12 Δεκεμβρίου 2023

Τόση χάρις και έλεος υπήρχε επάνω στον άνθρωπο αυτόν

Τόση χάρις και έλεος υπήρχε επάνω στον άνθρωπο αυτόν, ώστε τον καιρό του καλοκαιριού, όπου ο καύσωνας είναι πολύ δυνατός, στο κεφάλι του αισθανόταν μία δροσιά, που κατέβαινε από ψηλά. Λόγω της απλότητός του εξερχόταν στην κατάλληλη εποχή μαζί με άλλους θεριστές να θερίση κι αυτός τα δικά του σπαρτά και εδούλευε με τα ίδια του τα χέρια.
Και ημπορούσε να βλέπη ο καθένας, την ώρα του καλοκαιριού που ο ήλιος έκαιγε, ότι εκείνος αισθανόταν μία ουράνια δροσιά πάνω στο κεφάλι του. Όλοι οι άλλοι εθαύμαζαν για το θαύμα αυτό.
Κάποτε έγινε μία μεγάλη πείνα και δυστυχία στην Κύπρο, ώστε πολλοί άνθρωποι και ζώα εξ αιτίας της δίψας και της πείνας απέθνησκαν.
Βλέποντας αυτή την συμφορά ο άγιος Σπυρίδων, παρεκάλεσε τον Θεό υψώνοντας τα χέρια του ψηλά στον ουρανό μέχρις ότου έπεσε άφθονη βροχή. Όχι μόνο ποτίσθηκε η γή, αλλά έγιναν και πλημμύρες και πολλοί άνθρωποι κινδύνευσαν να πνιγούν.
Άλλη φορά έβρεχε τόσο πολύ, που πλημμύρισαν οι δρόμοι και πολλά σπίτια. Και πάλι ο άγιος Σπυρίδων προσευχήθηκε στον Θεό. Αμέσως σταμάτησε η βροχή, ο καιρός έγινε καθαρός και βγήκε ο ήλιος χαρίζοντας ζέστη και φωτισμό.
Μετά από μερικά χρόνια έγινε πάλι ξηρασία και ήλθε μεγάλη πείνα στην Κύπρο με την παραχώρησι του Θεού, λόγω των αμαρτιών του Νησιού. Τότε ένας πλούσιος, τσιγκούνης και άπιστος, είχε τις αποθήκες του γεμάτες από σιτάρια, αλλά δεν ήθελε να κάνη ελεημοσύνη, έστω και με κάπιοα χαμηλή τιμή, αλλά επερίμενε ν᾿ ανέβη η τιμή του σιταριού.
Και αφού η πείνα διαδόθηκε παντού, τότε ο πλούσιος άρχισε να πωλή το σιτάρι του πολύ ακριβά. Τότε ήλθε σ᾿ αυτόν ένας πτωχός και τον παρακαλούσε με δάκρυα να τον ελεήση με λίγο σιτάρι για να μη πεθάνη από την πείνα αυτός, η γυναίκα του και τα παιδιά του. Επειδή ήταν ανελεήμων και χρηματολάτρης δεν δέχθηκε να ελεήση τον πτωχόν και του είπε:
-Να πάς να φέρης χρήματα και θα σου δώσω.
Τότε εκείνος ο πτωχός επήγε στον άγιο Σπυρίδωνα με δάκρυα και του είπε για την σκληροκαρδία εκείνου του άσπλαγχνου πλουσίου. Τότε ο μεγάλος ιεράρχης του είπε:
-Μη κλαίς, αδελφέ, διότι το πρωΐ θα πάς σ᾿ εκείνον τον πλούσιο, θα τον παρακαλέσης και θα σου δώση σιτάρι, χωρίς να πληρώσης. Αλλά ο πτωχός επήγε στο σπίτι του λυπημένος και αδιάφορος για τα λόγια του Αγίου.
Την νύκτα με εντολή του Θεού έπεσε πολλή βροχή στην γή. Τότε οι αποθήκες του φιλάργυρου και ανελεήμονος πλουσίου, επειδή ήταν κοντά στον δρόμο, όπου περνούσε το νερό, γκρεμίσθηκαν και το σιτάρι σκορπίσθηκε, διότι μεταφέρθηκε στα δρομάκια και μέσα στις αυλές των σπιτιών των ανθρώπων.
Βλέποντας ο πλούσιος ότι όλο το σιτάρι του σκορπίσθηκε μέσα σε όλη την πόλι, έτρεξε και παρακαλούσε τους ανθρώπους να του φέρουν πίσω το σιτάρι για να μη γίνη πάμπτωχος. Αλλά οι πτωχοί βλέποντας το σιτάρι μέσα στις αυλές τους, εγέμισαν τα σεντούκια τους και εγλύτωσαν από την πείνα.
Παρόμοια έκαμε και εκείνος ο πτωχός που έφυγε απαγοητευμένος από τον Άγιο, νομίζοντας ότι τον περιέπαιξε. Συγκέντρωσε αρκετό σιτάρι και εγλύτωσε από τον κίνδυνο να πεθάνη με την οικογένειά του.
Μ᾿ αυτό τον τρόπο επαίδευσε ο Θεός τον ανελεήμονα εκείνον πλούσιον, ενώ ταυτόχρονα επρονόησε για τον πτωχόν εκείνον και γι᾿ άλλους δυστυχισμένους και τους επαρηγόρησε με ψωμί, όπως είχε προφητεύσει από την προηγούμενη ημέρα ο Άγιος.
Ένας γεωργός, γνωστός στον Άγιο, επήγε εκείνον τον δύσκολο καιρό της πείνας στον πλούσιο, που είχε και άλλες αποθήκες σιτάρι, και του εζήτησε βοήθεια, με την υπόσχεσι στην περίοδο του θερισμού να εργασθή στα κτήματά του δωρεάν. Αλλά αυτός ο πλούσιος, επειδή δεν διδάχθηκε τίποτε από τα παθήματά του, έκλεισε την καρδιά του μπροστά και σ᾿ αυτόν τον πτωχόν. Δεν ήθελε ν᾿ακούση για την παράκλησί του.
 Μάλιστα του είπε: «Χωρίς να με πληρώσης, δεν θα πάρης από μένα ούτε ένα σπυρί σιτάρι». 
Ακούοντας τα λόγια αυτά, έτρεξε κλαίγοντας στον άγιο Σπυρίδωνα λέγοντας για την δυστυχία του. Ο Άγιος τον παρηγόρησε με τα λόγια του, του είπε να επιστρέψη στο σπίτι του και να τον περιμένη.
Την δεύτερη ημέρα επήγε ο ίδιος ο Επίσκοπος στον γεωργό και του έδωσε ένα σβώλο από χρυσάφι λέγοντάς του:
-Πήγαινε, αδελφέ, στον πλούσιο, τον έμπορο του σιταριού, και δός του αυτό το κομμάτι του χρυσού για να σου δώση ως δάνειο σιτάρι για την οικογένειά σου. Και όταν θα έλθη η ώρα του θερισμού και θ᾿ αποκτήσης δικό σου σιτάρι, τότε θα το επιστρέψης το ανάλογο σιτάρι στον πλούσιο θα πάρης τον χρυσόν και θα μού το φέρης.
Παίρνοντας ο πτωχός τον χρυσό από τα χέρια του Αρχιερέως επήγε στον πλούσιο. Όταν είδε εκείνος τον χρυσόν, χάρηκε πολύ και αμέσως του έδωσε σαν δανεικό σιτάρι για τις ανάγκες του. Μετά απ᾿ αυτή την δύσκολη περίοδο, ο γεωργός έδωσε το ανάλογο σιτάρι στον πλούσιο επήρε τον χρυσόν και με ευχαριστίες τον έδωσε στον Άγιο. Τότε ο Άγιος επήρε τον χρυσόν τον έβαλε στον κήπο του, εφώναξε και τον γεωργό και του είπε:
-Έλα, αδελφέ, σε μένα για να δώσουμε σ᾿ Αυτόν που μας το έδωσε με δάνειο.
Μπαίνοντας στον κήπο και βάζοντας τον χρυσό δίπλα στον φράκτη, είπε:
-Κύριε Ιησού Χριστέ, Εσύ που έπλασες τα πάντα μόνο με τον λόγο σου, δώσε διαταγή και αυτό το κομμάτι του χρυσού να επιστρέψη στην μορφή που ήταν προηγουμένως για να γνωρίση κι αυτός εδώ ο άνθρωπος πόση φροντίδα έχεις για εμάς και να διδαχθή στην πράξι τι είναι αυτό που είναι γραμμένο στην Αγία Γραφή: «Όσα ηθέλησε ο Κύριος, τα έπραξε».
Μετά απ᾿ αυτή την προσευχή του, αμέσως ο χρυσός άρχισε να κινήται και να γυρίζη όπως ήταν πρίν, δηλαδή να γίνεται ένα φίδι.
Διότι ο άγιος διέταξε ένα φίδι να γίνη χρυσός για να βοηθήση εκείνον τον πτωχό, και τώρα διέταξε να επανέλθη πάλι στην φυσική του κατάστασι και να γίνη πάλι φίδι. Μετά το φίδι εμπήκε στην φωλιά του. Ο γεωργός επέστρεψε κι αύτός στο σπίτι του ευχαριστώντας τον Άγιο και έκθαμβος για το μεγάλο θαύμα του Θεού, το οποίον έκαμε με την προσευχή του Αγίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: