμπος και του καλού στο όνομα της Αγίας Τριάδος, ανεξίκακος και συγχωρητικός, αγωνίστηκε πολύ να ξεριζώσει κάθε δοξασία και κάθε κακότητα με προσωπική θυσία και κίνδυνο της ίδιας του της ζωής, ακόμα και όταν οι συνθήκες υπήρξαν προκλητικά δυσμενείς. Τα λόγια του και οι ιδέες του μεταβλήθηκαν σε πράξη αποτελεσματική, έγιναν δράση μέσα από μια προσπάθεια ανάπλασης της πνευματικής ζωής του πιστού στις ποικίλες κοινωνικές της εκφάνσεις, μέσα και έξω από τις διδασκαλικές αίθουσες που γέμιζαν ασφυκτικά για να τον ακούσουν, καθώς «ο κόσμος έτρεχε να τον ακούσει σαν το μελίσσι, ήταν ένας χείμαρρος» και ως επακόλουθο κατέκτησε τις καρδιές όλων, όπου κλήθηκε να υπηρετήσει. Πάτμος, Αρεόπολη, Κόρινθος, Κατερίνη, Ξάνθη, Λαμία, ο ερχομός του κάθε φορά άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο, μαθητές και πιστός λαός από νωρίς αντιλαμβάνονται τη συγκροτημένη προσωπικότητα και τους ασκητικούς αγώνες του, καθώς επρόκειτο «για έναν μοναδικό άνθρωπο που ενέπνεε και γοήτευε» και στο αντίκρισμά του π. Αντωνίου κάνουν το σταυρό τους, καθώς ακτινοβολούσε από τη Θεία Χάρι. Κατόπιν αντιλάλησαν τα Ακαρνανικά Όρη, τα δυσπρόσιτα χωριά της Αιτωλίας που περπάτησε σπιθαμή προς σπιθαμή ο θεόπνευστος Ιεροκήρυκας π. Αντώνιος Κόμπος από το 1970 και έκανε όλους τους Αιτωλοακαρνάνες να τον αγαπήσουν και να παραδεχτούν πως πρόκειται πραγματικά για έναν «για έναν Άγιο» , για «ἕναν ὁσιακῆς βιοτῆς Ἱεροκήρυκα» και ο Επίσκοπός Αιτωλίας Θεόκλητος απερίφραστα θα καταθέσει: « … κατέκτησες τας καρδίας τοῦ λαοῦ μας, ὁ ὁποῖος σε ἔβλεπεν ὡς νεώτερον Κοσμᾶν Αἰτωλόν… Οἱ πόδες σου ἔτρεχον παντοῦ, εὐαγγελιζόμενοι εἰρήνην, εὐαγγελιζόμενοι τα ἀγαθά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἥρεμα, ταπεινά, ἁπλᾶ, χωρίς θορύβους, χωρίς τυμπανοκρουσίας, και ἐπιδεικτικάς προβολάς..» Αξιοποιώντας στο έπακρο τις πνευματικές και ψυχικές του δυνάμεις, στοχεύοντας αφενός στην ολοένα αυξανόμενη τελείωση, θέτοντας την ύπαρξή του ολόκληρη στη διάθεση του Κυρίου και αφετέρου υπηρετώντας με κάθε πρόσφορο τρόπο τον πλησίον, φανέρωσε σε κάθε περίπτωση την ευγένεια της ψυχής του και το επίπεδο της αρετής του. Το 1974 με Θεία Πρόνοια εκλέγεται παμψηφεί Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης και σειρά έχουν οι βουνοκορφές της Δυτικής Μακεδονίας να αντηχήσουν την αλήθεια, καθώς όχι μόνο οι κάτοικοι αλλά και «οἱ λίθοι κεκράξονται»: «- Ε… αυτός είναι πράγματι άλλος Επίσκοπος! Αυτός είναι Άγιος!». Σε κάθε περιοχή, όπου και αν βρέθηκε, οι άνθρωποι ψηλαφώντας την ένθεη ζωή του μέσα από την τραχύτητα των δοκιμασιών, νιώθουν θαυμασμό και ευγνωμοσύνη, καθώς συμβάλλει ευεργετικά στην συνδιαμόρφωση της δικής τους ζωής . Ο Ιεράρχης Αντώνιος Γ. Κόμπος πείνασε και δίψασε για το Χριστό. Στερήθηκε και δοκιμάστηκε για τον πλησίον χωρίς δειλιάσεις και παραιτήσεις την κρίσιμη ώρα και το μόνο που ζήτησε σε όλη του τη ζωή ήταν «ένα τσαγάκι με λίγο μέλι» και το μόνο που κράτησε ήταν τα φθαρμένα του άμφια, το τριμμένο και τόσο τιμημένο του ράσο, γιατί αγάπησε την κατά Θεόν πτωχεία. Πρότυπο ανωτερότητας, αστείρευτης ανθρωπιάς κατέθεσε τα πάντα στην υψηλή αποστολή που του εμπιστεύτηκε ο Κύριος, πάντα χαμογελαστός και προσηνής, δίχως να κουραστεί, δίχως να βαρυγκωμήσει, γεμάτος καλοσύνη. Μα ο Αντώνιος Σιατίστης ήρθε «να διακονήσει και όχι να διακονηθεί !». Μοίρασε αφειδώλευτα κάθε υλικό αγαθό, διέθεσε όλο τον χρόνο του, αρνήθηκε κάθε άνεση και δόθηκε με διάπυρη αγάπη και αδιάλειπτη προσευχή προς τον Κύριο και το έργο που του ανέθεσε. Έφτασε έτσι να ακτινοβολεί πέρα από τη μικρή Μητροπολιτική του περιφέρεια και να κερδίσει επάξια περίοπτη θέση στη συνείδηση των ανθρώπων πέρα από το χώρο και το χρόνο. Η πνευματική υπεροχή και η ηθική του ακεραιότητα δεν επιτρέπουν στον ταπεινό Ιεράρχη να αποδεχτεί τα στενά όρια του βολικού, να υποταχθεί στο ωφελιμιστικό, παραμένει ασυμβίβαστος με στάσεις ζωής που οδηγούν ολοένα και χαμηλότερα. Ελεύθερος και αδέσμευτος, το πρόσωπο του ανθρώπου θέλει να ανορθώσει και χαμηλώνει ο ίδιος σκύβοντας στοργικά εκεί που ο άνθρωπος έχει πέσει, αποστρέφεται την αμαρτία, συγχωρεί όμως τον αμαρτωλό. Δεν θέλει να τον υποβιβάσει, την αξιοπρέπειά του προσώπου θέλει να δικαιώσει καθώς επιθυμεί να δει τον άνθρωπο στο ύψος του, ακέραιο, αντάξιο της βασιλείας του Κυρίου. Τη φωνή του Κυρίου μεταβιβάζει που ζητά άνθρωπο ολοκληρωμένο, ικανό να ζήσει με γνησιότητα και ελευθερία, σεβόμενος τον εαυτό του και τους άλλους, με καθαρότητα, χωρίς υποκρισία, καθώς «ὁ ἀληθής χριστιανός ἔχει ἀνυπόκριτον πίστιν και την θείαν ἐλπίδα την ὁποίαν ουδέποτε ἀποβάλλει». Εμφορούμενος από τα γνήσια Χριστιανικά ιδεώδη, πλούσιος σε πνευματικές κατακτήσεις μετέδωσε στον δοκιμαζόμενο καθημερινό άνθρωπο τη δύναμη της πίστης, της αγάπης και της ελπίδος. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνέχισε αταλάντευτα να αντιμάχεται τη φαυλότητα και τον εγωισμό και να διακηρύσσει την ύψιστη αξία της αγάπης, καθιστώντας ξεκάθαρο το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης και του ευγενούς προορισμού της. Η παλλόμενη από αγάπη καρδιά του Ιεράρχη και τα υγρασιασμένα του μάτια προδίδουν την υψηλή ευαισθησία του κάθε φορά που αναφέρεται στις αδικίες, στις ανισότητες, στην συκοφαντία που επιχειρεί την ισοπέδωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στους ποικιλοτρόπως βασανισμένους ανθρώπους, τονίζοντας πως «όλοι οι άνθρωποι είμαστε αδέλφια! Ναι αδέλφια, ανεξαιρέτως το χρώμα ή τις συνήθειες», γι’ αυτό και χρειάζεται μεγάλη προσοχή «να μην στεναχωρήσουμε τον αδελφό μας». Μαχόμενος καθημερινά για την επικράτηση των Χριστιανικών αξιών και προσευχόμενος παρακαλεί : «να ἐπικρατήσῃ εἰς τον κόσμον ὁλόκληρον ἡ πολυπόθητος εἰρήνη και ἀγάπη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων». Τολμηρός και αποφασιστικός δεν δίσταζε να στηλιτεύει κάθε τι ψεύτικο, κάθε τι που μπορεί να λεηλατήσει την ανθρώπινη ψυχή, οριοθετώντας το επίπεδο δράσης του ανθρώπου, ξυπνώντας από το λήθαργο την αποκοιμισμένη συνείδηση, ενισχύοντας τον αδύναμο να βρει την λανθάνουσα αγωνιστικότητά του, αναδεικνύοντας αξίες, υποδεικνύοντας δρόμους, δημιουργώντας νέους όρους ζωής μακριά από τα τετριμμένα σχήματα. Γνήσιος και διακαής ο πόθος του να οδηγηθεί στη σωτηρία η «αθάνατος ψυχή» του ανθρώπου, αγωνίστηκε να επιτύχει το συνταίριασμα της πνευματικής ανάβασης μέσα από τη δυσχερή πραγματικότητα, υπενθυμίζοντας σε τόνους διδασκαλικούς : «εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε...!». Όχι δεν είναι αυτός ο στόχος. Ο άνθρωπος επιδιδόμενος προκλητικά στην ικανοποίηση υλικών αναγκών παραβλέπει τον ανώτερο σκοπό της ύπαρξής του, χάνοντας την αίσθηση του ηθικού και αληθινού, απογυμνωμένος οδηγείται σε πνευματικό και ψυχικό μαρασμό. Ο ιερός Ποιμένας επισημαίνει: «Ἡ παροῦσα ζωή δεν ἔχει προοπτικήν τον θάνατον, ἀλλά την αἰωνιότητα μαζί με τον Χριστόν. Δια τοῦτο και ἡ καθημερινότης πρέπει να ἐντάσσεται εἰς την ὅλην προοπτικήν τῆς αἰωνιότητός μας». Ως επιστέγασμα της αγιασμένης πορείας του, ηχηρή αναγνώριση θα καταγραφεί με τον πιο εμφατικό τρόπο, κατά την τελευταία ημέρα, εκείνη της εξοδίου ακολουθίας, την 18η Δεκεμβρίου 2005, όταν συγκινημένος ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, που εγνώριζε πολλά, στον επικήδειο λόγο του μετέφερε το κλίμα που δημιούργησε ανά την Ελλάδα η είδηση της κοιμήσεως του Ιεράρχη : « όταν χθες το πρωί ανηγγέλθη η προς Κύριον εκδημία του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου της Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης κυρού Αντωνίου, απ’ όλα τα χείλη εξήλθε μία μυριόστομος κραυγή, μία λέξις μόνο την οποίαν οι πάντες εξεστόμισαν και η λέξις ήτο : ένας Άγιος πέθανε!» και το πλήθος κόσμου που παρίστατο συγκλονισμένο από αυτά που είχε ζήσει και ζούσε επανέλαβε αντιφωνώντας με ένα στόμα: «ΑΓΙΟΣ!». Στον Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Σιατίστης στις 12 Ιουνίου του 1974 πλήθους λαού υποδέχθηκε τον νέο Επίσκοπο Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιο Κόμπο και του απέδωσε τιμές ως «ΑΞΙΟ!» και στις 17/18-12-2005 πλήθος λαού υποκλίθηκε μπροστά του και του απέδωσε τιμές ως «ΑΓΙΟ!» Το σκήνωμα του Αγίου Επισκόπου που ετέθη για προσκύνημα, εξέπεμπε τη γαλήνη και την ουράνια μακαριότητα. Οι πιστοί βρίσκονται μπροστά στο οδυνηρό φάσμα του θανάτου, όμως ο Ιεράρχης τους είχε προετοιμάσει και παρείχε με βεβαιότητα την ελπίδα: «Την τελευταίαν λέξιν εἰς το δρᾶμα τοῦ ἀνθρώπου δεν την ἔχει τώρα ὁ σκοτεινός και ψυχρός τάφος. Ἡ ψυχή εἶναι ἀθάνατος και συνεχίζει την πορεία της προς τον οὐρανόν, ἀπό στιγμῆς που νεκροῦται το στόμα και σβύνει ή πνοή. Ὑπό το Φῶς τῆς Ἀναστάσεως ὁ θάνατος εἶναι ἠ ἀποδημία προς τον οὐρανόν, ἀφοῦ ὀ Χριστός προπορευθείς μᾶς ἑτοίμασε τόπον ἀναπαύσεως και μᾶς ἀναμένει!»(Π.Ε 2000) Οι πρεσβείες του Επισκόπου Αντωνίου Σισανίου και Σιατίστης προς τον Κύριο Ιησού Χριστό και την Υπεραγία Θεοτόκο μετά την κοίμησή του, θα είναι τόσο ισχυρές, ώστε πολλοί άνθρωποι θα καταφθάνουν στο μνήμα του να προσκυνήσουν και να ζητούν με την προσευχή τους την παρέμβασή του στη ζωή τους, μαρτυρώντας ότι πρόκειται για έναν «Άγιο!». Στον ιερό χώρο της Μητροπόλεως Σιατίστης, η είσοδος εξακολουθεί να παραμένει ανοιχτή νυχθημερόν για την φιλόξενη υποδοχή, όπως άλλοτε, και προσέρχονται άνθρωποι από παντού: αγαπημένα συγγενικά και οικεία πρόσωπα, φίλοι και συνεργάτες αλλοτινοί, κληρικοί και λαϊκοί, πνευματικά του παιδιά από την Πελοπόννησο έως τον Έβρο και από την Κέρκυρα έως τη Μυτιλήνη, προσκυνητές από όλη την ηπειρωτική και νησιωτική χώρα και το εξωτερικό. Ο καθένας προσκομίζει την αγάπη, το σεβασμό, την ευλάβεια, τα αιτήματά του προς τον Ιερό Πατέρα με το δικό του τρόπο. Αγαπημένα πνευματικά παιδιά του εναπόθεσαν χώμα κατά την ταφή του, από την πολυαγαπημένη γη της Αργολίδος που τον γέννησε και τον εξέθρεψε, στο μνήμα του στη Μακεδονική γη που τον δέχτηκε και τον αγκάλιασε ευλαβικά στα σπλάχνα της. Ο αείμνηστος Τάσος δεν παρέλειψε τα πορτοκάλια με τους ευωδιαστούς ανθούς από το Κιβέρι. Κάποιος κρατά κεράκια και θυμίαμα, λάδι για το καντηλάκι, ο πονεμένος τη φωτογραφία αγαπημένου προσώπου και δάκρυα με πόνο ψυχής επιστάζουν στο ιερό μνήμα, κάποιος άλλος ένα τριαντάφυλλο και τα παιδιά αφήνουν λεπτόμισχα αγριολούλουδα έτσι απλά και απροσχεδίαστα και γίνονται συμμέτοχοι σε όσα φανερά ή μυστικά συντελούνται, ενώ ο υμνωδός συνθέτει ύμνους. Πρόκειται για όλους εκείνους που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν, που τον συνάντησαν και τον θαύμασαν, που τον άκουσαν και τον παραδέχτηκαν και άλλοι μετά την κοίμησή του που τον αναζήτησαν και τον βρήκαν. Όλοι στρέφουν τα πνευματικά τους μάτια στον Ουράνιο Πατέρα και τον ευχαριστούν που τους αξίωσε αυτή τη συνάντηση. Απερίγραπτη η ευγνωμοσύνη και κοινή η παραδοχή : η φωνή του Ιεράρχη εξακολουθεί να ηχεί στη ζωή τους, τα λόγια του συνεπαίρνουν και οι διδαχές του συγκλονίζουν, η θεραπευτική επίδραση του λόγου του καθίσταται και πάλι επίκαιρη, η δύναμη της προσευχής του ιαματική, τα έργα του παραδειγματίζουν. Ο Αντώνιος Σιατίστης ο πνευματικός οδηγός της ζωής τους, που διορθώνει και πάλι τα λάθη με πατρικό και εμπιστευτικό τρόπο. Εκείνοι που ποτέ δεν τους ήταν αρκετός ο χρόνος δίπλα του, εκείνοι που θα ήθελαν να τον αντικρίζουν διαρκώς, να τον ακούν αδιάκοπα, να βρίσκονται κοντά του. Τώρα, μετά την κοίμησή του, θέτουν σκοπό της ζωής τους να εφαρμόζουν τις συμβουλές του, να ακολουθούν τις νουθεσίες του. Αναπολούν με σεβασμό τον Ιερό Πατέρα και η ψυχή τους γεμίζει γλυκύτητα και ζεστασιά. Δεν τον σκέπτονται, ούτε τον επικαλούνται περιστασιακά. Τον εντάσσουν στην καθημερινότητά τους μέσα από τη δύναμη της προσευχής, τον αισθάνονται διαρκώς δίπλα τους, με ριζωμένη την αγάπη και το σεβασμό στην ψυχή τους. Έτσι ξεπερνούν την μονοδιάστατη έννοια του χρόνου και του χώρου, προχωρούν πέρα από την εγκόσμια διάστασή τους. Τα συμβατικά όρια καταργούνται και περιέρχονται σε μια διαφορετική αίσθηση, αντιλαμβάνονται πως ο χρόνος που πέρασε κοντά του δεν αποτελεί παρελθόν αλλά επιδρά στο παρόν, ενεργοποιώντας την αίσθηση του μέλλοντος και προϊδεάζοντας για το διαχρονικό και αιώνιο που θα ζήσουν με πνευματικό τρόπο. Ο χρόνος που έζησαν κοντά του βαθαίνει ολοένα και ο χώρος που κινήθηκαν μαζί του διευρύνεται. Η εμπειρία της κοιμήσεως του Ποιμενάρχη παρέχει τη δυνατότητα στον κάθε πιστό πέρα από το χρόνο και το χώρο, σε εκείνον που νοερά τον επικαλείται, μέσα από θερμή προσευχή, με την καρδιά του στραμμένη στον Κύριο, να απλώσει τα χέρια προς τη Θεία αιωνιότητα και ο Ιερός Ποιμένας Αντώνιος που διατηρούσε πάντα αγάπη καθαρά πνευματική, τώρα πολύ περισσότερο παρακολουθεί και είναι έτοιμος να ανταποκριθεί στην κλήση για βοήθεια, να οδηγήσει τα αβέβαια και διστακτικά βήματα σε ασφαλή πορεία. Η ευλογία που ζητά ο πιστός από τον ταπεινό Ιεράρχη σφραγίζει τη ζωή του, επενεργώντας με τρόπο θαυμαστό ειρηνεύει την ψυχή του, συντελεί στο να βλέπει ό,τι τον απασχολεί με διαφορετική οπτική. Ο Ιεράρχης είναι ένας σύνδεσμος αγάπης και μια φωνή δυνατή, προσευχητική που μεταφέρει στον Κύριο όλα όσα η ψυχή του πιστού έχει ανάγκη. Η κοίμησή του στις 17-12-2005 έκανε ένα πλήθος ανθρώπων να νιώσουν την ορφάνια και τον βαθύ πόνο του αποχωρισμού και έμοιαζε η συνέχεια δύσκολη, η δύναμη όμως του Θεού βρίσκει τρόπους να φανερωθεί μέσα στη ζάλη της καθημερινότητας, άλλοτε με διακριτικούς ψιθύρους και άλλοτε με κραυγαλέες ενδείξεις παρουσίας του Ιεράρχη. Πέρα από το χρόνο, εδώ μπροστά στο σκήνωμα του Ιερού Πατρός του Αντωνίου Σισανίου και Σιατίστης κάποια προσωπική επιτυχία ή φευγαλέα ευτυχία δεν μπορεί να αναμετρηθεί με τη ζωή που προβάλλει ατελείωτη μπροστά στον προσκυνητή. Εδώ ο καθένας συνειδητοποιεί τη μικρότητα του πρόσκαιρου μπροστά στη μεγαλοσύνη του αιώνιου και εύχεται και παρακαλεί να αξιωθεί και εκείνη την ουράνια συνάντηση με τον Άγιο Ιεράρχη, τον Αντώνιο Σιατίστης ενώπιον του Κυρίου, της Υπεραγίας Θεοτόκου και όλων των Αγίων. Τον δρόμο τον δίδαξε ευκρινώς ο ίδιος : « Ἄς διέλθωμεν ἕως Βηθλεέμ μετά τῶν ποιμένων τῆς Γεννήσεως. Ἐκεῖ θα ἀντικρύσωμεν την ἀσύλληπτον εἰκόνα τῆς ἀντιθέσεως μεταξύ Θεοῦ και ἀνθρώπου. Το ἐνδιαφέρον τοῦ Θεοῦ δια τον ἄνθρωπον, την ἀδιαφορίαν τοῦ ἀνθρώπου δια τον Θεόν. Ἀπερροφημένος ὁ ἄνθρωπος ἀπό τα πρόσκαιρα και ἐφήμερα, ὑποδουλωμένος εἰς τα ἐπίγεια και τα πράγματα του κόσμου δεν δύναται να ἀναγνωρίσῃ τον Λυτρωτήν και Σωτῆρα Του. Δεν ἔχει δι αὐτόν κατάλυμα...Αὕτη εἶναι ἡ εἰκών, την ὁποία συνθέτει ἡ σχέσις τοῦ Ἁγίου Θεοῦ με τον ἁμαρτωλόν ἄνθρωπον. Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Περιφρόνησις Τούτου ὑπό τοῦ ἀνθρώπου. Ἄς γονατίσωμεν μπροστά εἰς την Φάτνην και ἄς ἐμβαθύνωμεν περισσότερον εἰς το Μέγα Μυστήριον τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ.» [ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ,1985- ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ! Σοφία Τρικελίδου Φιλόλογος-1ο ΓΕΛ Κοζάνης

Ο Επίσκοπος Αντώνιος ήταν τόσο ταπεινός που όχι μόνο άλλος Δεσπότης, αλλά ούτε κληρικός είναι εύκολο να βρεθή σαν αυτόν.

Τα πρώτα χρόνια δεν είχε ούτε εγκόλπιο ούτε μπαστούνι Δεσποτικό. Είχε μόνο ένα απλό ξύλινο, αλλά χωρίς ασημένια λαβή. Μανδύα πήρε δανεικό για την ενθρόνισή του. Ποτέ του άλλη φορά δεν φόρεσε μανδύα στην Μητρόπολή του. Κάποτε ήταν καλεσμένος στο Άγιον Όρος, στην πανήγυρη της Φιλοθέου. Του φόρεσαν τον μανδύα και τον ανέβασαν στον θρόνο. Πήγαιναν οι Πατέρες να πάρουν ευχή και ο Δεσπότης εστέκετο αλύγιστος με το κεφάλι ψηλά, ούτε τους κοίταζε. Τον είδε ο παπα-Στέφανος (Ρήνος) και διερωτήθηκε: «Τόσο πολύ καμαρώνει ο Δεσπότης που του φόρεσαν μανδύα; Αποκλείεται, κάτι συμβαίνει». Τον ρώτησε αν είναι καλά και απάντησε: – Στέφανέ μου, πνίγομαι, πνίγομαι. Αυτό το σαμάρι που με φόρεσαν δεν μπορώ να το σηκώσω, είναι βαρύ. – Σεβασμιώτατε, μήπως το πατάτε; – Δεν ξέρω. Πράγματι το πατούσε και όταν τακτοποιήθηκε, πήρε την συνηθισμένη του ταπεινή στάση με το κεφάλι σκυφτό. “Ιματισμόν και χρυσίον” δεν επεθύμησε ποτέ του. Φορούσε φανέλλες που είχε από στρατιώτης, και παντελόνια έγχρωμα τριμμένα. Τα πουκάμισά του ξεφτισμένα. Τρυπούσαν τα ρούχα του, τα μπάλωναν και τα φορούσε. Του έδιναν καινούργια ρούχα, ράσα, υφάσματα, αλλά τα χάριζε σε άλλους και αυτός έμενε με τα παλαιά πάντα. Είχε και μία τσαντούλα από ιεροκήρυκας. Ήταν ξύλινη, κόπηκε το χερούλι της και χάλασε η κλειδαριά της. Την έκλεινε με μία παραμάνα και την κουβαλούσε στην μασχάλη του. Του αγόραζαν καινούργιες, τις έπαιρνε, τους ευχαριστούσε και τις έδινε σε φτωχούς. Έτσι έμενε ο ίδιος απλός, ταπεινός, φτωχός Επίσκοπος, μη αλλοιούμενος από τις τιμές και ανώτερος χρημάτων και κτημάτων. Είχε μία μίτρα, την πιο φθηνή που υπήρχε και την φορούσε μόνο Χριστούγεννα, Πάσχα και τον Δεκαπενταύγουστο. Τα άμφιά του ήταν κυρίως «ευλογίες» από κοιμηθέντες ιεράρχες. Η αρχιερατική του στολή δεν ήταν ενιαία, αλλά άλλου χρώματος το κάθε μέρος της στολής. «Τι να τα κάνω τα πολυτελή άμφια; Να μαλώνουν ποιος θα τα πάρη όταν πεθάνω;», είπε σε γνωστό του. Δεν άφηνε να του ψάλλουν την φήμη του στην Λειτουργία. Προλάβαινε, έβγαινε στην Ωραία Πύλη και έλεγε: «Τον Απόστολο, τον Απόστολο». Ήταν Επίσκοπος χωρίς «φήμη», αλλά φημισμένος για την αρετή του, χωρίς αυτοκίνητο και χωρίς τα διακριτικά του αξιώματός του αλλά διακεκριμένος για την αρετή του… Κάποια χρονιά που έκανε την Αποκαθήλωση στο χωριό Δρυοβουνο στην ύπαιθρο πάνω σε ένα λόφο, όταν πήγε να μιλήσει, του πρότεινε ένας ιερέας να του βάλλει μια “ψείρα ” (ένα μικροφωνακι), για να ακούγεται. Ο Δεσπότης παραξενευτηκε και είπε στον ιερέα:” Δεν είσαι στα καλά σου “. Μετά το κήρυγμα λέει στον παπά- Στέφανο:” Αυτός ο παπάς είναι τρελλός. Πήγα να μιλήσω και ήρθε να μου βάλλει μια ψείρα “. Όταν του εξήγησαν , παραδέχθηκε ότι δεν ξέρει από τέτοια πράγματα. Ήταν απλός, άκακος και απονηρευτος, χωρίς φθόνο και ζήλο για τα χαρίσματα των άλλων …

17 Δεκεμβρίου 2023

Δώστε Τιμή σ' αυτούς, μέσω των οποίων ήλθατε στη ζωή.

Κυριακή των Προπατόρων η σημερινή.Ημέρα Εορτής και Τιμής των Προγόνων του Θεανθρώπου.
Η Καινή Διαθήκη αρχίζει αναφέροντας όλους τους προγόνους του Χριστού, δείχνοντας το γενεαλογικό του δέντρο και τιμώντας τους παράλληλα.
Τί άνθρωποι ήταν αυτοί;
Βοσκοί, γεωργοί, αλλά και ιερείς και βασιλιάδες.Ισραηλίτες αλλά και Εθνικοί.Άγιοι, αλλά και μεγάλοι αμαρτωλοί και φονείς κάποιοι.Γυναίκες σεβάσμιες και άγιες, αλλά και πόρνη κάποια.
Όλους και όλα τα χρησιμοποίησε ο Θεός για να εκτελέσει την υπόσχεση που έδωσε μέσα στον Παράδεισο ότι θα στείλει Σωτήρα να ελευθερώσει τον σκλαβωμένο άνθρωπο από τα δεσμά του Όφεως.
Δεν ξεχώρισε τους άγιους από τους αμαρτωλούς, τους βασιλιάδες από τους βοσκούς, σε όλους έδωσε την ίδια Τιμή ως Προγόνους Του.
Μέσα από όλους αυτούς πέρασε ο Χριστός.
Και οι δικοί μας πρόγονοι άνθρωποι ήταν με σάρκα, άλλοι έζησαν άγιοι και καθαροί και άλλοι πολεμήθηκαν από πολλά πάθη.
Σε όλους αρμόζει Η ΙΔΙΑ ΤΙΜΗ από εμάς.Δεν θα Γίνουμε Εμείς οι Κριτές τους.
Τιμήστε με κάθε τρόπο τους προγόνους σας '' καί ἀμοιβάς ἀποδιδόναι τοῖς προγόνοις· τοῦτο γάρ ἐστι καλόν καί ἀπόδεκτον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ''... Απόστολος Παύλος....
Εκμεταλλευτείτε την κάθε ευκαιρία που σας δίνετε και δώστε Τιμή σ' αυτούς, μέσω των οποίων ήλθατε στη ζωή.
Θα παρατηρήσετε κάτι διαφορετικό να αλλάζει στη ζωή σας και την οικογένεια σας.
Μέσα μας όλοι κάτι έχουμε κληρονομήσει από τον καθένα τους, ας το διακρίνουμε και ας αυξήσουμε ό,τι αγαθό και ας διορθώσουμε ό,τι στραβό.
Είναι ντροπή για την γενεά μας να μην γνωρίζουμε ούτε τα ονόματα των προπαππούδων μας, ανθρώπων που τόσους αγώνες και αγωνίες υπέφεραν στη ζωή τους για τους απογόνους τους και για εμάς σήμερα αυτοί να είναι Ξένοι και Άγνωστοι. Τουλάχιστον μια μνημόνευση στην Εκκλησία, μια προσευχή ατομική για τις ψυχές τους, ένας καλός λόγος για τον καθένα, τους αξίζει.
Ο Ίδιος ο Χριστός μας έδωσε ρητή Εντολή γι' αυτό.
''Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα εύ σοι γένηται, και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης''
Εντολή με Επαγγελία ''Για να σου γίνει καλό στη ζωή σου και να ζήσεις πολλά χρόνια''
Γνωρίζω περίπτωση νεαρού που έβρισε πολύ άσχημα τους γονείς του, πήρε το μηχανάκι για βόλτα την ίδια μέρα και σκοτώθηκε.
Μορφωμένη κάποια, την ώρα της Στέψης έδιωξε πιο μακριά της την ταλαίπωρη και φτωχή χήρα μάνα της που την σπούδασε, για να μην την σχολιάσουν οι συνάδελφοι της.
Ένα παιδί κατάφερε αυτή η κόρη να κάνει, το οποίο αφού της έφαγε όλη την περιουσία και την καταχρέωσε, την άφησε στους δρόμους να τριγυρνάει κουρελιασμένη και να ζητάει φαγητό.
Όλοι μας κάναμε Μεγάλα Λάθη εν αγνοία της σοβαρότητας αυτής της Εντολής. Είναι αλήθεια ότι κάποια στιγμή επιτρέπει ο Θεός να τα επαναλάβουν τα παιδιά μας σε εμάς.
Ας σκύψουμε το κεφάλι εκείνη την ώρα και ας πούμε σιωπηλά
'' Ό,τι έκανα Θεέ μου λαβαίνω. Συγχώρεσε με" και ας βρούμε τρόπους να τους τιμήσουμε είτε είναι εν ζωή, είτε όχι.
Ο Ιωσήφ όταν έγινε Πρωθυπουργός της Αιγύπτου και πήρε τον πατέρα του Ιακώβ και τα αδέλφια του στην Αίγυπτο, παρουσίασε τον τσομπάνο και αγράμματο πατέρα του στον Φαραώ της Αιγύπτου, τον Πλανητάρχη της εποχής εκείνης ''ο πατέρας μου'' του είπε και δεν ντράπηκε.
Στις μέρες μας η βρισιά και η ειρωνεία από τα παιδιά στους γονείς κατέχουν την πρώτη θέση και απαξιούν ακόμα και στους φίλους τους να συστήσουν τους γονείς τους ή αν το κάνουν θα πουν ο Γέρος μου ή η Γριά μου.
Είναι και αυτά σημεία των ημερών.
Όταν ο Απ. Παύλος στη Β΄Τιμοθέου Επιστολή, προφητεύει πώς θα είναι οι άνθρωποι των τελευταίων ημερών, λέει και τούτο
''βλάσφημοι, απειθείς εις τους γονείς''.
Ζήσαμε μικροί το χειροφίλημα Σεβασμού στους Γεροντότερους, τουλάχιστον στις Γιορτές.
Ζήσαμε άντρες μεγάλους στην ηλικία, να απαντούν στη γερόντισσα μάνα τους όταν τους καλούσε ''Όρισε Μάνα''. Σεβασμός και διάθεση να εκτελέσουν πρόθυμα την επιθυμία της.
Ζήσαμε να σηκώνετε όρθιος κάποιος όταν περνούσε γεροντότερος μπροστά του. Και αυτή είναι γραμμένη εντολή στην Αγία Γραφή ''Ενώπιον του γεροντότερου θα προ-σηκώνεσαι''
Ας κάνουμε όλοι μια προσπάθεια να περισώσουμε ό,τι μπορούμε. Βλέποντας εμάς να Τιμούμε Αληθινά και να Σεβόμαστε τους γονείς μας και τους μεγαλύτερους μας ΙΣΩΣ και οι νεώτεροι διορθώσουν την οδό τους.
Χρήστος Κλητσινάρης

16 Δεκεμβρίου 2023

Η καταπληκτική ιστορία ανεύρεσης του ιερού λειψάνου του Αγίου Ελευθερίου

Η καταπληκτική ιστορία της ανεύρεσης και της παράδοσης του αγίου αυτού λειψάνου στον Ναό του Παντοκράτορος των Πατρών είχε ως εξής, κατά τις εξιστορήσεις του κυρίου Ζηγόπουλου, δημοτικού συμβόλου της Πάτρας και ενοριακού επιτρόπου του Ναού του Παντοκράτορος:
Στα μέσα του 19ου αιώνα, λοιπόν, ένας γηραιός Εφέτης είχε καλέσει στην οικία του τον τότε ιερέα του Ναού και ημιπαράφρων από τον τρόμο, του διηγήθηκε την τραγική περιπέτειά του και ικέτεψε γονυπετής για άφεση αμαρτιών.
Ο πατέρας του γηραιού Εφέτη, ο οποίος είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στη Μικρά Ασία ως ιερέας, του είχε εμπιστευθεί κατά τις τελευταίες του στιγμές, λίγο πριν ξεψυχήσει, ότι σε μια μυστική κρυψώνα φύλαγε τη δεξιά χείρα του Αγίου Ελευθερίου, την οποία του την είχε παραδώσει άλλος πάλι ιερέας στη Μικρά Ασία τις ώρες του δικού του θανάτου.
Ο νεαρός τότε δικαστικός κράτησε μυστική την ύπαρξη του ιερού αυτού λειψάνου, το οποίο εγκατέλειψε λησμονημένο στην κρυψώνα του. Έτσι, πέρασαν αρκετά χρόνια, οπότε αιφνιδίως ένας άνεμος καταστροφής και συμφοράς φύσηξε στο σπίτι του Εφέτη. Τα ατυχήματα έρχονταν το ένα μετά το άλλο, φρικτές αρρώστιες τους έδερναν, μια μιζέρια είχε πέσει στο άλλοτε ευτυχισμένο σπίτι του δικαστικού λειτουργού και τέλος, ο θάνατος κατέφτασε και τους θέρισε τον έναν μετά τον άλλον. Τα μέλη της οικογένειας ξεκληρίστηκαν πριν προλάβουν να το καταλάβουν, κατά έναν τρόπο μυστηριώδη και φοβερό. Ένας μαρασμός, μια διαρκής μελαγχολία, το βάρος ενός φόβου αδικαιολόγητου κι έπειτα, κάποιο πρωί, το θανατικό, το βαρύ πένθος…
Έτσι, για λίγο καιρό, ο δυστυχής Εφέτης έμεινε ολομόναχος, κυκλοφορώντας σαν το φάντασμα στο ερημωμένο του σπίτι, πάντα βαρύθυμος, μαραζωμένος, ανήσυχος και φοβισμένος, με μια μόνιμη φρικαλέα συναίσθηση του πόνου να τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα, σε κάθε του ανάσα.
Κινδύνευε να παραφρονήσει. Νόμιζε ότι άκουγε χτύπους, συζητήσεις, ψαλμωδίες, καμπάνες να βοούν και να συγκλονίζουν ολόκληρο το σπίτι του. Ένα βράδυ, μάλιστα, που νόμισε ότι ονειρευόταν, είδε το χέρι του Αγίου Ελευθερίου, που το είχε λησμονημένο στη μυστική κρυψώνα του, να σηκώνεται ψηλά, να μεγαλώνει, να γίνεται πελώριο και να συντρίβει με ένα σφίξιμό του ολάκερο το δυστυχισμένο σπίτι του Εφέτη.
Το πρωί, άρρωστος, έσπευσε να ειδοποιήσει τον ιερέα της ενορίας του, στον οποίο εξομολογήθηκε και ζήτησε τη συνδρομή του. Το άγιο λείψανο, φυσικά, παρελήφθη, αφού καθαγιάστηκε το σπίτι του δικαστικού και έκτοτε, φυλάσσεται στον Ιερό Ναό του Παντοκράτορος Πατρών.
Στην Αθήνα και συγκεκριμένα, στον Ιερό Ναό του Αγίου Ελευθερίου Γκύζη θα παρέμενε για λίγες μόνο ημέρες.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 12/06/1932…

15 Δεκεμβρίου 2023

Οι ανάπηροι αγιογράφοι αδελφοί Λέπουρα· ο Βασίλειος (μετέπειτα μοναχός Ραφαήλ) και ο Νικάγγελος

  Πως μπορείς να μιλήσεις για δύο εκκλησιαστικές προσωπικότητες τόσο σημαντικές και συγχρόνως τόσο αγνοημένες από τον ιστορικό τους περίγυρο;
Όσες πληροφορίες κι αν πάρεις από τους οικείους, από τους φίλους, από τους μαθητές, από τους πνευματικούς πατέρες που τους έζησαν θα είναι ένα μικρό, προσωπικό βίωμα του καθενός από τα πρόσωπα αυτά και θ’ αντιστοιχεί σε μία πτυχή, σ’ ένα συμβεβηκός της ζωής και της προσωπικότητάς τους.
Πολύ περισσότερο, πως μπορεί να μιλήσει ο καθένας μας για τις προσωπικότητες αυτές, όταν για εμάς μία κίνηση του χεριού μας γίνεται τόσο εύκολα χωρίς να το σκεφτούμε, ενώ για κάποιους άλλους μπορεί να είναι ένας τιτάνιος αγώνας, μία επίπονη προσπάθεια ν’ απλώσουν το χέρι και να πάρουν ένα αντικείμενο.
Ο λόγος αφορά στους δύο αδελφούς αγιογράφους: στον Βασίλειο και στο Νικάγγελο Λέπουρα.
Η καταγωγή των γονέων τους ήταν από τη νήσο Κέα. Ο Βασίλειος γεννήθηκε το 1930 και ο Νικάγγελος το 1932. Πρώτα ο Βασίλειος και στην συνέχεια ο αδελφός του δοκιμάστηκαν από την παιδική τους ηλικία με ασθένεια των μυών που τους οδήγησε συν τω χρόνω στην ακινησία. (Ο πρώτος θα δοκιμαστεί σκληρότερα και θα κοιμηθεί εν Κυρίω μετά από δεκαπέντε μαρτυρικά χρόνια τον Μάϊο του 1999, ενώ ο δεύτερος μέσα σε διάστημα ενός μηνός αφότου έσπασε το πόδι του, θα κοιμηθεί εν Κυρίω, τον Αύγουστο του 1995.)
Η δοκιμασία όμως αυτή δεν υπήρξε άκαρπη για τους δύο αδελφούς. Ο Βασίλειος εγκατέλειψε από μικρός το σχολείο και αφοσιώθηκε στο σχολείο της πίστης. Αγάπησε με πάθος τους αγίους κι άρχισε να συλλέγει βίους και ακολουθίες τους από κάθε δυνατή πηγή. Σαν το διψασμένο ελάφι ξεδιψούσε από τα νάματα της πίστης των μαρτύρων, των οσίων, των ομολογητών, των ασκητών.
Μελετώντας τους βίους και κοιτάζοντας τις εικόνες τους άρχισε δειλά να σκιτσάρει τα άγια πρόσωπά τους. Να δημιουργεί μια εικονογραφική σχέση μαζί τους και να συνομιλεί. Αυτά τα σχέδια και τις πρωτόλειες εικόνες είδε ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Ξυνόπουλος, ο μαθητής του Κόντογλου και καθηγητής στη συνέχεια της τεχνικής της αγιογραφίας στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και αποφάσισε να τις δείξει στον δάσκαλό του. Με τις υποδείξεις του Κόντογλου ο νεαρός Βασίλειος άρχισε να αγιογραφεί. Νυχθημερόν είχε το αναλόγιο μπροστά του ανοιχτό σε κάποια ακολουθία αγίου. Μοναδική τροφή της ψυχής του οι βίοι των αγίων και των οφθαλμών του τα αγιασμένα τους πρόσωπα.
Πως ήταν δυνατόν το θεοφιλές πάθος του Βασιλείου ν’ αφήσει αδιάφορη την ψυχή του συμπάσχοντος αδελφού του; Λίγο αργότερα θα μυηθεί και ο Νικάγγελος στην ιερή τέχνη της αγιογραφίας, αφού ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές του. Πάνω στα τραπέζια των δύο αδελφών θα στρώνεται στο εξής καθημερινό συμπόσιο με προσκαλεσμένους, πατριάρχες, αρχιεπισκόπους, ιερείς, μοναχούς, στρατιωτικούς αλλά και απλούς οσίους. Στήν κεφαλή του Συμποσίου ο Σωτήρας Χριστός, ο Φωτοδότης, ο Ελεήμων και πλάι του η Γλυκοφιλούσα Θετόκος.
 Η αναπηρική καρέκλα τους γίνεται θρόνος αναγωγής της ψυχής τους προς τον Θεό· οδός ταχείας συνάντησης του νου και της καρδιάς τους με τους αγίους. Η τέχνη τους κοινή όχι όμως και ο χαρακτήρας τους. 
Ο Βασίλειος, όπως αντανακλάται και μέσα από τις εικόνες του, είναι πιο σταθερός και αμετακίνητος στον πόθο της καρδιάς του. Κάθε λόγος του και σκέψη του έχει απόλυτη αναφορά στο πρόσωπο των αγίων. Έξω από το αγιολογικό πλαίσιο όλα χάνουν την αυθεντικότητά τους και το ενδιαφέρον για εκείνον. 
Αντίθετα ο Νικάγγελος δεν έχει ως αποκλειστικό ενδιαφέρον μόνο την αγιολογία∙ ενδιαφέρεται και για την κοινωνική ζωή, για τα εκκλησιαστικά ζητήματα και ιδιαίτερα το πρόβλημα του παλαιού ημερολογίου που ταλαιπωρούσε την Εκκλησία στα χρόνια του 1950. Oι φωτεινές εικόνες του αντανακλούν αυτή την συγκρατημένη εξωστρέφεια χωρίς όμως να χάνουν τίποτα από το λιτό, αγιοπνευματικό τους βάθος. Oι εικόνες του Βασιλείου αντίστοιχα σου επιβάλλονται με την πνευματική τους δύναμη, τη λιτή αυστηρότητα αλλά συγχρόνως και τη μυστική ζωή τους.
 Oι αδελφοί Λέπουρα μετέδιδαν τον πλούτο της καρδιάς τους σε όσους τους πλησίαζαν. Άδειαζαν ανιδιοτελώς το υπερπλήρες δοχείο της ψυχής τους προς όλους όσους πήγαιναν με άδεια ψυχή που ζητούσε να γεμίσει από τη χάρη της αγιογραφίας. Κι ήταν πολλοί εκείνοι που σύχναζαν στους αδελφούς Λέπουρα και τους αποκαλούσαν στη συνέχεια «δασκάλους».
 Ο ορθόδοξος αγιογράφος δεν κρύβει τη δουλειά του, δεν θεωρεί πως κατέχει μυστικά μιας ατομικά δικής του τέχνης, αλλά ζητά να την κοινωνήσει με όλους τους αδελφούς του. Η εικόνα δεν είναι για εκείνον ένα μέσον καταξίωσης, αλλά μία ομολογία πίστης. 
Πρώτοι άπ’ όλους oι Λέπουρα στην εποχή τους τύπωσαν εικόνες τους στη Βοστώνη, το 1968 προσφέροντας πρότυπα ορθόδοξης εικονογραφίας. Μεταδίδουν κάθε τι σχετικά με την τέχνη τους σε πολλούς που έρχονται και μαθητεύουν κοντά τους. Αντίθετα, oι πολλοί που ευεργετήθηκαν από τους αδελφούς Λέπουρα δεν τους αφιέρωσαν, ως δείγμα ευγνωμοσύνης ούτε ένα μικρό άρθρο για την τέχνη τους. Κι ας έγραφαν σε περιοδικά και βιβλία τις εικονολογικές τους θεωρίες.
Ο Βασίλειος και ο Νικάγγελος Λέπουρας μέσα από τη ζωή και το έργο τους μας διδάσκουν το ήθος του αγιογράφου, τον τρόπο διά του οποίου διαμορφώνεται ο αυθεντικός τεχνίτης της Εκκλησίας. Η τέχνη τους απαιτεί πνευματικά κριτήρια για να «διαβαστεί» κι όχι αισθητικά ή καλλιτεχνικά, όπως της σύγχρονης, «αγιογραφικής» μας «ανανέωσης». Τα κριτήρια αυτά διαμορφώνονται μέσα στην προσευχή, όπου η ψυχή έρχεται σε κοινωνία με τους αγίους και ενώνεται εν Αγίω Πνεύματι μαζί τους.
Η εικόνα οφείλει να βοηθά το έργο της προσευχής κι όχι να το διασπά, γιατί «η εικόνα είναι ένα λειτουργικό σκεύος μέσα στο οποίο αναπαύεται η Θεία Χάρις και συμμετέχει ολόκληρο στη λειτουργία.»[1] Και είναι αλήθεια, πως η διαυγής τέχνη των αδελφών Λέπουρα, παραμένει σταθερή και ακλόνητη στην πατροπαράδοτη αυτή πίστη. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει.

14 Δεκεμβρίου 2023

Η καταγραφή ενός θαύματος του Αγ.Σπυρίδωνα από έναν πρωθυπουργό

Ήταν παραμονή του Αγίου Στεφάνου και στον πολιούχο της πόλεως του Μεσολογγίου, του Αγίου Σπυρίδωνα, μια οικογένεια παρακαλεί τον ιερέα να ξενυχτήσει το παράλυτο παιδί τους μέσα στην εκκλησία.
Με ικεσίες, παρακλήσεις και πολύ πίστη για ένα θαύμα. Η αγάπη ενός γονιού για το παιδί του, εκεί που δεν το χωράει ο νούς του να βλέπει το παιδί του, το ίδιο του το σπλάχνο να μην μπορεί να περπατήσει και ειδικά εκείνες τις παλεές εποχές αυτό γινόταν πιο δύσκολο μιας και δεν μπορούσε να έχει ειδικές φροντίδες αυτό το παιδί από κανέναν πέραν αυτής, των γονιών του.
Και τι θα απογίνονταν αν οι γονείς έφευγαν από την ζωή; Ποιος θα διακονούσε με τόση αγάπη και υπομονή το παράλυτο παιδάκι τους; Ποιος;
Ο Ιερέας δέχεται και τους επιτρέπει να ”ξενυχτήσουν” το παιδί μέσα στον ναό. Τους αποχαιρετά ευχόμενος να πιάσουν οι παρακλήσεις τους.
Όλη την νύχτα ξάγρυπνοι οι γονείς, γονατιστοί, με ικεσίες προς τον Πανάγαθο Θεό μπροστά στην εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνος, του προστάτου της πόλεως τους, αυτουνού που άκουγε κάθε μέρα τα παρακάλια τους. Του ζήταγαν για ακόμη μια φορά να μεσιτεύσει στον Θεό να κάνει καλά το παιδί τους.
Και ω του θαύματος !! Εκεί κάπου στα ξημερώματα το παιδί ξαπλωμένο και ανήμπορο όπως ήταν να σταθεί στα πόδια του, μπροστά στην εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα, βλέπει τον Άγιο Σπυρίδωνα να βγαίνει από την εικόνα του να του απλώνει το χέρι δίνοντάς του κάτι, σαν ένα μικρό κομμάτι αντίδωρου έμοιαζε, και να του λέει σήκω.
«Σήκω και περπάτα, μπορείς, είσαι καλά τώρα»
Το παιδί σηκώνεται και ξαφνικά το βλέπουν οι γονείς του να περπατά, άρχισαν τα κλάματα. Αυτήν την φορά δάκρυα χαράς κύλισαν στα ξάγρυπνα πρόσωπά τους.
Δεν πίστευαν στα μάτια τους και όταν ρώτησαν το παιδί τους τι έγινε αυτό τους είπε τι είχε δεί.
Γονατιστοί ευχαριστούσαν τον Θεό μα και τον Άγιο που πραγματοποίησε την μεγαλύτερη ευχή τους, να γιάνει το παιδί που τόσο αγαπούσαν.
Το θαύμα αυτό έγινε ξημερώνοντας του Αγίου Στεφάνου, δυστυχώς ο χρόνος μα και τα λοιπά στοιχεία δεν διεσώθησαν.
Διασώθηκε όμως η καταγραφή αυτού του θαύματος από τον έναν πρωθυπουργό της Ελλάδας. Τον Σπυρίδωνα Τρικούπη.
Όχι μόνο κατέγραψε το θαύμα αλλά συνέταξε και ειδική ακολουθία για το γεγονός αυτό προς τιμήν του Αγίου Σπυρίδωνος και του Αγίου Στεφάνου ανήμερα της μνήμης του οποίο έγινε το θαύμα.
Από τότε και κάθε χρόνο ψάλετε ανήμερα του Αγίου Στεφάνου αυτή η ακολουθία που συνέταξε ένας πρωθυπουργός και εκείνη την ημέρα σαν σήμερα δηλαδή στο Μεσολόγγι έχουν την λεγόμενη Μονοεκκλησία.
Τελείτε δηλαδή (εκτός αν πέσει ημέρα Κυριακή) Θεία Λειτουργία μόνο στον μητροπολιτικό ναό της πόλης, αυτόν του Αγίου Σπυρίδωνος παρευρισκόμενων όλων των ιερέων της πόλεως και σύσσωμου του πληρώματος της εκκλησίας.
Ενώ περίλαμπρο προσκυνητάρι με την εικόνα του μαρτυρίου του πρωτομάρτυρα και Αρχιδιακόνου Στεφάνου κοσμεί τον ναό.
Θαυμαστά τα έργα σου Κύριε εν τοις Αγίοις σου!

13 Δεκεμβρίου 2023

Τα πάντα μες στην Εκκλησία μετασχηματίζονται, τα πάντα μεταμορφώνονται.


  Όταν νιώθουμε πικραμένοι και διαβάζουμε το «Θεοτοκάριο» του Αγίου Νικοδήμου ή τον «Ικετήριο Κανόνα» στον Ιησού Χριστό, η πίκρα αυτή αλλάζει. Δεν αλλάζουν οι συνθήκες της ζωής μας, ούτε βρίσκουμε απαραίτητα αυτό που θέλουμε, απλά αλλάζει η ύπαρξή μας γιατί την σκεπάζει η Χάρη του Θεού. Και μπορεί να πάρουμε αντικαταθλιπτικά και η πίκρα να είναι πίκρα και τίποτε να μην έχει νόημα. Γιατί τα φάρμακα καταστέλλουν τα συμπτώματα της ασθένειας και βοηθάνε, αλλά η ουσιαστική θεραπεία γίνεται μέσα στην Εκκλησία με τη Χάρη του Θεού.
Τη στιγμή που νιώθουμε ότι μας έχει αδικήσει όλος ο κόσμος, τη στιγμή που νιώθουμε ότι το σύμπαν ολόκληρο έχει συνωμοτήσει εναντίον μας να σκεφτούμε Ποιον προσκυνάμε και λατρεύουμε. Αυτόν που Τον αδίκησαν όλοι. Κάτω από τον Σταυρό στάθηκε μόνο η Παναγία και ο αγαπημένος μαθητής, κανείς άλλος. Να πάρουμε κουράγιο και να πούμε ότι εμείς δεν πάθαμε και τόσο μεγάλο κακό και να παρακαλέσουμε: «Χριστέ μου, που σε σταυρώσανε, βοήθησε κι εμένα που σταυρώνομαι, εν τινί μέτρω, μήπως βρω κι εγώ Ανάσταση». Αλλάζει η ύπαρξή μας την ώρα εκείνη.
Αρρωσταίνουμε και φοβόμαστε ότι θα πεθάνουμε. Και αμέσως σκεφτόμαστε ότι ζούμε μες στην Εκκλησία και λέμε τόσο ωραία πράγματα γύρω από την Ανάσταση. Παίρνουμε κουράγιο και θυμόμαστε ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος και ότι δεν ζούμε για να ζήσουμε σε αυτή τη ζωή. Κάνουμε το κρεβάτι του πόνου άμβωνα, γινόμαστε κήρυκες και δίνουμε θάρρος στους άλλους. Και ένας άλλος που δεν ζει μες στην Εκκλησία τα βλέπει κωλυόμενα και προτιμάει να πεθάνει γρηγορότερα να τελειώνει.
Να ποια είναι η διαφορά. Τα πάντα μες στην Εκκλησία μετασχηματίζονται, τα πάντα μεταμορφώνονται. Και το αποτέλεσμα είναι χαρά, ειρήνη, αγάπη, ελπίδα και πίστη. Εκτός της Εκκλησίας υπάρχει μόνο δυσκολία. Μπορεί να είμαστε άθλιοι αλλά είμαστε στον δρόμο της σωτηρίας. Με ένα «ήμαρτον» και ένα «μνήσθητί μου» κερδίζουμε τον Παράδεισο.
 Όσοι είναι έξω από την Εκκλησία πορεύονται σε δρόμο χωρίς ελπίδα και ο διάβολος δεν έχει λόγο να τους πολεμήσει. Η Εκκλησία είναι νοσοκομείο και ο Χριστός αγκαλιάζει και σκεπάζει και θεραπεύει τις ασθένειές μας και μας ανέχεται όλους. Θέλει όλοι να είμαστε Ένα καθώς Αυτός και ο Πατήρ και το Πνεύμα το Άγιον. Μας θέλει ενωμένους. Να Τον συναντούμε καθημερινά και να Τον παρακαλούμε για τα προβλήματά μας. Κι ο Θεός θα δίνει απαντήσεις και λύσεις στα αδιέξοδά μας.
Η μεγαλύτερη δωρεά που έχει κάνει ο Θεός στους ανθρώπους είναι η Εκκλησία του Χριστού. Μας έχει δώσει τον Παράδεισο από τώρα και όσοι το έχουν καταλάβει, το γεύονται, ζουν αυτή την πραγματικότητα. Είναι η διαρκής αγαπητική κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο. Όλοι οι άγιοι της εποχής μας έζησαν μέσα στην Εκκλησία και για την Εκκλησία και όλη τη δόξα τη θέλουν για την Εκκλησία του Χριστού.Ζήστε και δουλέψτε μέσα στην Εκκλησία.

12 Δεκεμβρίου 2023

Τόση χάρις και έλεος υπήρχε επάνω στον άνθρωπο αυτόν

Τόση χάρις και έλεος υπήρχε επάνω στον άνθρωπο αυτόν, ώστε τον καιρό του καλοκαιριού, όπου ο καύσωνας είναι πολύ δυνατός, στο κεφάλι του αισθανόταν μία δροσιά, που κατέβαινε από ψηλά. Λόγω της απλότητός του εξερχόταν στην κατάλληλη εποχή μαζί με άλλους θεριστές να θερίση κι αυτός τα δικά του σπαρτά και εδούλευε με τα ίδια του τα χέρια.
Και ημπορούσε να βλέπη ο καθένας, την ώρα του καλοκαιριού που ο ήλιος έκαιγε, ότι εκείνος αισθανόταν μία ουράνια δροσιά πάνω στο κεφάλι του. Όλοι οι άλλοι εθαύμαζαν για το θαύμα αυτό.
Κάποτε έγινε μία μεγάλη πείνα και δυστυχία στην Κύπρο, ώστε πολλοί άνθρωποι και ζώα εξ αιτίας της δίψας και της πείνας απέθνησκαν.
Βλέποντας αυτή την συμφορά ο άγιος Σπυρίδων, παρεκάλεσε τον Θεό υψώνοντας τα χέρια του ψηλά στον ουρανό μέχρις ότου έπεσε άφθονη βροχή. Όχι μόνο ποτίσθηκε η γή, αλλά έγιναν και πλημμύρες και πολλοί άνθρωποι κινδύνευσαν να πνιγούν.
Άλλη φορά έβρεχε τόσο πολύ, που πλημμύρισαν οι δρόμοι και πολλά σπίτια. Και πάλι ο άγιος Σπυρίδων προσευχήθηκε στον Θεό. Αμέσως σταμάτησε η βροχή, ο καιρός έγινε καθαρός και βγήκε ο ήλιος χαρίζοντας ζέστη και φωτισμό.
Μετά από μερικά χρόνια έγινε πάλι ξηρασία και ήλθε μεγάλη πείνα στην Κύπρο με την παραχώρησι του Θεού, λόγω των αμαρτιών του Νησιού. Τότε ένας πλούσιος, τσιγκούνης και άπιστος, είχε τις αποθήκες του γεμάτες από σιτάρια, αλλά δεν ήθελε να κάνη ελεημοσύνη, έστω και με κάπιοα χαμηλή τιμή, αλλά επερίμενε ν᾿ ανέβη η τιμή του σιταριού.
Και αφού η πείνα διαδόθηκε παντού, τότε ο πλούσιος άρχισε να πωλή το σιτάρι του πολύ ακριβά. Τότε ήλθε σ᾿ αυτόν ένας πτωχός και τον παρακαλούσε με δάκρυα να τον ελεήση με λίγο σιτάρι για να μη πεθάνη από την πείνα αυτός, η γυναίκα του και τα παιδιά του. Επειδή ήταν ανελεήμων και χρηματολάτρης δεν δέχθηκε να ελεήση τον πτωχόν και του είπε:
-Να πάς να φέρης χρήματα και θα σου δώσω.
Τότε εκείνος ο πτωχός επήγε στον άγιο Σπυρίδωνα με δάκρυα και του είπε για την σκληροκαρδία εκείνου του άσπλαγχνου πλουσίου. Τότε ο μεγάλος ιεράρχης του είπε:
-Μη κλαίς, αδελφέ, διότι το πρωΐ θα πάς σ᾿ εκείνον τον πλούσιο, θα τον παρακαλέσης και θα σου δώση σιτάρι, χωρίς να πληρώσης. Αλλά ο πτωχός επήγε στο σπίτι του λυπημένος και αδιάφορος για τα λόγια του Αγίου.
Την νύκτα με εντολή του Θεού έπεσε πολλή βροχή στην γή. Τότε οι αποθήκες του φιλάργυρου και ανελεήμονος πλουσίου, επειδή ήταν κοντά στον δρόμο, όπου περνούσε το νερό, γκρεμίσθηκαν και το σιτάρι σκορπίσθηκε, διότι μεταφέρθηκε στα δρομάκια και μέσα στις αυλές των σπιτιών των ανθρώπων.
Βλέποντας ο πλούσιος ότι όλο το σιτάρι του σκορπίσθηκε μέσα σε όλη την πόλι, έτρεξε και παρακαλούσε τους ανθρώπους να του φέρουν πίσω το σιτάρι για να μη γίνη πάμπτωχος. Αλλά οι πτωχοί βλέποντας το σιτάρι μέσα στις αυλές τους, εγέμισαν τα σεντούκια τους και εγλύτωσαν από την πείνα.
Παρόμοια έκαμε και εκείνος ο πτωχός που έφυγε απαγοητευμένος από τον Άγιο, νομίζοντας ότι τον περιέπαιξε. Συγκέντρωσε αρκετό σιτάρι και εγλύτωσε από τον κίνδυνο να πεθάνη με την οικογένειά του.
Μ᾿ αυτό τον τρόπο επαίδευσε ο Θεός τον ανελεήμονα εκείνον πλούσιον, ενώ ταυτόχρονα επρονόησε για τον πτωχόν εκείνον και γι᾿ άλλους δυστυχισμένους και τους επαρηγόρησε με ψωμί, όπως είχε προφητεύσει από την προηγούμενη ημέρα ο Άγιος.
Ένας γεωργός, γνωστός στον Άγιο, επήγε εκείνον τον δύσκολο καιρό της πείνας στον πλούσιο, που είχε και άλλες αποθήκες σιτάρι, και του εζήτησε βοήθεια, με την υπόσχεσι στην περίοδο του θερισμού να εργασθή στα κτήματά του δωρεάν. Αλλά αυτός ο πλούσιος, επειδή δεν διδάχθηκε τίποτε από τα παθήματά του, έκλεισε την καρδιά του μπροστά και σ᾿ αυτόν τον πτωχόν. Δεν ήθελε ν᾿ακούση για την παράκλησί του.
 Μάλιστα του είπε: «Χωρίς να με πληρώσης, δεν θα πάρης από μένα ούτε ένα σπυρί σιτάρι». 
Ακούοντας τα λόγια αυτά, έτρεξε κλαίγοντας στον άγιο Σπυρίδωνα λέγοντας για την δυστυχία του. Ο Άγιος τον παρηγόρησε με τα λόγια του, του είπε να επιστρέψη στο σπίτι του και να τον περιμένη.
Την δεύτερη ημέρα επήγε ο ίδιος ο Επίσκοπος στον γεωργό και του έδωσε ένα σβώλο από χρυσάφι λέγοντάς του:
-Πήγαινε, αδελφέ, στον πλούσιο, τον έμπορο του σιταριού, και δός του αυτό το κομμάτι του χρυσού για να σου δώση ως δάνειο σιτάρι για την οικογένειά σου. Και όταν θα έλθη η ώρα του θερισμού και θ᾿ αποκτήσης δικό σου σιτάρι, τότε θα το επιστρέψης το ανάλογο σιτάρι στον πλούσιο θα πάρης τον χρυσόν και θα μού το φέρης.
Παίρνοντας ο πτωχός τον χρυσό από τα χέρια του Αρχιερέως επήγε στον πλούσιο. Όταν είδε εκείνος τον χρυσόν, χάρηκε πολύ και αμέσως του έδωσε σαν δανεικό σιτάρι για τις ανάγκες του. Μετά απ᾿ αυτή την δύσκολη περίοδο, ο γεωργός έδωσε το ανάλογο σιτάρι στον πλούσιο επήρε τον χρυσόν και με ευχαριστίες τον έδωσε στον Άγιο. Τότε ο Άγιος επήρε τον χρυσόν τον έβαλε στον κήπο του, εφώναξε και τον γεωργό και του είπε:
-Έλα, αδελφέ, σε μένα για να δώσουμε σ᾿ Αυτόν που μας το έδωσε με δάνειο.
Μπαίνοντας στον κήπο και βάζοντας τον χρυσό δίπλα στον φράκτη, είπε:
-Κύριε Ιησού Χριστέ, Εσύ που έπλασες τα πάντα μόνο με τον λόγο σου, δώσε διαταγή και αυτό το κομμάτι του χρυσού να επιστρέψη στην μορφή που ήταν προηγουμένως για να γνωρίση κι αυτός εδώ ο άνθρωπος πόση φροντίδα έχεις για εμάς και να διδαχθή στην πράξι τι είναι αυτό που είναι γραμμένο στην Αγία Γραφή: «Όσα ηθέλησε ο Κύριος, τα έπραξε».
Μετά απ᾿ αυτή την προσευχή του, αμέσως ο χρυσός άρχισε να κινήται και να γυρίζη όπως ήταν πρίν, δηλαδή να γίνεται ένα φίδι.
Διότι ο άγιος διέταξε ένα φίδι να γίνη χρυσός για να βοηθήση εκείνον τον πτωχό, και τώρα διέταξε να επανέλθη πάλι στην φυσική του κατάστασι και να γίνη πάλι φίδι. Μετά το φίδι εμπήκε στην φωλιά του. Ο γεωργός επέστρεψε κι αύτός στο σπίτι του ευχαριστώντας τον Άγιο και έκθαμβος για το μεγάλο θαύμα του Θεού, το οποίον έκαμε με την προσευχή του Αγίου.

11 Δεκεμβρίου 2023

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο Α΄

 Yπάρχει μια συνέντευξη του βασιλιά Κωνσταντίνου του Α' στην αμερικανίδα δημοσιογράφο και πολεμική ανταποκρίτρια Mary Boyle O' Reilly που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Σικάγου "The Day Book" στις 5 Ιανουαρίου του 1914. ( https://chroniclingamerica.loc.gov/.../1914.../ed-2/seq-13/ ). 
Οι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι είχαν τελειώσει, ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εθνικός Διχασμός απείχαν ακόμη κάμποσους μήνες και ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στον κολοφώνα της δόξας του. 
 Ήταν ο ηρωικός στρατηλάτης που απελευθέρωσε εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες από τον οθωμανικό ζυγό και είχε κερδίσει την λατρεία σύσσωμου του ελληνικού λάου αλλά και τον θαυμασμό στο εξωτερικό ("the greatest military strategist in Europe", τον αποκαλεί η δημοσιογράφος). 
Και ενώ η συνέντευξη φτάνει στο τέλος της, η O' Reilly του κάνει μια ακόμη ερώτηση : 
"Kαι αν γίνει ένας τρίτος Βαλκανικός Πόλεμος, Μεγαλειότατε;". 
Και ο Κωνσταντίνος, αντί να πει ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να κατατροπώσει ξανά τους εχθρούς της και άλλα τέτοια εθνικοπατριωτικά κλισέ , αναφωνεί : 
"Ο Θεός να μας δώσει ειρήνη!".
   Aπό την επόμενη χρονιά ο Κωνσταντίνος θα έμπαινε στο μάτι του κυκλώνα και θα κατηγορούνταν τόσο από τους βενιζελικούς όσο και από την Αντάντ ότι δεν ήθελε να βγει η Ελλάδα στον Μεγάλο Πόλεμο επειδή τάχα ήταν γερμανόφιλος (και αυτή η ρετσινιά του έχει μείνει μέχρι σήμερα). 
 Στην πραγματικότητα όμως, ένας από τους βασικούς λόγους που ο βασιλιάς υποστήριζε την ουδετερότητα ήταν επειδή ήταν και ο ίδιος στρατιώτης και ήξερε από πρώτο χέρι την φρίκη και τα δεινά του πολέμου. Σε αντίθεση με τους πολιτικούς που είναι μακριά από το πεδίο της μάχης και κάνουν μεγαλεπήβολα σχέδια επί χάρτου, ο Κωνσταντίνος βρισκόταν δίπλα στους Έλληνες φαντάρους, ζούσε τις απάνθρωπες ταλαιπωρίες τους, έβλεπε τους θανάτους και τους ακρωτηριασμούς. Δεν ήταν ειρηνιστής και ήταν υποστηρικτής της Μεγάλης Ιδέας αλλά ήξερε καλά ότι δεν μπορούσες να ζητήσεις σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από αυτούς τους τόσο ταλαιπωρημένους στρατιώτες να πάρουν πάλι τα όπλα, πόσο μάλλον για να μπουν σε ένα πόλεμο όπου δεν υπήρχαν εγγυήσεις και ανταλλάγματα και έτσι ήταν πολύ πιθανόν οι θυσίες τους να πήγαιναν χαμένες. 
"Ο Θεός να μας δώσει ειρήνη" ευχόταν ο Κωνσταντίνος για να αναπαυθούν οι στρατιώτες, να γυρίσουν στην καθημερινότητα και στις ειρηνικές τους εργασίες και να ανασυγκροτηθούν οι νέες Χώρες.
Είναι επιτακτική ανάγκη για μια σοβαρή αναθεωρητική βιογραφία του Κωνσταντίνου που θα φωτίσει τις άγνωστες πλευρές αυτού του ανθρώπου που παρεξηγήθηκε και αδικήθηκε όσο λίγοι στην ελληνική ιστορία. Και κάτι μου λέει ότι ο πραγματικός Κωνσταντίνος είναι αρκετά διαφορετικός από την εικόνα (ή μάλλον την καρικατούρα) που έχουν φτιάξει γι' αυτόν τόσο η πολεμοκάπηλη Ακροδεξιά που τον θαυμάζει όσο και το "πεφωτισμένο" Κέντρο που τον απεχθάνεται.